Ο Πινόκιο, μετά τη ζωηρή παιδική ηλικία, μεγάλωσε, ωρίμασε και αποφάσισε να αγωνιστεί ενάντια στον ρατσισμό και την εκμετάλλευση, καθώς και ο ίδιος ήταν μια φτωχή, ξύλινη μαριονέτα. Με όπλο το αυξομειούμενο μέγεθος της μύτης του, η οποία χρησίμευε σαν σπαθί όταν τον απειλούσαν ταξίδεψε στον κόσμο.
Πήγε στο Λονδίνο του Κάρολου Ντίκενς τον 19ο αιώνα και είδε την παιδική εκμετάλλευση στην απάνθρωπη εργασία. Γύρισε την Μαύρη Ήπειρο μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα και είδε τους στυγνούς, «πολιτισμένους» Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, Βέλγους, Πορτογάλους και Ιταλούς αποικιοκράτες. Στις ΗΠΑ τρόμαξε με την Κου Κλουξ Κλαν, ενώ το 1963 ενθουσιάστηκε με την ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ «I have a dream» («έχω ένα όνειρο») κι έκλαψε όταν τον δολοφόνησαν. Είδε τις εκδηλώσεις της ρατσιστικής βίας στο Σικάγο το 1968 και ευτυχώς για πολλοστή φορά την είχε γλιτώσει με τη βοήθεια της μύτης του. «Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Πρέπει να βρω μια χώρα που θα δέχεται τη διαφορετικότητα και οι άνθρωποι δεν θα φοβούνται να αγαπήσουν τον συνάνθρωπό τους όπως είναι, γι’ αυτό που είναι κι όχι όπως νομίζουν αυτοί ότι θα έπρεπε να είναι», σκέφτηκε.
Αποφάσισε ότι ίσως αυτή η χώρα είναι η Ελλάδα. Αποικιοκρατικό παρελθόν δεν είχε, ενώ κάποιες κοινωνικές προστριβές κατά την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων το 1922 ξεπεράστηκαν και όλοι αφομοιώθηκαν ειρηνικά.
Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και μέχρι το 2013 η μύτη του δεν χρειάστηκε να μεγαλώσει. Και τότε γνώρισε τον Παύλο, μάλλον την μουσική του. Ναι, του άρεσε, καθώς τα λόγια αγάπης, ειρήνης και χαράς για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και την καταδίκη της βίας του κατεστημένου τον έκαναν να νοιώθει καλά. Στις 18 Σεπτεμβρίου, όμως, όταν έμαθε για την μαχαιριά στην καρδιά -στο ματωμένο αλώνι που παλεύει η ανθρωπιά και η κακία- του Έλληνα ράπερ, τότε μεγάλωσε τη μύτη του για να τιμωρήσει τους ενόχους. Είχε αρχίσει να μετανιώνει και να πιστεύει ότι και οι Έλληνες είναι όπως οι άλλοι λαοί, ρατσιστές και εκμεταλλευτές.
Η απογοήτευση του Πινόκιο, όμως, κράτησε λίγο, διότι όταν οι Ευρωπαίοι αρνήθηκαν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες από τη Συρία, η χρεωκοπημένη, μικρή Ελλάδα έστησε γέφυρες ζωής και ελπίδας στα νησιά του Αιγαίου. Το ξύλινο ανθρωπάκι ξαναβρήκε την πίστη του στο ελληνικό φιλότιμο, τη φιλοξενία και την αλληλεγγύη.
«Ο Παύλος Φύσσας, μέσα από αυτούς τους δυστυχισμένους, ΖΕΙ…», σκέφτηκε και γαλήνεψε ο νους του.