Βασισμένος στην “Αττική Κωμωδία” του F. M. Cornford (εκδ. Παπαδήμα, μετ. Ζενάκος Λ., Αθήνα 1972), στην “Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας” του A. Lesky, στην “Ποιητική” του Αριστοτέλη (μετάφραση Α. Γαληνού στις εκδόσεις Πάπυρος), στους τρεις τόμους των εκδόσεων Πάπυρος, που συγκεντρώθηκαν μεταφρασμένες στα νεοελληνικά όλες οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, στο “Λεξικό Όρων του Αρχαίου Δράματος” του Σταύρου Γ. Απέργη, αλλά και στο προλογικό σημείωμα του Κώστα Βάρναλη για τη μετάφραση των “Νεφελών” του Αριστοφάνη, θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω σήμερα ποιος ήταν ο μεγάλος κωμωδιογράφος του 5ου και των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ., στην Αθήνα, ο Αριστοφάνης.
Καταρχάς, θα προσπαθήσουμε να δούμε τι είναι κωμωδία και πού διαφέρει ως λογοτεχνικό είδος από την παράλληλα αναπτυσσόμενη τραγωδία. Η τραγωδία και η κωμωδία, ως είδη της δραματικής ποίησης, ανάγουν την προέλευση και την καταγωγή τους στις λαϊκές λατρευτικές εκδηλώσεις πατροπαράδοτων εθίμων, που γίνονταν στην αρχαία Αττική προς τιμήν του θεού Διονύσου μετά τον 7ο αι. π.Χ. περίπου.
Κωμωδία ήταν αρχικά -εάν επιθυμούμε να εκλαϊκεύσουμε τον ορισμό του Αριστοτέλη- η ωδή, που τραγουδιέται από τους κατοίκους των αγρών, κατά την περιφορά (“κώμος”) του φαλλού (συμβόλου γονιμότητας) στην ύπαιθρο με την ταυτόχρονη ανταλλαγή τολμηρών λέξεων, αθυροστομιών, κοροϊδιών μεταξύ των στεφανηφόρων και λαμπαδηφόρων συνεορταζόντων. Βαθμιαία, οι λαϊκές αυτές αυτοσχέδιες “παραστάσεις” επεξεργασμένες από επιδέξιους σπουδαίους ποιητές μάς έδωσαν το έξοχο λογοτεχνικό είδος του 5ου αιώνα π.Χ., που κυριότερός του εκπρόσωπος -βάσει των ευρημάτων- είναι ο Αριστοφάνης.
Διαφορές, λοιπόν, περισσότερο αξιοπρόσεκτες της τραγωδίας από την κωμωδία είναι το ότι η τραγωδία γράφεται από τους τραγικούς ποιητές, ενώ η κωμωδία από ειδικούς κωμωδιογράφους, αλλά και πως οι κωμωδίες αντλώντας τη θεματολογία τους από τη σύγχρονη ζωή (δεν διστάζουν οι κωμικοί ποιητές με παρρησία να στρέφονται και να διακωμωδούν υπαρκτά πρόσωπα) ή φανταστικούς κόσμους, προξενούν γέλιο, την ώρα που οι τραγωδίες -με θέματα από λαϊκούς μύθους- κρατούσαν σε αγωνία τους θεατές και τους διέγειραν τον έλεο και τον φόβο. Βέβαια, να γραφεί πως ό,τι δίνει επίσης ιδιαιτερότητα στην κωμωδία ως λογοτεχνικό είδος από τεχνικής απόψεως έναντι της τραγωδίας είναι και το ότι έχουμε την Παράβαση, δηλαδή το ότι παρεξέβαινε του ποιητικού πλάσματος (μύθου), ο ποιητής και εισήρχετο αιφνιδίως στον πραγματικό κόσμο.
Να σημειώσω στο σημείο αυτό πως δεν έχει η κωμωδία αντικείμενό της και σκοπό να ψέξει την πολιτική. Ναι, ασχολούνται οι κωμωδιογράφοι κι ο Αριστοφάνης πολύ περισσότερο με την πολιτική, αλλά -ας μου επιτραπεί να γράψω- χλευάζει δηκτικά και επιδεικτικά την παρακμάζουσα τραγωδία (βλ. “Βάτραχοι”) ή τη ματαιότητα της σοφιστικής και της φιλοσοφίας (βλ. “Νεφέλες”), ενώ μέσα στο αριστοφανικό έργο μαζί με την καταδίκη κάθε κοινοβλαβούς ανθρώπινου χαρακτήρα ή συνήθειας προτάσσονται τα χρηστά ήθη (η φιλοπατρία και η αγάπη για την ειρήνη π.χ., βλ. “Λυσιστράτη” και “Ειρήνη” ή η αφιλοχρηματία στον “Πλούτο”), για να γίνουν παραδείγματα προς μίμηση.
Πριχού αναφερθώ λεπτομερώς στον Αριστοφάνη και το έργο του, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω πως ισοϋψής σχεδόν στέκεται ο κατοπινός Αθηναίος ποιητής Μένανδρος των ελληνιστικών χρόνων (343 – 291 π.Χ.), για τον οποίο και το έργο του (“Νέα Κωμωδία”) θα αφιερωθεί μελλοντικό μου σημείωμα.
Ο Αριστοφάνης
Η περίοδος της υψίστης ακμής της Αττικής κωμωδίας είναι το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και έχει άρρηκτα συνδεθεί με το όνομα του Αριστοφάνη καθώς μόνο δικές του κωμωδίες έχουν σωθεί ολόκληρες και μάλιστα 11 από τις 44, που φέρεται να ’χει γράψει.
Ο επιφανέστερος Αθηναίος κωμωδιογράφος έζησε περί το 445 – 385 π.Χ., δηλαδή γνώρισε και τον “χρυσό αιώνα» του Περικλή και την παρακμή του Πελοποννησιακού Πολέμου και τις απέλπιδες προσπάθειες ανασυγκρότησης της Αθηναϊκής δύναμης. Ηταν γιος του Φιλίππου και οι όποιες πληροφορίες έχουμε για τη ζωή του είναι ελάχιστες και αλληλοσυγκρουόμενες. Ο πατέρας του ήταν γνήσιος Αθηναίος από το Δήμο Κυδαθηναίων, απ’ όπου καταγόταν και ο γνωστός επίσης συγκαιρινός του Αριστοφάνη πολιτικός των Αθηνών Ανδοκίδης. Με τις κωμωδίες του, που είχαν απροκάλυπτα κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, άσκησε δριμύ έλεγχο στα κακώς -κατά τη γνώμη του- κείμενα της Αθηναϊκής δημόσιας ζωής. Σκοπός του δεν ήταν να πλήξει το ετοιμόρροπο δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά τους ανίκανους και ζημιογόνους λαοπλάνους, δημαγωγούς, ιδίως δε τον Κλέωνα, που έφεραν την Αθήνα του Περικλή σε αυτό το χάλι.
Επειδή “ενοχλούσε” η σάτιρα του Αριστοφάνη, ο αντίζηλός του ποιητής Εύπολις και ο Κλέωνας κίνησαν εναντίον του κωμωδιογράφου «γραφήν ξενίας», δηλ. ζήτησαν να χαρακτηριστεί ο Αριστοφάνης ξένος και να πάψει να έχει δικαιώματα Αθηναίου πολίτη. Τρεις φορές κινήθηκε τέτοια διαδικασία, μα ο Αριστοφάνης και στις τρεις κέρδισε και παρέμεινε Αθηναίος πολίτης.
Εμφανίζεται ο Αριστοφάνης στα έργα του να μισεί τον πόλεμο, τη φιλαργυρία, τη συκοφαντία και την υποκρισία κι αντίθετα να λατρεύει την ειρήνη, η οποία ευνοεί τους αγρότες και την πλατιά λαϊκή τάξη, με την οποία συμπάσχει στα επικρινόμενα δεινά ο κωμωδιογράφος μας, ο οποίος συμμετέχει, λαβαίνοντας μάλιστα και τον λόγο μεταξύ των άλλων συνδαιτυμόνων, στο περί Έρωτος “Συμπόσιο” του Πλάτωνος. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό και ότι ο Αριστοφάνης πρέπει να είχε παρακολουθήσει πολύ θέατρο στη ζωή του εάν λάβουμε υπόψη μας τις συχνές παρωδίες των έργων άλλων δραματικών (κωμικών και τραγικών) ποιητών που συναντούμε στις κωμωδίες του.
Ο Αριστοφάνης νυμφεύτηκε νωρίς και απέκτησε τρεις γιους, τον Φίλιππο, τον Νικόστρατο και τον Αραρότα. Ο τελευταίος ήταν και αυτός κωμικός ποιητής και με το όνομά του ο Αριστοφάνης δίδαξε στα τελευταία χρόνια της ζωής του τις κωμωδίες του “Κώκαλον” και “Αιολοσίκωνα”. Ο Αραρώς, όμως, δίδαξε και δικά του, πρωτότυπα έργα.
Οι κωμωδίες του
Μέχρι τις ημέρες μας έχουν σωθεί κατά αλφαβητική σειρά και έχουν γνωρίσει πάμπολλες μεταφράσεις και παραστάσεις ανά τον κόσμο και όχι μόνο στο Ελληνικό Θέατρο ακέραιες οι ακόλουθες κωμωδίες του Αριστοφάνη: «Αχαρνής», «Βάτραχοι», «Ειρήνη», «Εκκλησιάζουσαι», «Θεσμοφοριάζουσαι», «Ιππής», «Λυσιστράτη», «Νεφέλαι», «Όρνιθες», «Πλούτος» και «Σφήκες», μολονότι έγραψε περισσότερες από 40 κωμωδίες, από τις οποίες αμφισβητούνται τέσσερις («Ποίησις», «Ναυαγός», «Νήσοι» και «Νίοβος»), που από πολλούς αποδίδονται στον Άρχιππο. Ο λόγος, που έχει διδαχτεί πολλές φορές επί σκηνής το αριστοφανικό έργο, είναι ότι οι κωμωδίες του «πιάνουν το λαϊκό σφυγμό» και είναι – χωρίς να εκχυδαΐζουν πρόσωπα ή καταστάσεις, αλλά στηλιτεύοντας «διαβρωμένα ήθη» – προσιτές και κατανοητές από το κοινό και, κυρίως, διότι καταγίνονται με πάντοτε επίκαιρα θέματα (ειρήνη, λαοπλάνοι πολιτικοί, δικομανία, φιλαργυρία, μόρφωση των παιδιών κ.α.).
Αν και οι «Δαιταλείς», που δεν έχουν σωθεί ως σήμερα, είναι το πρώτο έργο του Αριστοφάνη, το οποίο του δίνει μάλιστα, το 427 π.Χ. και το β’ βραβείο στους δραματικούς αγώνες και ασχολούνται με το πώς (κατά τα πρότυπα των σοφιστών ή με τον παραδοσιακό τρόπο) θα μορφώσει τους γιους του ένας Αθηναίος πατέρας, ένα χρόνο αργότερα (426, με νωπές τις μνήμες από τον αφανισμό της «αντάρτισσας» Μυτιλήνης από την Αθήνα) ένα ακόμη έργο, που – δυστυχώς δεν έχει σωθεί – οι «Βαβυλώνιοι» στρέφονται ανοιχτά κατά του δημαγωγού Κλέωνα, ο οποίος εδίωξε δικαστικώς τον ποιητή. Παρά ταύτα, οι αντιπολεμικοί «Αχαρνής» ανεβαίνουν στη σκηνή στη διονυσιακή εορτή «Λήναια» το 425 π.Χ. Ο Αριστοφάνης, 6 χρόνια μετά την έναρξη του συνεχιζόμενου αδελφοκτόνου Πελοποννησιακού πολέμου, βρίσκει την ευκαιρία να καταγγείλει τον πόλεμο και να γυρέψει τιμωρία για τους φιλοπόλεμους, εγκωμιάζοντας την ειρήνη. Πρωταγωνιστές του έργου είναι ο ειρηνόφιλος Δικαιόπολις, που τελικώς μετά πολλών βασάνων δικαιώνεται, κι ο φιλοπόλεμος δημαγωγός Λάμαχος, που εξερέθιζε το λαό στον πόλεμο μέχρι που ο ίδιος έζησε τα «καλά» του και πείστηκε για την ειρήνη.
Στους “Βατράχους” (πρώτο βραβείο, 406 –‘ 05 π.Χ., στα «Λήναια») ο θεός Διόνυσος -βλέποντας πως κανείς από τους ζώντες ποιητές δεν αξίζει- κατεβαίνει στον Αδη, ψάχνοντας τον Ευριπίδη, τον πρόσφατα θανόντα μεγάλο τραγωδό, ή τον εδώ και χρόνια νεκρό Αισχύλο, για να τους βάλει να συναγωνιστούν και να διαλέξει εκείνος τον καλύτερο προκειμένου να τον… αναστήσει. Ετσι, δικαιολογημένα έχει υποστηριχθεί και ότι οι «Βάτραχοι» αποτελούν και μια πρώτη «άτυπη» φιλολογική κριτική, εξαιτίας του ιδιότυπης αντιπαράθεσης που στήνει ο Αριστοφάνης μεταξύ των δύο τραγικών.
Η “Ειρήνη” ανέβηκε το 421 π.Χ. στα «Διονύσια», τη μεγαλύτερη γιορτή του Θεού Διονύσου, κι ασχολείται με τις απεγνωσμένες, κόντρα σε κάθε πολεμόχαρο (στρατηγό ή πολιτικό) της Αθηναϊκής συμμαχίας και της Λακωνικής παράταξης, φιλειρηνικές προσπάθειες ενός αμπελουργού της Αττικής, του Τρυγαίου, για να τερματιστεί ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Φτάνει δε στο σημείο να ανέβει στα παλάτια των θεών και να καλέσει και πανελλήνιο προσκλητήριο, για να τον βοηθήσουν να ελευθερώσει τη σκλαβωμένη Ειρήνη.
Στις “Εκκλησιάζουσες” ( πιθανόν το 392 π.Χ. στα «Λήναια»), παρουσιάζονται απόψεις που δεν έρχονται να ανατρέψουν το πολιτικό κλίμα στην Αθήνα των χρόνων μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, μα προβάλλουν, για τα δεδομένα της εποχής τους, μιαν απίθανο να υπάρχει στην πραγματικότητα τέτοιαν ιστορία, αν και μοιάζουν με φεμινιστικές διεκδικήσεις των νεότερων χρόνων. Οι γυναίκες της Αθήνας, με επικεφαλής την Πραξαγόρα, διεκδικούν συμμετοχή στα κέντρα λήψης πολιτικοκοινωνικών αποφάσεων και αγωνίζονται με κάθε τρόπο για τη χειραφέτησή τους.
Οι “Θεσμοφοριάζουσαι” διδάσκονται (παρουσιάζονται επί σκηνής) το 411 π.Χ. στα «Διονύσια», είναι δε οι γυναίκες που συμμετέχουν στις γιορτές προς τιμήν της θεάς Δήμητρας «Θεσμοφόρια». Το αντικείμενο της εμπορικότερης, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, αριστοφανικής κωμωδίας είναι η «επίθεση» του Αριστοφάνη προς την καλλιτεχνική δημιουργία του Ευριπίδη και τον τρόπο, με τον οποίο αυτός επιδρά στα ήθη και τα έθιμα του λαού, όπως τον νιώθουν οι πολίτες, άντρες και γυναίκες της πόλης.
Όταν διδάσκονται οι “Ιππής” (424 π.Χ., «Λήναια»), ο κωμωδιογράφος θέλει να πλήξει το φιλοπόλεμο Κλέωνα και τους δημαγωγούς, οι οποίοι μετά την απροσδόκητη αθηναϊκή στρατιωτική επιτυχία στην Πύλο θα παρέσυραν το λαό σε νέες περιπέτειες, ενώ η “Λυσιστράτη” του 411 π.Χ. («Λήναια») μάς δείχνει την απεγνωσμένη προσπάθεια των γυναικών όλης της Ελλάδος με πρωτοπόρα την Αθηναία Λυσιστράτη για τη λήξη επιτέλους του εικοσαετούς αιμοσταγούς αθηνοσπαρτιατικού πολέμου.
Στις “Νεφέλες” (423 π.Χ., «Διονύσια» ) ο Αριστοφάνης υπερασπίζεται τους πατρώους θεούς και την πατροπαράδοτη θεολογία. Στόχος της σάτιρας του κύριος είναι οι σοφιστές, οι οποίοι τον 5ο αι. π.Χ. παρουσιάστηκαν ως «διαφωτιστές», και δίδασκαν με αμοιβή στους νέους της εποχής τη ρητορική τέχνη. Ο Αριστοφάνης θεωρούσε πως οι νέες ιδέες των σοφιστών οδηγούσαν τους νέους στην αμφισβήτηση των παλαιών αξιών και την αθηναϊκή δημοκρατία σε παρακμή. Τα βέλη του, όμως, στις «Νεφέλες» στράφηκαν κυρίως στο πρόσωπο του Σωκράτη, παρά τις διαφορές του με τους σοφιστές.
Με τη διδασκαλία των “Ορνίθων” ο κωμωδιογράφος μας στα «Διονύσια» του 414 π.Χ. εμφανίζει δυο γέρους να ψάχνουν από την καθημερινή ρουτίνα κουρασμένοι να βρουν έναν καλύτερο, δικαιότερο κόσμο και τον βρίσκουν κοντά στους “Όρνιθες”, μεταξύ ουρανού και γης, ενώ αργότερα, θέλοντας να προβάλλει το ιδανικό της ορθολογικής διαχείρισης του πλούτου και να ψέξει τα κακά της φιλαργυρίας, γράφει τον “Πλούτο” (μεταξύ των ετών 409-388 π.Χ.).
Τέλος, στις “Σφήκες” (422 π.Χ., «Λήναια») ο Αριστοφάνης, επηρεασμένος από τη δυσάρεστη τροπή για τους Αθηναίους του Πελοποννησιακού πολέμου, μέμφεται και σατιρίζει όχι το θεσμό της δικαιοσύνης, αλλά τη δικομανία των πολιτών και το σύστημα λειτουργίας και απονομής της, το οποίο -επί διαδόχων του Περικλή, των λαοπλάνων δημαγωγών- είχε γνωρίσει σημαντικότατη σήψη.
Συμπεράσματα
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί για τις πολιτικές προτιμήσεις του Αριστοφάνη. Θα περιοριστώ να γράψω ότι μου αρκεί η φιλοπατρία του όπως αναφαίνεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των σωζόμενων έργων του. Θα ήθελα, επιπλέον, να σημειώσω εδώ ότι δεν μας έχει σωθεί καμιά μαρτυρία ή κανένα έργο του Αριστοφάνη γραμμένο ούτε τα χρόνια του μεσοπολέμου (420 – 414 π.Χ.), ούτε την περίοδο που άσκησαν την εξουσία στην Αθήνα οι «Τριάκοντα Τύραννοι» (404 π.Χ.). Εάν θέλω να σταθώ περισσότερο στο διάστημα των «Τυράννων», αυτό επουδενί δεν σημαίνει ότι ο μεγάλος ποιητής δεν έγραψε εναντίον του καθεστώτος ή ότι φοβούμενος κυρώσεις έγραψε κάτι υπέρ του και το οποίο καταστράφηκε επί επανόδου της Δημοκρατίας (αρχές 4ου αιώνα). Μέχρι να αποδείξει κάτι σχετικό και να μου λύσει την παραπάνω απορία η έρευνα των αρμοδιότερών μου μελετητών του αριστοφανικού έργου, εγώ θα πιστεύω ότι – όπως όλοι οι ανέκαθεν ενσυνείδητοι και ευσυνείδητοι φιλοπάτριδες πνευματικοί άνθρωποι και ταγοί ενός τόπου – ο Αριστοφάνης θα τήρησε «πνευματική αργία», δηλαδή δεν θα είχε γράψει κάποιο έργο, αλλά θα απείχε από κάθε συγγραφή και διδασκαλία παλαιοτέρου έργου του, διαμαρτυρόμενος για την κοινωνικοπολιτική ανελευθερία.
Καταλήγοντας, λοιπόν, το σημερινό μου άρθρο, προτείνω να επισημανθεί ιδιαίτερα πως αρκετοί τόνοι μελανιού έχουν δαπανηθεί από Έλληνες και ξένους φιλολόγους και κοινωνιολόγους για το γλωσσικό, τη βωμολοχία ή τις ιδέες που μας παρέδωσε το έργο του Αριστοφάνη.
Συνοπτικά, εάν πρέπει να καταγραφούν οι προσωπικές μου απόψεις, σ’ ό,τι σχετίζεται με το γλωσσικό, ας τονιστεί η δεινότητά του να πλάθει νέες λέξεις που βοηθάνε τους στίχους του να ζωντανεύουν και να κρατούν σ’ εγρήγορση τους θεατές. Για τις ιδέες του, ας γραφεί και ότι απηχούν τον ψυχικό κόσμο ενός μέσου απλού διαχρονικού πολίτη, που απηύδησε από την εξουσία που αδιαφορεί για τα προβλήματά του και πολεμόχαρη και αρχομανής τον συνθλίβει καθημερινά. Έτσι, πέρα από την κατάπαυση του πολέμου, η πένα του Αριστοφάνη κατά την πλούσια σε γεγονότα περίοδο των τελευταίων δεκαετιών του 5ου και των αρχών του 4ου αι. π.Χ. (421 – 392: Πελοποννησιακός πόλεμος με δημαγωγούς και το ολιγαρχικό πραξικόπημα, Τριάντα Τύραννοι, Δημοκρατία του Θρασύβουλου, θανάτωση Σωκράτη, Κορινθιακός πόλεμος) σε ό,τι αφορά την αγωγή των παιδιών υπεραμυνόταν των πατροπαράδοτων ηθών και ονειρευόταν την επιστροφή στα παλιά «καλά χρόνια» (ιδέες που φέρνουν στο νου μας και τον «Αρεοπαγιτικό» του 357 π.Χ. του σύγχρονου του Αριστοφάνη Αθηναίου ρητοροδιδασκάλου Ισοκράτη) μακριά από τους «κοινωνικοανατρεπτικούς νεοτερισμούς» των σοφιστών και τις αλλαγές που οι σύγχρονοί του έφερναν στην ποίηση και τη μουσική.
Εν είδει παρέκβασης, βάσει των πηγών, που έχουν σωθεί έως τις ημέρες μας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο 5ος π.Χ. αιώνας ήταν ο αιώνας της μεγάλης ακμής του θεάτρου, ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Με τους μετριότερους υπολογισμούς, βλέπουμε ότι από τους Περσικούς πολέμους έως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, μόνο στην Αθήνα, στα «Μεγάλα Διονύσια» και στα «Λήναια», ανέβηκαν στη σκηνή από 380 τραγικές τετραλογίες και πάνω από 470 κωμωδίες.
Ξαναγυρνώντας στον Αριστοφάνη, όμως, ύστερα από την «Ανταλκίδειο Ειρήνη» του 388/7 π.Χ. και ενώ έχει ξεκινήσει από το 387 π.Χ. να λειτουργεί η Ακαδημία ως φιλοσοφική εν Αθήναις σχολή του Πλάτωνος, κατά τα χρόνια, δηλαδή, που οι Αθηναίοι μεθοδικά δούλευαν για την ανασύσταση της 2ης Αθηναϊκής συμμαχίας (378/7 π.Χ.), ο κωμικός μας ποιητής ασχολείται με κοινωνικά (και λιγότερο πολιτικά) θέματα. Σχετικά, εξάλλου, με τη βωμολοχία του, πρέπει να εξεταστεί και σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους κωμωδιογράφους και μέσα στον «κορμό» του έργου, που περιλαμβάνει τους στίχους αυτούς, γιατί ξεκομμένοι κάποιοι μεμονωμένοι στίχοι ή λειψοί κάποιοι σωζόμενοι και κρινόμενοι δεν μας λένε κάτι, μα μας οδηγούν σε λαθεμένα συμπεράσματα.
Για να διεισδύσουμε περισσότερο, τέλος, στις κωμωδίες του και να νιώσουμε το αληθινό νόημά τους, που δεν περικλείεται από χρονικά ή τοπικά περιθώρια, θα πρέπει, όμως, να γνωρίζουμε το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο και με τι σκοπό εγράφησαν τότε, αλλά κι εκείνο που ζούμε εμείς οι κατοπινοί, για να αποφεύγουμε, συν τοις άλλοις, και αναχρονιστικές παρανοήσεις.
* φιλόλογος