Στα ύστερα οθωμανικά χρόνια πολλοί ήταν οι νέοι της υπαίθρου χώρας, που δεν άντεχαν τον ζυγό του κατακτητή κι έβγαιναν κλέφτες στα βουνά.
O μακαρισμός των βουνών και της ελεύθερης ζωής, της κλέφτικης ζωής, έγινε λαϊκός πόθος: «Νά ’μουν τον Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης, / και στην καρδιά του χειμωνιού νά ’μουνα κρασοπούλος. / Μα πλιο καλά ταν νάμουνα αρματολός και κλέφτης. / Αρματολός μες στα βουνά, και κλέφτης μες στους κάμπους. / Νάχα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια, / να με κοιμάν οι πέρδικες, να με ξυπνάν τ’ αηδόνια / και στην κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου, / να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε». Οι μανάδες ήταν υπερήφανες για την απόφαση των γιων τους να γίνουν κλέφτες και συνήθως οι ίδιες τους έδιναν τα όπλα, που μπορεί να ήταν αυτά του πατέρα τους. Υπήρχαν, όμως, και περιπτώσεις κατά τις οποίες οι μανάδες αντιδρούσαν στην απόφαση αυτή και προέτρεπαν τα παιδιά τους να ζήσουν ειρηνικά, για ν’ αποκτήσουν οικογένεια και βιος. Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι “Του Βασίλη”, το οποίο εύρηται δημοσιευμένο σε πολλές συλλογές δημοτικών τραγουδιών: «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,/ για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια και γελάδες, / χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν»./ «Μάνα μου, εδώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης, /να κάνω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν/ και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους. /Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι, /να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια, /να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους, /να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων/ και να σφυρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους, /και πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες». /Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται. /«Γεια σας, βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!» /«Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλικάρι».
Ο ίδιος ο Νικόλαος Πολίτης, ο πατέρας της λαογραφίας, σημειώνει ότι είναι άγνωστος ο Βασίλης του άσματος αυτού. Άλλοι δέχονται ότι ήταν γιος παπαδιάς από την Ραψάνη Λαρίσης, άλλοι μνημονεύουν ως πατρίδα του το Πιρνάρι της Ποταμιάς Ελλασόνας. Κάποια παραλλαγή τον φέρει σύντροφο των Θεσσαλών Μάνταλου και Μπασδέκη, άλλη τον θέλει του Μπουκουβάλα. Άλλη παραλλαγή αναφέρεται σε κλέφτη “Δήμο” και όχι “Βασίλη”. Δεχόμαστε εν τέλει ότι πρόκειται περί Θεσσαλού κλέφτη των αρχών του 19ου αιώνος. Το τραγούδι αυτό μας δίνει με απλό, δωρικό και απέριττο τρόπο, με κρυστάλλινη και διαυγή διατύπωση, τα συναισθήματα του κλέφτη κατά τον αποχαιρετισμό της μάνας του, των οικείων και του χωριού του. Κι όταν ο κλέφτης δυσκολεύεται στις κακουχίες των βουνών, πάλι στρέφει τη σκέψη στη μάνα του, με παράπονο: «Μάνα, μ’ εκαταράστηκες, βαριά κατάρα μου είπες: / «Κλέφτης να βγεις, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχεις, / ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι, /και στα γλυκοχαράματα να πιάνεις το ταμπούρι». Η γενναία κι εύψυχη μάνα του κλέφτη, τον αποχαιρέτησε, τον γλυκοφίλησε και τον ξεπροβόδισε για το βουνό. Είναι γι’ αυτόν υπερήφανη, είναι νοερά μαζί του στα πλάγια του Πετρίλου των Αγράφων, που πολεμάει, ακούει την κλαγγή των όπλων και τον αχό της φωνής του παλικαριού της που χουγιάζει τον Τούρκο. «Να ήσουνα πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου, /ν’ αγνάντευες πώς πολεμούν οι κλέφτες με τους Τούρκους, /ν’ αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ’ τα παλικάρια. /Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί στο χέρι, /κι απ’ τη φωνή του την ψιλή αχολογά ο τόπος. /«Βαρείτε, παλικάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους/ ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίσει, /’τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω». Έφυγε, λοιπόν, ο νέος από το χωριό του, αποχαιρέτησε τη μάνα του, αντάμωσε τους άλλους κλέφτες και ζει στα βουνά την κλέφτικη ζωή, την ελεύθερη ζωή, εισπνέει τον καθαρό και αμόλευτο αέρα, κουρσεύει, παλεύει, ασκείται στο λιθάρι και στα όπλα, πολεμάει σκληρά, αλλά και φορές ευωχείται: «Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες /ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμώνται, /κοιμώνται στα ψηλά βουνά και στους παχιούς τους ίσκιους. /Είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα, /είχαν κι ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι, /είχαν και σκλάβαν έμορφη και τους κερνά και πίνουν…».
Καλλίστη διασκευή του τραγουδιού του Βασίλη, ως άνω, επιχείρησε όλως επιτυχώς ο Παύλος Λάμπρος, πατέρας του Σπυρίδωνος Λάμπρου (καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρωθυπουργού της χώρας), ορμώμενος εκ Καλαρρυτών της Ηπείρου. Το τραγούδι αυτό υπό τον τίτλο “Ο αποχαιρετισμός του κλέφτη”, εδημοσιεύθη το πρώτον υπό του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου στο βιβλίο του: “Άσματα δημοτικά της Ελλάδος”, Κέρκυρα 1852, έπειτα από τον Αρνέστο Πάσσωβ, Λειψία 1860, ύστερα δε πλειστάκις, εξελήφθη εσφαλμένως ως δημοτικό και ως τοιούτο είναι ευρέως διαδεδομένο: «Μάνα, σου λέω δεν ημπορώ τους Τούρκους να δουλεύω, /δεν ημπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασ’ η καρδιά μου. /Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω κλέφτης, /να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες, /να ’χω τους λόγγους συντροφιά με τα θεριά κουβέντα,/ να ’χω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεβάτι, /να ’χω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι. / Θα φύγω, μάνα, και μην κλαις, μόν’ δος μου την ευχή σου. /Κι ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω. /Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι, /και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο. /Κι όσο π’ ανθίζουν, μάνα μου, και βγάνουνε λουλούδια, /ο γιος σου δεν απέθανε και πολεμάει τους Τούρκους. /Κι αν έρθει μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη /και μαραθούν τα δυο μαζί και πέσουν τα λουλούδια, /τότε κι εγώ θα λαβωθώ, τα μαύρα να φορέσεις». / Δώδεκα χρόνοι επέρασαν και δεκαπέντε μήνες, /που ανθίζαν τα τριαντάφυλλα, κι ανθίζαν τα μπουμπούκια. /Και μιαν αυγή ανοιξιάτικη, μια πρώτη του Μαΐου, / που κελαδούσαν τα πουλιά κι ο ουρανός γελούσε, /με μιας αστράφτει και βροντά και γένεται σκοτάδι./ Το καρυοφύλλι εστέναξε, τριανταφυλλιά δακρύζει, /με μιας ξεράθηκαν τα δυο κι επέσαν τα λουλούδια. /Μαζί μ’ αυτά σωριάστηκε κι η δόλια του η μανούλα». Στις μαθητικές εορτές οι μαθητές για πολλά χρόνια απήγγειλαν το τραγούδι αυτό (μαζί με άλλα), φέρνοντας συγκίνηση στους γονείς τους και στον πολύ κόσμο.
Αυτά, βέβαια, πριν εφευρεθούν οι αλγεινές θεωρίες περί συνωστισμού στη Σμύρνη, περί μη υπάρξεως του χορού του Ζαλόγγου, περί μη υποστάσεως της Γενοκτονίας των Ποντίων, με οσφυοκαμψίες εθελούσιες ή αργυρώνητες.