Tην Aνοιξη και το Καλοκαίρι του 1827 ένας θανάσιμος κίνδυνος κτύπησε την πόρτα της Επανάστασης: Το προσκύνημα.
Στα σχέδια του Ιμπραήμ ήταν και το προσκύνημα αγωνιστών της Εξέγερσης.
Στα δίχτυα του έπεσε ο Δημήτριος Νενέκος, από το χωριό Ζουμπάτα της Αχαΐας, αρχηγός του μισθοφορικού κοτζαμπάσικου σώματος του Μπενιζέλου Ρούφου.
O ικανός αυτός Καπετάνιος πολέμησε κατά των Τούρκων στα πρώτα χρόνια του Αγώνα, κοντά στον Κανέλλο Δεληγιάννη, στον Γενναίο Κολοκοτρώνη, στον Ανδρέα Ίσκο, στον Ανδρέα Ζαΐμη και στον Ανδρέα Λόντο. Γενναίος πολέμαρχος. Την Άνοιξη του 1827 προσκύνησε τον Ιμπραήμ και έλαβε «ράι μπουγιουρδί», δηλαδή προσκυνοχάρτι από τον Αχμέτ-πασά της Πάτρας, συνοδευόμενο από δώρα, χρήματα κ.λπ. Έπεισε και άλλους καπετάνιους και προεστούς να προσκυνήσουν, όπως τον Χαρμπίλα, τον Σαγιά, τον Σταμάτη Μποντιώτη, τον Γκολφίνο Λουμπιστιάνο, τον Κων/νο Αγιοβλασίτη, τον Κοντογιωργάκη, τον Καρασπύρο, τον Γκρεμενιώτη κ.ά. Ηγείτο 2000 στρατιωτών και πολεμούσε τους παλιούς συναγωνιστές του, συμπράττοντας με τους παλιούς εχθρούς του. Επηρέασε και ηγουμένους μεγάλων Μοναστηριών.
Η στιγμή υπήρξε κρίσιμη.
Ο Κολοκοτρώνης σημειώνει «Τίποτα δεν εφοβήθηκα – ούτε εις τας αρχάς ούτε εις τον καιρό του Δράμαλη, όπου ήρθε με 30 χιλιάδες στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ, μόνον εις το προσκύνημα εφοβήθηκα».
Ο Γέρος του Μοριά σώζει για μία ακόμη φορά την Επανάσταση. Κηρύσσει επιστράτευση, πολεμικό συναγερμό σ’ όλο τον πληθυσμό του Μοριά από 15-60 ετών, ρίχνει και σαλπίζει το περίφημο και φοβερό σύνθημά του: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», φούρκα και παλούκι σε όλους αυτούς!
Ο Ιμπραήμ με 13.000 Αιγύπτιους και ο Νενέκος με 2.000 προσκυνημένους Έλληνες καίνε, σκοτώνουν, εξαφανίζουν κάθε ίχνος και σημάδι ζωής. Η ντροπή, η καταισχύνη της Ιστορίας! Η αντίσταση στον Μοριά παίρνει πλέον διαστάσεις καθολικότητας.
Ο Κολοκοτρώνης γράφει στον Ιμπραήμ: «Οχι τα κλαριά να μας κάψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα στην πέτρα απάνω να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Τι, τα δέντρα μας αν τα κόψεις, τη γη δεν θέλει τη σηκώσεις και η ίδια γη που τα έθρεψε, αυτή η ίδια η γη μένει δική μας και τα ματακάνει.
Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως τη γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλτο από το νου σου!».
Τα καλά νέα ήρθαν στο τέλος Αυγούστου 1827. Οι ενωμένες δυνάμεις του Ιμπραήμ, του Ντελή Αχμέτ της Πάτρας και του προδότη Νενέκου παθαίνουν καταστροφή και πανωλεθρία στην Καυκαριά.
Ο θρυλικός Πλαπούτας περιορίζει τους Τούρκους στην Πάτρα και ελευθερώνει όλα τα προσκυνημένα χωριά του Νενέκου.
Αφαιρεί και καίει τα «ράι μπουγιουρντιά». Μόνο 500 ακολούθησαν φανατικά τον προδότη Νενέκο. Προηγουμένως ο Νενέκος είχε σώσει τη ζωή του Ιμπραήμ, ο οποίος χάθηκε μόνος στο δάσος. Θα μπορούσε να τον συλλάβει αιχμάλωτο ή να τον σκοτώσει, αλλά τον φρόντισε και τον οδήγησε με ασφάλεια στον στρατό του.
Γράφει ο Φωτάκος για το θέμα αυτό: «…Φθάσας δὲ ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὸ στρατόπεδον ἐθύμωσε καὶ ἐμάλωσε ὅλους τοὺς σωματάρχας του. Ἔπειτα ἐπαίνεσε τὸν Νενέκον διὰ τὴν πίστιν του, καὶ παρησίᾳ μάλιστα τὸν ἐχάϊδευσε μὲ τὰ χέρια του ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων Τούρκων.
Ἔπειτα δὲ ἔγραψε καὶ ἐσύστησε πρὸς τὸν Σουλτάνον τὸν Νενέκον διὰ τὴν τοιαύτην πίστιν καὶ εὐεργεσία πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Σουλτάνος τὸν ὠνόμασε Μπέην καὶ τοῦ ἐχάρισε πολλὰς γαίας, καὶ οὕτως ἔκτοτε ὁ Νενέκος ἐλέγετο Μπέης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε. Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπόρθητον. Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον· οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των· ἀλλ’ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους.
Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε· (πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ…).
Τον Οκτώβριο του 1827 ο ενωμένος Τουρκο-αιγυπτιακός στόλος καταστρέφεται στο Ναυαρίνο από τους Στόλους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.
Τα 82 πλοία του είχαν συντριβεί και βυθισθεί σχεδόν στο σύνολό τους. Τον καιρό που η Ρούμελη ήταν ολόκληρη προσκυνημένη, η Αθήνα ηττημένη, τα στρατεύματα των Ρουμελιωτών διαλυμένα, ο Γέρος του Μοριά καλά κρατούσε: «Εβάσταξα τον κόσμο ώσπου ήρθεν η Ναυμαχία εις το Νιόκαστρο» Ναυαρίνο.
Ωστόσο, ο Νενέκος ακόμη «δεν παραδίδει τ’ άρματα, δεν σκύβει το κεφάλι».
Με τους λίγους μαχητές που του απόμειναν πολεμάει και κυνηγάει τους Έλληνες! Στις 7/20 Γενάρη ο Εθνικός Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας πάτησε στα χώματα της Ελλάδας. Αποβιβάστηκε στ’ Ανάπλι και στις 11/24 Γενάρη στην Αίγινα, που την έκανε προσωρινή πρωτεύουσα.
Ο Μοριάς εμφανίζει εικόνα ρημαδιού. Οι κάτοικοι στα βουνά και στις σπηλιές. Παραγωγή μηδενική. Είκοσι πέντε χιλιάδες μαχητές, νηστικοί και περιπλανώμενοι από τόπου εις τόπον. Και ο άθλιος Νενέκος εκεί, με τις λίγες δυνάμεις του να πολεμάει τους συν-Έλληνες! Τότε ο Κολοκοτρώνης διατάσσει τον Σαγιά (πρωτοπαλίκαρο του Νενέκου, εξάδελφό του ή γυναικάδελφό του, κατ’ άλλους), να τον σκοτώσει.
Στα απομνημονεύματά του ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης ιστορεί τα τελευταία γεγονότα: «…Καὶ τότενες μ’ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα, ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;». Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο…».
Κανένας προδότης στα χρόνια της νεότερης Ελλάδας, ούτε ο Πήλιος Γούσης στο Σούλι, ούτε ο Θανάσης Βάγιας στα Γιάννενα, δεν μισήθηκε όσο ο Νενέκος στον Μοριά. Το όνομά του έγινε συνώνυμο του προσκυνημένου, του προδότη και του πωλητή των ιδεών.