Με υπερηφάνεια σήμερα κυκλοφορούν οι ηλικιωμένοι που έτυχε να ζήσουν την μαύρη κατοχή όπως την αποκαλούσανε όταν έφυγε ύστερα από αρκετά χρόνια.
Κατάρες λέγανε οι ηλικιωμένες μάνες εναντίον για αυτούς που ήτανε οι αίτιοι και βιώσανε την φτώχεια που τους άφησε σημάδια στα πονεμένα σώματά τους. Δεν υποκύψανε αλλά κάνανε υπομονή και ελπίζανε ότι θα γνωρίσουν την καλύτερη εποχή που επιθυμούσανε από πριν πολλά χρόνια.
Ξαφνικά όμως έλαμψε στα πρόσωπά όλων που άρχισε να υποχωρεί η κατοχή και η οικογένειες μπήκανε στον δρόμο της προόδου με την καλύτερη διατροφή και διαβίωση. Την πρόοδο την φέρανε οι αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες που αρχίσανε περισσότερο να αναπτύσσονται για την πορεία της ζωής τους. Έτσι τα νοικοκυριά τους είχανε καλύτερη διαβίωση από τα παραγόμενα προϊόντα τους και ότι πλεόναζε ήτανε σε όφελος τους να οδηγούνται στην αγορά για την πρόοδο που επιδιώκανε.
Με αυτό τον τρόπο τα παιδιά τους τα μεγαλώνανε καλύτερα και προσπαθούσανε να τα μαθαίνουν να εργάζονται και μελλοντικά για να δημιουργούνται μόνα τους. Οι γονείς τα καθοδηγούσανε να αγαπάνε τα επαγγέλματα τους γιατί από αυτά θα εξαρτάται ή πρόοδό τους όταν θα μεγαλώσουν. Η κάθε οικογένεια προσπαθούσε όσο το δυνατόν καλύτερα να τα καθοδηγεί για να έχουν καλύτερη πρόοδο και για να μην υστερούν έναντι των άλλων που αδιαφορούσανε. Στη πορεία της προόδου ορισμένοι προτιμούσαν μερικά από τα παιδιά τους να τα πάνε στην πόλη να μάθουν γράμματα ή τέχνες να φύγουν από τα επαγγέλματα των γονέων τους για να έχουν καλύτερη επιτυχία στην πρόοδό τους.
Η επιθυμία των γονέων ήτανε να γίνουν όσο μπορούν περισσότερο εργατικά και την εργασία που θα εκτελούν να την αγαπούν και να μην υποχωρούν όταν θα συναντήσουν εμπόδια μπροστά τους από αυτήν. Τους λέγανε να μην φοβάστε την δουλειά είναι παλληκαριά να την εκτελείτε αλλά η δουλειά να φοβάται εσάς. Όποιος είναι δειλός ότι και να κάνει δεν επιτυγχάνει τίποτα στη ζωή του και θα γυρίζει από εδώ και από εκεί να βρει κάποιον να τον βοηθήσει αλλά για λίγο καιρό και μετά τον εγκαταλείπει στο έλεος του Θεού. Αυτά τα χρόνια της δυστυχίας που περάσανε οι άνθρωποι επικρατούσε να το λένε να ξυπνήσουν όλοι για να γίνουν προοδευτικοί στην οικογένεια τους ότι: ο άνθρωπος να μην φοβάται την δουλειά αλλά η δουλειά τον άνθρωπο. Αργότερα όταν μεγαλώνανε τα παιδιά τους και ήτανε εργατικά στις οικογένειες τους βλέπανε την αξία αυτής της συμβουλής και την τοποθετήσανε στις παροιμίες για να την εκτελούν αυτοί που φοβούνται την δουλειά και ύστερα πεινούν.
Όλα τα παραπάνω είχε την αντοχή και την υπομονή να μας τα περιγράψει ο ηλικιωμένος κ. Ανδρέας που έχει καταγωγή από ορεινό χωριό του Βρύσινα και που έχει την τύχη να είναι στην ζωή και τα είχε ζήσει όλα την κατοχή που πέρασε. Κανένα χαμόγελο δεν βγήκε στο πρόσωπό του επειδή το μυαλό του ήτανε φορτωμένο με όλες αυτές τις σκέψεις που ήτανε παρόν σε όλα τα βιώματα του από παιδί και μεγάλος. Όπως είπε ότι η πείνα κυριαρχούσε αυτά τα χρόνια και δεν είχαμε την δύναμη ακόμα και να εργαστούμε.
Πριν πάρει τέλος αυτή η συνάντηση τον παρακαλέσαμε να μας πει ένα ζωντανό συμβάν που αφορά την παροιμία που έγινε λόγος παραπάνω προκειμένου να ενημερωθούν οι αναγνώστες μας για τα βιώματα αυτής της μαύρης κατοχής που πέρασε. Πρώτα έκανε την σκέψη και μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και μας είπε: ένας γεωργός από το διπλανό χωριό είχε έρθει στο καφενείο του χωριού μας και ζήτησε πέντε εργάτες για δυο ημέρες για να σκάψουνε με τσάπες μια πεζούλα χωράφι για να φυτέψει αμπέλι που δεν είχε. Αμέσως ένας χωριανός πήγε στα σπίτια και το έκανε γνωστό και να πάνε στο καφενείο να δηλώσουν ότι θα συμμετάσχουν. Μετά από λίγη ώρα είχανε δηλώσει και οι πέντε. Τους είπε να ακονίσουν καλά τις τσάπες να είναι καινούρια τα στυλιάρα τους και να είναι το πρωί της άλλης ημέρας έξω από το σπίτι του και ότι το μεροκάματο θα είναι πεντακόσιες δραχμές από το πρωί μέχρι το βράδυ. Την άλλη μέρα ξεκινήσανε και σκάβανε. Από το ζόρι τους ούτε ανάσα δεν ακουγότανε. Όταν βράδιασε σχολάσανε. Ο ένας είπε στο αφεντικό: – Εγώ, αύριο δεν έρχομαι, γιατί είναι ζόρικη η δουλειά και κουράστηκα.
Τον πλήρωσε και φύγανε όλοι για τα σπίτια τους. Ο ένας από τους άλλους έμεινε λίγο πίσω και είπε στο αφεντικό του: – Αυτός έτσι το κάνει όπου πάει για δουλειά. Είναι τεμπέλης, φοβάται την δουλειά. Εμείς οι τέσσερις αύριο αφεντικό θα το τελειώσουμε και θα φυτεύσουμε το αμπέλι και νωρίς θα φύγουμε. Δεν την φοβόμαστε την δουλειά.
Έτσι πράγματι και έγινε. Ο κ. Ανδρέας είπε τελειώνοντας ότι αυτό το περιστατικό το μάθανε όλοι στο χωριό και κανείς δεν τον έπαιρνε στην εργασία του. Τον αποκαλούσανε φοβητσιάρη στην δουλειά που κάνει και η οικογένεια του πεινούσε. Ενώ οι άλλοι δείξανε ότι η δουλειά τους φοβήθηκε και γι’ αυτό την τελειώσανε. Η ώρα τελείωσε και πήρε τέλος η συζήτηση που έγινε εξαιτίας της παροιμίας: ο άνθρωπος να μην φοβάται τη δουλειά αλλά η δουλειά να φοβάται τον άνθρωπο. Πιστεύουμε σήμερα όταν οι νέοι μας μελετήσουν σωστά το παρών κείμενο θα έχουν πολλά οφέλη στην πορεία της ζωής τους στα οικονομικά προβλήματα. Εμείς τους συμβουλεύουμε να μην φοβούνται την εργασία που θα εκτελούν αλλά αυτή να τους φοβάται. Έτσι το οικονομικό τους πρόβλημα σίγουρα εξασφαλίζεται με άνεση και αποφεύγουν να το αποκτούν με ληστείες φορώντας κουκούλες από αυτούς που εργαστήκανε να τα αποκτήσουν και ύστερα η κατοικία τους θα είναι η φυλακή.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης
είναι συνταγματάρχης (Π.Β.) ε.α.
Καλά τα γράφετε, αλλά σήμερα σχεδόν κανείς δεν δουλεύει στα χωράφια!
Η ύπαιθρος ερημώνει και ξένοι εργάτες δουλεύουνε τις περιουσίες!