Τρίτη, 17 Σεπτεμβρίου, 2024

Ο άστεγος

Το παρελθόν σου δεν μπορείς να το διαγράψεις, μπορείς όμως να το παρακάμψεις διευρύνοντας τους ορίζοντες των ονείρων σου, ατενίζοντας το μέλλον σου με αισιοδοξία.
Ξημέρωνε και ‘κει πέρα μακριά στα βάθη της ανατολής η ροδοδάχτυλη αυγούλα, η ώρια κόρη της νύχτας όπως την αποκαλεί ο μεγαλύτερος ποιητής όλων των εποχών ο Όμηρος, άπλωνε σιγά – σιγά το αραχνοΰφαντο ροδαλό πέπλο της, ενώ τ’ αστέρια το ένα κατόπιν του άλλου χάνονταν στην απέραντη αγκαλιά του πατέρα τους ουρανού.
Ο Αυγερινός είχε πάρει και κείνος το ανηφορικό μονοπάτι ανεβαίνοντας περίλαμπρος προς το κέντρο τ’ ουρανού, αγκαλιασμένος με την ερωμένη του Αυγούλα, δίνοντας μια ξέχωρη σε ομορφιά εικόνα στη μητέρα μας φύση. Η μικρή πολιτεία άρχιζε και κείνη σιγά – σιγά να αφαιρεί από πάνω της τα πολύχρωμα στολίδια της που όλη τη νύχτα φορούσε και που την έκαναν να μοιάζει σαν αρχόντισσα μιας παλιάς εποχής. Το δε ολόγιομο φεγγάρι θα λεγε κανείς πως έχυνε όσο ασήμι του είχε απομείνει πάνω στην απέραντη γαλήνια κείνη στιγμή θάλασσα κάνοντάς την ν’ αστράφτει σαν μαγικός καθρέπτης.
Εκείνος, ένας νέος άνδρας καθισμένος στην άκρη ενός μικρού γιαπιού – την κατοικία του όπως εκείνος την αποκαλούσε – αγναντεύοντας πέρα μακριά της ομορφιές της μητέρας φύσης, σιγοτραγουδούσε το παρακάτω δίστιχο – μικρό τραγουδάκι, απίστευτα μελωδικά και με τέλειο ρυθμό “και κάθε βράδυ πίνω – πίνω και ξαναπίνω” σταματώντας για μια στιγμή και άιντε πάλι από την αρχή. Ο πιστός δε φίλος του ένας βρώμικος αλλά πεντάμορφος και πανέξυπνος σκύλος ξαπλωμένος τεμπέλικα μπροστά στα πόδια του, τον κοιτούσε κατάματα με πονεμένη ματιά, κι ήτανε σαν να του έλεγε “εκτός από το να σ’ αγαπάω αφάνταστα, δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα ώστε ν’ απαλύνω λίγο τον πόνο σου”. Στη συνέχεια ο ήρωας της σημερινής πονεμένης ιστοριούλας μας μάλλον για να κάνει τον φίλο του να νοιώσει κάπως καλύτερα κάπου – κάπου έσκυβε και τον χάιδευε γελαστός λέγοντας του διάφορα λόγια, σιγοτραγουδώντας και πάλι το δίστιχο τραγουδάκι “και κάθε βράδυ πίνω – πίνω και ξαναπίνω” αφήνοντας στο τέλος του δεύτερου στίχου έναν βαρύ πονεμένο στεναγμό. Έναν στεναγμό που κανένας δεν τον άκουσε ποτέ, κι ας ήταν ένας στεναγμός τόσο πολύ πονεμένος και δυνατός.
Αυτός ο συνάνθρωπος μας αγαπητοί μου, που σήμερα κοιμάται στα χαλάσματα κάποιου απόμερου γιαπιού, παρέα με τον σκύλο του, ζητιανεύοντας να εξοικονομήσει τα πιο απαραίτητα προς το ζην, αυτός ο νεαρός άνθρωπος που αν πιάσει τη πέτρα και την στύψει θα βγάλει νερό, ήταν γόνος μιας όμορφης οικογένειας που η οικονομική κρίση και οι ανάλγητοι δανειστές του τον έριξαν στα μονοπάτια της εξαθλίωσης να κοιμάται στο ερειπωμένο γιαπί.
Έπειτα από αρκετή ώρα κι εφόσον έδωσε εντολή στο σκύλο του να φιλάει το γιαπί τους, έριξε λίγο νερό στο ηλιοψημένο πρόσωπό του, πήρε μια μικρή νάιλον σακουλίτσα που μέσα της είχε λίγο ξερό ψωμί κι ακολούθησε το συνηθισμένο και γνώριμο γι’ αυτόν δρομάκι, που τον οδηγούσε σε μια μικρή πλατεία της μικρής πολιτείας. Αυτό το σκηνικό γινότανε κάθε μέρα από τη μέρα που είχε βρει απάγκιο σε κείνη τη μικρή κι έρημη γωνιά, ευελπιστώντας ότι κάποιος θα τον έπαιρνε στη δουλειά του για ένα πενιχρό μεροκάματο. Εκεί στη μικρή πλατεία, που σε καθημερινή βάση παίζεται ένα κοινωνικό δράμα με πρωταγωνιστές και θεατές τους ίδιους τους άστεγους, τους εξαρτημένους από το αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες και από όλους τους πονεμένους συνανθρώπους μας. Ένα δράμα που εμείς οι δήθεν πολιτισμένοι σώφρονες πολίτες όχι μόνο δεν πλησιάζουμε να δούμε από κοντά τις εικόνες του δράματος αλλά έντεχνα τις αποφεύγουμε, γιατί απλά φοβόμαστε ν’ αντικρίσουμε κατάματα την αλήθεια. Ποιος ξέρει αυτόν τον νέο άνθρωπο μπορεί να τον αντικρίσουμε κάποιο πρωινό σε κάποιο παγκάκι ή σε κάποιο εγκαταλελειμμένο γιαπί άψυχο και παγωμένο λέγοντας: “ω, τι κρίμα το παλικάρι”, ρίχνοντας συγχρόνως μερικές σταγόνες κροκοδείλια δάκρυα, προσπαθώντας ν’ απομονώσουμε την μυστική φωνή, την αδέκαστη κείνη φωνή της συνείδησής μας. Ξέρουμε όμως και λέμε μεγάλα λόγια, μεγάλες προσευχές για την σωτηρία τους κι ότι πρέπει να γίνουν διάφορα ώστε να γλυκάνουμε κάπως τον πόνο αυτών των άτυχων συνανθρώπων μας αλλά όλα αυτά εκ του ασφαλούς. Τα λέμε όλα τα παραπάνω – όχι όλοι βέβαια γιατί η αλήθεια είναι ότι πολλοί προσφέρουν πολλά ακόμα κι από το υστέρημά τους γι’ αυτούς τους άτυχους συνανθρώπους μας – αλλά πολλοί άλλοι τα λέμε για τον απλούστατο λόγο, δεν μας στοιχίζει τίποτα. Όταν όμως ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα την αποφεύγουμε μουρμουρίζοντας με δυσφορία, όχι λίγες φορές.
Τέλος από κείνη τη γωνιά της μικρής κείνης πολιτείας έτυχε να περάσει ένας ξενύχτης ποιητής και θωρώντας όλους εκείνους τους συνανθρώπους μας, τους πρωταγωνιστές στο δικό τους δράμα, στρέφοντας τα μάτια του προς τον ουρανό ενδόμυχα ψέλλισε: “έλεος θεέ μου, έλεος”, ενώ ο ήρωας της σημερινής μας ιστορίας μελωδικά τραγουδούσε το δίστιχο γνώριμο τραγουδάκι “και κάθε βράδυ πίνω – πίνω και ξαναπίνω”.
*συγγραφέας – ποιητής,
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών
και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα