Η παράδοση του Ελληνικού Πολιτισμού στην ανακάλυψη και την χρήση μηχανισμών συνεχίζεται και την εβδομάδα τούτη, με την αναφορά σε ένα όργανο ιστορικό και πρόγονο του γνωστού μας εξάντα. Πρόκειται για ένα όργανο αστρονομικό, χρησιμοποιούμενο τόσο από αστρονόμους όσο και από ναυτικούς, με σκοπό την παρατήρηση των αστέρων. Πιο συγκεκριμένα, ήταν ικανό να προβλέπει την θέση του Ήλιου, της Σελήνης, των πλανητών, των άστρων αλλά και την ώρα εφόσον ήταν γνωστό το γεωγραφικό μήκος και πλάτος.
Σε πρώιμο στάδιο, ο αστρολάβος λοιπόν είχε σχήμα σφαίρας, και αποτελούταν από πέντε στεφάνες με μορφή δακτυλίων και πιο συγκεκριμένα: μια εξωτερική οριζόντια στεφάνη, η οποία εφαπτόταν εσωτερικά με δύο άλλες κάθετες μεταξύ τους στεφάνες, που συνδέονταν μόνιμα. Οι δύο αυτές μόνιμες στεφάνες έφεραν επιπρόσθετα άλλες δύο ομόκεντρες κινητές στεφάνες, οι οποίες συνδέονταν κατά διαφορετικό άξονα μεταξύ τους. Οι δύο μόνιμα σταθερές στεφάνες ονομάζονταν “κάθετος και εκλειπτικός κύκλος”.
Στην πιο απλή του μορφή ο αστρολάβος είναι ένας δίσκος κατασκευασμένος συνήθως από ορείχαλκο (κράμα χαλκού και ψευδάργυρου), με διάμετρο περίπου 15 εκατοστών και με κυκλικό πλαίσιο το οποίο υποδιαιρείται σε μοίρες. Στην επιφάνεια του δίσκου βρίσκεται χαραγμένη μια ακτίνα, με το άκρο της να απολήγει στο μηδέν των υποδιαιρέσεων, ενώ στο κέντρο βρίσκεται στερεωμένος ένας “κανόνας” (γωνιόμετρο), ο οποίος δύναται προς περιστροφή γύρω από τον άξονα του. Ο αστρολάβος, χρησιμοποιείτο και για την μέτρηση της απόστασης μεταξύ δύο αστέρων. Για να το επιτύχουν τούτο, τοποθετούσαν στον “στόχο” τον έναν αστέρα πάνω στην χαραγμένη ακτίνα και τον άλλον επάνω στον περιστρεφόμενο κανόνα (γωνιόμετρο). Η γωνία ερμηνευόταν επάνω στο κυκλικό πλαίσιο.
Η ανακάλυψη του οργάνου αποδίδεται στον Έλληνα μαθηματικό και αστρονόμο Περγαίο τον Απολλώνιο (περί το 246-221 π.Χ), ο οποίος στο κομμάτι της αστρονομίας θεωρείται ο πρώτος θεωρητικός και υποστηρικτής του γεωκεντρικού συστήματος. Οι περισσότεροι ερευνητές όμως αποδίδουν την εφεύρεση του αστρολάβου στον Έλληνα Μαθηματικό και Αστρονόμο του 2ου αιώνα π.Χ Ίππαρχο τον Ρόδιο, ο οποίος γεννήθηκε στην Νίκαια αλλά έζησε κυρίως στην Αλεξάνδρεια και την Ρόδο. Από τις πολυάριθμες εργασίες του, μνημονεύονται: ο καθορισμός της διάρκειας του ηλιακού έτους σε 365 ημέρες και 6 ώρες, η ανακάλυψη της μετάπτωσης των ισημεριών, ο υπολογισμός της απόστασης του μεγέθους και της έκκεντρης κίνησης του Ηλίου και της Σελήνης, η ανάλυση και η εξήγηση της διαφορετικής χρονικής διάρκειας των εποχών επάνω στη Γη, η σύνταξη του πρώτου αστρικού καταλόγου κτλ. Ο ίδιος έθεσε τις βάσεις της τριγωνομετρίας ενώ κατασκεύασε και τελειοποίησε χρησιμοποιούμενα αστρονομικά όργανα της εποχής, εξού και θεωρείται ο μεγαλύτερος αστρονόμος της αρχαιότητας αλλά και πατέρας της αστρονομίας. Σύμφωνα με πηγές από πληθώρα ιστορικών της επιστήμης της αστρονομίας το 150 μ.Χ. θεωρείται χρονολογικά ως μία ρεαλιστικά δίκαιη εκτίμηση για την κατασκευή του πρώτου αστρολάβου.
Ως αποτέλεσμα της επιπεδόσφαιρας και της διόπτρας, ο αστρολάβος ουσιαστικά ήταν ένας αναλογικός υπολογιστής, ικανός να επιλύει αστρονομικά θέματα και προβλήματα, όπως τον υπολογισμό της ώρας κατά τη διάρκεια της ημέρας σύμφωνα με τη θέση του Ήλιου και των αστέρων στον ουρανό. Χρησιμοποιήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, αναπτύχθηκε και στον μεσαιωνικό ισλαμικό κόσμο, με σκοπό ο χρήστης αυτού να είναι σε θέση να γνωρίζει την ώρα της ανατολής και της έγερσης των σταθερών αστεριών έτσι ώστε να καθορίζει ένα σταθερό χρονοδιάγραμμα για την πρωινή προσευχή. Οι μουσουλμάνοι λόγιοι λοιπόν, χρησιμοποίησαν το όργανο και για να προσευχηθούν καθώς με το όργανο ήταν ικανοί να υπολογίσουν την κατεύθυνση στην οποία βρίσκεται η ιερή τους πόλη Μέκκα, εξού και το όργανο θεωρείτο τόσο πολύτιμο για τους ίδιους. Αργότερα, Μουσουλμάνοι αστρονόμοι εισήγαγαν γωνιακές κλίμακες ενώ πρόσθεσαν στον αστρολάβο επιπλέον κύκλους (Martin, L. C Surveying and navigational instruments from the historical standpoint, Transactions of the Optical Society),με σκοπό την ένδειξη αζιμούθιου στον ορίζοντα (οριζόντια συντεταγμένη), καθώς τον χρησιμοποιούταν ως βοήθημα για τη ναυσιπλοΐα.
Για την εξυπηρέτηση της ναυσιπλοΐας αργότερα ο αρχαίος αστρολάβος, που στο μεταξύ είχε τελειοποιηθεί και διαδοθεί σε ευρύτερο επίπεδο από τους Άραβες στο χρονικό διάστημα 1ου και 13ου αιώνα, αντικαταστήθηκε περί τον 18ο αιώνα από τον απόγονο του εξάντα (γωνιομετρικό όργανο χαρακτηριζόμενο και αστρονομικό). Σήμερα, κατασκευάζονται αστρολάβοι μέγιστης ακρίβειας, εφοδιασμένοι με διόπτρα στο μπροστινό μέρος, στην οποία βρίσκεται προσαρμοσμένο πρίσμα, εξ ολοκλήρου για αστρονομικούς σκοπούς.