Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024

Ο άστεγος

Από νωρίς το λιόγερμα και πριν ο ρήγας του ουρανού πέσει ν’ αναπαυτεί στην αγκαλιά της ροδοκόκκινης δύσης, της πολυαγαπημένης του φιλενάδας, είχε απλώσει πάνω στο μικρό παγκάκι μιας μικρής παραλίας λίγο έξω από τα Χανιά, ένα χαρτόνι που μάλλον θα χρησίμευε ως στρώμα για να περάσει την ερχόμενη νύχτα.

Από το παρουσιαστικό του, τα λερά ρούχα του, τα βρώμικα γένια του και το μελαγχολικό ύφος του όλα πρόδιδαν περίτρανα ότι ήταν ένας συνάνθρωπός μας ταλαιπωρημένος, εξαθλιωμένος θα έλεγα, μάλλον άστεγος και περιπλανώμενος. Τον πλησίασα, τον καλησπέρισα και περίμενα να μου ανταποδώσει την καλησπέρα μου. Εκείνος με κοίταξε κατάματα, λες και ήθελε να διακρίνει κάτι που αυτός μόνο ήξερε τι, στο βάθος των ματιών μου και έπειτα από λίγο μου ανταπέδωσε την καλησπέρα μου.
Δράττοντας την ευκαιρία που μου έδινε το γλυκό τώρα χαμόγελο του που φαινότανε στην άκρη των χειλιών του κάθισα πλάι του και τον ρώτησα αν είναι Έλληνας ή κάποιος ξένος τουρίστας. «Όχι κύριε» μου απάντησε κάνοντάς μου περισσότερο χώρο να καθίσω πιο άνετα στο παγκάκι του, «Έλληνας είμαι» και συνέχισε λες και περίμενε εκείνη τη στιγμή να έρθει να μιλήσει σε κάποιον και αυτός ο κάποιος συνάνθρωπος που περίμενε έτυχε να είμαι εγώ. «Έλληνας είμαι κύριε, αλλά δεν είμαι ντόπιος» και αμέσως με ρωτάει: «Εσύ, από εδώ είσαι;». «Δεν είμαι από εδώ» του απάντησα «αλλά μένω πολλά χρόνια εδώ». «Α, καλά» μου είπε και έπειτα εφόσον χάιδεψε λίγο τα βρώμικα γένια του μου είπε κοιτώντας αυτή τη φορά πέρα μακριά προς το ατελείωτο πέλαγος που απλωνότανε μπροστά μας: «Τι τα σκαλίζεις άνθρωπέ μου, τι με ρωτάς, δεν με βλέπεις σε τι κατάσταση είμαι; Άστεγος είμαι κύριε, άστεγος όπως και χιλιάδες άλλοι συνάνθρωποι μας. Τι τα θες και τα σκαλίζεις;» για να συμπληρώσει και πάλι «έτσι μας κατάντησαν οι κουμανταδόροι τούτης της πολυβασανισμένης χώρας μας. Άστεγος, ταλαίπωρος, πικραμένος κι άδικα πολλές φορές βρισμένος από τους συνανθρώπους μου» και δίχως να γυρίσει το κεφάλι του προς την μεριά μου, ατενίζοντας το πέλαος μου είπε «Έχεις τσιγάρο; Καπνίζεις;» «Όχι» του απάντησα, «δεν έχω τσιγάρο, αλλά θα φροντίσω να σου φέρω φεύγοντας από δω. Πες μου όμως πως κατάληξες εδώ;» «Τι τα θες και τα σκαλίζεις βρε άνθρωπέ μου; Αλλά θα σου πω πως κατέληξα εδώ».
«Να», μου είπε «είμαι και εγώ ένας που δανείστηκα όπως και πολλοί άλλοι χρήματα από μια τράπεζα να κτίσω ένα σπιτάκι να στρεχιάσω και ‘γω με τη γυναίκα μου». Εδώ κόμπιασε λίγο, ξανασκούπισε τα βρώμικα γένια του πάλι και συνέχισε: «το έχτισα το μικρό μας σπιτάκι και πάνω που λέγαμε να υιοθετήσουμε κι ένα παιδάκι γιατί ο θεός δεν θέλησε να μας δώσει δικό μας, αρρωσταίνει η γυναικούλα μου και σε ένα εξάμηνο έφυγε από τη ζωή και εδώ είναι το μεγάλο μου παράπονο κύριε που έχω από τον μεγαλοδύναμο. Δεν την άφησε να χαρεί το πολυπόθητο σπιτάκι μας παρά μόνο για έξι μήνες, που τους τρεις τους περάσαμε στο νοσοκομείο». Και συνέχισε κοιτώντας αυτή τη φορά πότε το πέλαος πέρα μακριά και πότε εμένα που δεν έβγαζα μιλιά κρατώντας ακόμα και την αναπνοή μου μη τυχόν και χάσω καμία λέξη του: «γιατί δεν λες τίποτα και συ βρε άνθρωπέ μου; Μουγκός είσαι; Αλλά τι λέω, αφού μου μίλησες! Ε, τότε γιατί δεν μου λες και συ καμία κουβέντα;» «Εκείνο που έχω να σου πω εγώ» του είπα, «είναι το ότι σε θαυμάζω που εξακολουθείς και στέκεσαι στα πόδια» «Ε, και τι να κάνω; Να πέσω στον γκρεμό να σκοτωθώ ή στη θάλασσα να πνιγώ;» «Όχι» του είπα «δεν λέω αυτό. Αλλά δεν ξέρω γιατί, αλλά εγώ σε θαυμάζω». «Δεν σε καταλαβαίνω το γιατί με θαυμάζεις. Τέλος πάντων. Μου το πήρε η τράπεζα το σπιτάκι μου κύριε γιατί χρωστούσα το δάνειο. Δεν πειράζει όμως, ο θεός είναι μεγάλος. Θα ζήσω κι εγώ. Δεν ζητιανεύω. Εργάζομαι όπου βρω δουλειά, όποια δουλειά κι αν είναι, κι έτσι εξοικονομώ το ψωμί μου. Βέβαια δεν έχω σπίτι και κοιμάμαι πότε εδώ και πότε εκεί αλλά δεν είμαι ο πρώτος και δεν θα είμαι ο τελευταίος». Και συνέχισε: «εγώ όμως κύριε θέλω να είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που έχασε το σπίτι του» και σκουπίζοντας ένα του δάκρυ που εκείνη τη στιγμή είχε κάνει την εμφάνισή του στις βρύσες των ματιών του αναστενάζοντας βαθιά μου είπε με απίστευτα χρωματισμένη και γαλήνια την φωνή του «πρόλαβε όμως η καλή μου γυναικούλα και στάθηκε ή μάλλον ξάπλωσε στο κρεβατάκι της μέσα στο σπιτάκι μας ζωντανή πριν ο αγλύκαντος πάρει την ψυχούλα της. Πρέπει όμως να κατάλαβε ότι εγώ της έκλεισα τα μάτια της» και συμπλήρωσε «Α, και να ερχόταν στον ύπνο μου κάποιο βράδυ και να μου πει ότι κατάλαβε ότι εγώ της έκλεισα τα μάτια, κείνα τα μάτια κύριε που μου έκαψαν την καρδιά δυο φορές, τη μια φορά όταν την πρωτογνώρισα και τότε που τα χέρια μου της τα έκλεισαν για να μην με ξαναδούν άλλη φορά. Αυτά έχει η ζωή κύριε» μου είπε «κανείς, μα κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει η επόμενη στιγμή» και συνέχισε: «τώρα, θέλεις να μάθεις κύριε από πού είμαι; Δεν είμαι ντόπιος. Βρέθηκα εδώ γιατί δεν ήθελα να μείνω στην πατρίδα μου, και τι να κάνω εκεί; Αν ζούσε η μακαρίτισσα θα αντιμετωπίζαμε μαζί όλες τις δυσκολίες. Τώρα, τι να έκανα εκεί; Γι’ αυτό πήρα τον ομματιών μου και γυρνάω σαν τους τσιγγάνους από πολιτεία σε πολιτεία» και κοιτώντας και πάλι πέρα μακριά μου είπε σχεδόν συλλαβιστά: «Η ζωή έχει πολλές χαρές και πολλά βάσανα, όμως θα σου πω κάτι και να το ξέρεις και να το λες και τούτο που θα σου πω, όλα τα προβλήματα λύνονται, μόνο η πληγή από το δρεπάνι του χάρου δεν γιατρεύεται, να το λες και συ όταν σου δίνεται η ευκαιρία. Τα ζευγάρια πρέπει να είναι μονιασμένα, κι όταν έρθουν δύσκολες στιγμές να τις αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία και σύνεση. Αν όμως τραβάει ο ένας από δω και ο άλλος από κει, νοικοκυριό δεν στεριώνεται. Αλλά τι τα θες και τ’ ανακατεύεις άνθρωπέ μου. Ε; Πες μου γιατί μου τα θυμίζεις;». Είπαμε πολλά κείνο το όμορφο ανοιξιάτικο λιόγερμα. Για μια στιγμή του είπα ότι πρέπει να πάω κάπου και αμέσως θα επιστρέψω. Έφυγα από κει και πήγα με το αυτοκίνητό μου να του πάρω τσιγάρα. Όταν όμως γύρισα δεν τον βρήκα εκεί στο παγκάκι. Τον είδα πέρα στην παραλία αρκετά μακριά να βαδίζει αργά – αργά και ήμουνα έτοιμος να τον ακολουθήσω. Δεν τον ακολούθησα όμως, πάνω στο παγκάκι είδα αφημένο ένα λευκό χαρτί κολλημένο πάνω στα ξύλα της. Αμέσως το πήρα και διάβασα τα πιο κάτω λόγια: «Ξέρω κύριε, πηγαίνεις να μου φέρεις τσιγάρα. Σου εξήγησα όμως ότι δεν είμαι ζητιάνος. Αγάπη θέλω κι όχι οίκτο. Εσύ την αγάπη σου μου την έδειξες. Τον οίκτο σου όμως αν και το καταλαβαίνω γιατί θέλεις να μου το προσφέρεις δεν τον δέχομαι». Τέλος δίπλωσα το λευκό κείνο χαρτί, τον κοίταξα αρκετή ώρα που βάδιζε στο δρόμο, ώσπου χάθηκε πέρα μακριά στο βάθος του δρόμου. Έπειτα κοίταξα το φιλόξενο κείνο παγκάκι κι έφυγα από κείνο το μέρος με έντονο το αίσθημα της ντροπής και πλημμυρισμένη την ψυχή με διάφορα συναισθήματα, ενώ η μάγισσα νύχτα άρχιζε να σκεπάζει σιγά – σιγά με το αραχνοΰφαντο πέπλο της, όλη την περιοχή μέχρι πέρα μακριά, όσο έβλεπαν τα μάτια μου.

*Συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών Πολιτιστικών Συλλόγων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα