Γράφει ο Αρχ. Ειρηναίος,
Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι μεν μία μικρή χρονική περίοδος που όμως μας αποκαλύπτει μεγάλες και αιώνιες αλήθειες για το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού αλλά και για εκείνο του ανθρώπου. Μας δίνει την απάντηση στο ερώτημα που ο ίδιος κάποτε έθεσε στους μαθητές του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι» συγχρόνως όμως το ίδιο αυτό πρόσωπο, κατά την προφητεία του δικαίου Συμεών, παραμένει έως σήμερα «σημείον αντιλεγόμενον που κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών».
Ο μεγάλος Σέρβος θεολόγος και φιλόσοφος του τέλους του περασμένου αιώνα Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς (+1979), και προφήτης της Ευρώπης, όπως δικαίως ονομάστηκε, αναφέρει πως «…η ημέρα της κρίσεως δε θα είναι πιο φοβερή από τη Μεγάλη Παρασκευή. Όχι, θα είναι αναμφισβήτητα λιγότερο φοβερή επειδή τότε ο Θεός θα κρίνει τον άνθρωπο ενώ σήμερα ο άνθρωπος κρίνει τον Θεό. Σήμερα είναι η φοβερή ημέρα της κρίσεως του Θεού. Τον κρίνει ο άνθρωπος για τριάκοντα αργύρια…».
Ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία δεν διώχθηκε με τόση μανία από την κοσμική και πνευματική ηγεσία της εποχής του ένα πρόσωπο, όπως αυτό του Ιησού, ο Οποίος με τη διδασκαλία Του άλλαξε τον ρουν της ιστορίας. Αλλά και κανείς, μα κανείς, ποτέ δεν αγάπησε τόσο τον άνθρωπο όσο Αυτός, που σήκωσε στους ώμους Του τις αμαρτίες του κόσμου και έφτασε για χάρη του έως τον Σταυρό και τον Θάνατο.
Κι όμως, ο Χριστός παραμένει μέχρι σήμερα ανεπιθύμητος, διωκόμενος, πλάνος και επικίνδυνος, όπως με τον πιο παραστατικό, αποκαλυπτικό και προφητικό τρόπο μας το καταθέτει στον Ιεροεξεταστή, το πάντα διαχρονικό αυτό μυθιστόρημα στους Αδελφούς Καραμάζωφ, ο μεγάλος Ντοστογιέφσκι.
«Τί γαρ κακόν εποίησεν;» ρώτησε τον φανατισμένο όχλο ο Πιλάτος εκείνη τη νύχτα της Πέμπτης, που επίμονα απαιτούσε τη σταύρωση του Ιησού. Κι εμείς, διερωτόμαστε σήμερα, ποιό «έγκλημα» εξακολουθεί να διαπράττει, ώστε να Τον καθιστά ανεπιθύμητο στις συνειδήσεις, στη ζωή και στην εποχή μας, και Τον ξανασταυρώνουμε;
Ποιός, άραγε, είναι ο «φοβερός» Θεός, που αποκαλύπτεται τη Μεγάλη Εβδομάδα και που τόσο αγνοούμε;
Ο Ιησούς Χριστός αποκαλύπτει ένα Θεό που απαλλάσσει τους ανθρώπους από εκείνο τον θεό-σαδιστή και αφέντη των θρησκειών, ή τον αδιάφορο και απόμακρο του ορθολογισμού και της φιλοσοφίας. Φανερώνει τον Θεό αγάπη, την αγάπη Θεό, ιδρυτική πράξη της ζωής και μυστικό άξονα του κόσμου, γύρω από τον οποίο «ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν». Ευαγγελίζεται την ενότητα των πάντων, ενσαρκώνει τη θυσιαστική προσφορά, που πλημμυρίζει το σύμπαν προσφέροντας το μέγιστο δώρο: την ελευθερία που αγαπά και την αγάπη που ελευθερώνει. Μαθαίνει στους ανθρώπους τη ζωή του θαύματος και το θαύμα της ζωής και τους δείχνει ότι βρίσκουν τον εαυτό τους μόνο όταν τον δωρίζουν στους άλλους. Ζητά την κάθαρση του ένδοθεν κόσμου, γι’ αυτό και στρέφει τα φοβερά «ουαί» Του σε εκείνους που αρνούνται να κατανοήσουν ότι μέγιστη αμαρτία είναι η αυτάρκεια και άρα η μη ανάγκη του Θεού. Κατακρίνει την αυτοδικαίωση, τονίζει την προσωπική ευθύνη για ολόκληρο τον κόσμο. Στηλιτεύει την στείρα και άγονη προσκόλληση στο γράμμα και στο νόμο, ξεσκεπάζει τα ψεύτικα προσωπεία, καταγγέλλει την υποκρισία και την ταπεινοσχημία.
Θυμίζει ότι ο άνθρωπος είναι «σημαντικός μέχρι το πνεύμα και πνευματικός μέχρι το σώμα». Αποκηρύττει κάθε διάκριση σε εχθρούς και φίλους, συντρώγει με τελώνες και πόρνες· μολονότι διδάσκαλος, πλένει τα πόδια των μαθητών Του. Στο νόμο της εκδίκησης αντιτάσσει τη συγγνώμη, στη βία την καταλλαγή. Υπερασπίζεται τον αδύναμο και περιθωριακό, τον ξένο και τον δεδιωγμένο. Επιτίθεται με δριμύτητα στους πλούσιους και άρπαγες, χωρίς να χαρίζεται στους φτωχούς που τρέφουν την ίδια βουλιμία. Βεβαιώνει ότι όσο περισσότερο δίνεις, τόσο περισσότερο είσαι. Απομυθοποιεί την προέλευση και την ισχύ της εξουσίας και καυτηριάζει την κάθε ηγεσία, η οποία υποβιβάζει τον άνθρωπο υποδουλώνοντάς τον στις δικές της άνομες επιδιώξεις. Ανατρέπει κάθε συμβατική ιεράρχηση αξιών. Διαλέγει ανθρώπους ταπεινούς και καταφρονεμένους για να είναι οι μάρτυρες των πιο σημαντικών γεγονότων της ζωής Του: φτωχοί βοσκοί της Γέννησής Του, άσημες γυναίκες της Ανάστασής Του. Μιλάει για τα πλέον πνευματικά θέματα με μια γυναίκα ύποπτης ηθικής και τα ανυπεράσπιστα παιδιά διαλέγει ως σύμβολο όσων θα μπουν στη Βασιλεία Του.
Σκανδαλίζει, τέλος, τους Φαρισαίους, που Τον θέλουν υπήκοο της καθιερωμένης τάξης πραγμάτων. Εκείνους που, όπως οι μαθητές Του, Τον θέλουν επίγειο άρχοντα, για να πάρουν και αυτοί ένα αξίωμα, να βολευτούν σε μια θέση. Λησμονώντας πως «όποιος ύψωσε τον εαυτό του θα ταπεινωθεί και εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Εκείνους που, όπως οι Ιουδαίοι, Τον θέλουν πολιτικό λάβαρο και ιδεολογική σημαία, για να εναποθέσουν τις ευθύνες τους και να επενδύσουν τις ελπίδες τους. Λησμονώντας πως η σωτηρία που Εκείνος ευαγγελίζεται είναι αγώνας προσωπικός, μαρτύριο αίματος και μαρτυρία συνειδήσεως. Εκείνους που, όπως οι σταυρωτές Του, ψάχνουν για αποδείξεις, ζητούν θαύματα για να πιστέψουν, λησμονώντας πως «ο Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα εκτός από το να αναγκάσει τον άνθρωπο να τον αγαπήσει». (Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης).
«Όπως έκανε το νερό κρασί στην Κανά της Γαλιλαίας για να μη στερέψει η ανθρώπινη χαρά, έτσι μεταβάλλει και την επιβίωση σε ζωή και απέναντι σε κάθε μορφή θανάτου ευαγγελίζεται την ανάσταση -ειδοποιός διαφορά Του από κάθε άλλο “Σωτήρα”». (Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος)
Με τη σταύρωσή Του θραύει τα κλείθρα του σκότους και του θανάτου και «η ζωή, η πέρας ουκ έχουσα, η ζωοποιός μέθεξις του Θεού» πλημμυρίζει τον κόσμο. (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Σ’ αυτή την ευφρόσυνη γιορτή προσκαλεί τους πάντες και πάσαν την κτίσιν. Αυτός είναι ο αποκαλυπτόμενος Θεός της Μεγάλης Εβδομάδας, ο αιώνιος Νυμφίος και φίλος του ανθρώπου.
Παρά ταύτα, από τη «μοχθηρή αγνωσία», λέγει ο Όσιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς, οι άνθρωποι σταύρωσαν τον Χριστό· από την αγνωσία τον σταυρώνουν και σήμερα. «Ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν». (Α’ Κορ. 2,8).
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και σήμερα, λοιπόν, αδελφοί και πάνω από τον Σταυρό, που η ανθρωπότητα ως άλλος Πόντιος Πιλάτος Τον έχει καταδικάσει, στα πρόσωπα των διωκομένων χριστιανών της Ανατολής και της Αφρικής, στους όπου γης πεινασμένους, περιφρονημένους και αδικουμένους συνανθρώπους μας, συνεχίζει να διατυπώνει επίμονα το παράπονό Του: «Λαός μου τί εποίησά σοι και τί μοι ανταπέδωκας;».
Απάντηση στο ερώτημα αυτό του Εσταυρωμένου Θεού, καλούμαστε να δώσουμε ο καθένας προσωπικά, κατά τις άγιες αυτές και μεγάλες ημέρες.
Καλή Ανάσταση!
*καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Κυρίας των Αγγέλων Γουβερνέτου