Στο χωριό μας, στο Σκουτελώνα του Κολυμπαρίου, μπαίνοντας στο μεγάλο οντά, καρσί από τον εξώπορτα, στην αριστερή γωνία, είχαμ’ ένα μεγάλο αργαλειό.
Θά ‘μουνα δε θά ‘μουνα χρονιάρικο, μα θυμούμαι -κι ας τε να λένε πως τα παιδιά δεν έχουνε θύμισες πριν από τα τρία- τη θεία μου την Ελένη να υφαίνει με μεράκι την προίκα της. Πατανίες, πετσέτες, τραπεζομάντηλα, κουρτίνες, τσεβρέδες και κουρελούδες με ολοζώντανα χρώματα και σχήματα.
Μια μέρα, ήρθε στο σπίτι μας η Χρυσούλα του Πορφύρη, για να πιούνε τον καθιερωμένο απογευματινό καφέ. Με τσεμπέρια λουλουδάτα και οι δυο και κλαρωτές ρόμπες, κάθισαν δίπλα-δίπλα. Ύστερα από κάθε γουλιά καφέ με χάιδευαν, με στρατάριζαν κι έπαιζαν μαζί μου. Δε μπορώ να θυμηθώ πως βρέθηκα στο χωριό χωρίς τη μάνα μου… Μέσα στο παιχνίδι, η θεία μου η Ελένη μου έλεγε: Πες στη θεία τη Χρυσούλα πώς κάνει το κατσικάκι κι εγώ περιχαρής ν’ απαντώ μπέεε… κι ύστερα πες τώρα πώς κάνει η κοτούλα κι εγώ πάλι ν’ απαντώ κοκοκο…. και στο τέλος, η μια να μου τραγουδά το «έχασα τη γαϊδούρα μου με ξύλα φορτωμένη ντε γαϊδούρα ντε…» και η άλλη το «μια ωραία πεταλούδα» κι εγώ να γυρίζω τα δάκτυλα του δεξιού μου χερακιού, στραμμένα προς τα πάνω, κατά το ρυθμό του τραγουδιού!
Είχα συνδυάσει το χωριό μας με τις πολλές κότες να ποτίζονται από το ρυάκι που περνούσε μπροστά από το σπίτι μας, με την αγελάδα και με το γαϊδουράκι του παππού μου του Μανωλάκη του Χλωράκη, με τις πάπιες της Αντωνιάς του Τζιφάκη, με τα πολλά περιστέρια των Πορφύρηδων –αν έφαγα ατζέμ πιλάφι!-, με τις αγελάδες της Δήμητρας του Στέλιου του Παπαδάκη, αλλά και με τον αργαλειό μας.
Μια χρονιά, πήγα στο χωριό αλλά ο αργαλειός έλειπε από τη θέση του. Ρώτησα: Πού βάλατε τον αργαλειό; μα δεν πήρα απάντηση. Κανένας δεν έδωσε σημασία στα λόγια μου! Έψαχνα όλο το σπίτι –δεν ήτανε δα και μεγάλο- μέχρι να δω που τον αποθήκιασαν… Τον βρήκα διαλυμένο σε πολλά κομμάτια δίπλα στο μαγειρειό μας. Ήταν έτοιμος να καεί για να ψήσει τα ταψιά με το αρνί και τις πατάτες και τ’ άλλο με τα καλτσούνια που είχε φτιάξει η γιαγιά μου η Ερηνάκη, η κόρη των Κωσταρίδηδων. Πόνεσε η καρδιά μου. Δεν έφαγα από κείνα τα φαγητά. Ένα μπούκωμα ήρθε και φώλιασε στην ψυχή μου.
Από κείνη τη μέρα, ο μεγάλος μας οντάς, μου φαινότανε εντελώς άδειος. Ώσπου… όχι πολλά χρόνια μετά, άδειασε, πραγματικά, ολόκληρο το σπίτι μας από τους ανθρώπους του και δεν ξαναπάτησα τα πόδια μου ποτέ μέχρι σήμερα!
Άλλο ένα υπέροχο δείγμα τοπικής ιστορίας!!!!! Δεν σας κρύβω ότι με συγκίνησε βαθιά, γιατί μου θύμισε τον αργαλειό της γιαγιάς μου στον οποίο η μητέρα μου ύφανε τα χαλιά της προίκας μου!!!! Κορίτσι του Δημοτικού καθόμουν δίπλα της να τη βοηθήσω περνώντας φλόκους!!!!
Να είστε καλά!!!! Με πήγατε πίσω σε πολύ όμορφα χρόνια!!!!