» Δημοσιεύματα θαυμασμού και μίσους
Αντικείμενο του σημερινού αφιερώματος είναι η είδηση του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο από τα μέσα Μαρτίου ως τις αρχές Απριλίου του 1936, ημερομηνία κατά την οποία έχει ολοκληρωθεί και η ταφή του στο Ακρωτήρι.
Όπως είναι φυσικό τα δημοσιεύματα επικεντρώνονται στο συγκλονιστικό γεγονός του θανάτου του πολιτικού ηγέτη, που άλλαξε τη μοίρα και το χάρτη της πατρίδας μας και που, όπως προκύπτει από το πλήθος και την έκταση των άρθρων, για αρκετό καιρό αποτελούσε το κορυφαίο θέμα της πολιτικής ειδησεογραφίας.
Μέσα από μια πληθώρα άρθρων που δημοσιεύθηκαν, επιλέξαμε λίγα χαρακτηριστικά, για να καταδειχθεί ο τρόπος που ο Τύπος εξέλαβε, ανάλογα με την πολιτική του «χροιά», το συγκεκριμένο γεγονός. Μέσα από την αποτύπωση των εντυπώσεων που προκάλεσε η είδηση του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 18 Μαρτίου του 1936, στην ουσία γίνεται μια αποτίμηση, θετική ή αρνητική, της ίδιας της προσωπικότητας και του έργου του. Παράλληλα, τα κείμενα αυτά δίδουν το χρονικό της εποχής, απηχούν το γενικότερο κλίμα της περιόδου και αναπλάθουν το σκηνικό της δραματικής περιόδου, την οποία εσφράγισε με την καταλυτική παρουσία του ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να προβούμε σε ανθολόγηση δημοσιευμάτων του ξένου Τύπου. Θα το επιχειρήσουμε σε άλλη περίσταση.
Το άρθρο βασίζεται στην έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» «Ο θάνατος του Ελευθερίου Βενιζέλου στον αθηναϊκό τύπο» της Ελένης Γαρδίκα – Κατσιαδάκη.
Ν.Π.
του Παύλου Παλαιολόγου*
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ
Τετάρτη, 18 Μαρτίου 1936
Ο κολοσσός που σωριάσθηκε
Η πρώτη και τελευταία συνάντησις με τον μεγάλο μας νεκρόν
Φθινόπωρο του 1915. Ο Βενιζέλος, πρόεδρος της κυβερνήσεως και υπουργός των Εξωτερικών. Εκόχλαζον τα πάθη. Αντιβενιζελικός, κατά τον μήνα εκείνον ο Γαβριηλίδης της «Ακροπόλεως» – ήτο ευμετάβολος εις τας ιδέας του ο μεγάλος διδάσκαλος της δημοσιογραφίας – του είχε κηρύξη αμείλικτον πόλεμον. Δεν έγραφε, έμαστίγωνε. Ο Βενιζέλος εθαύμαζε τον Γαβριηλίδη, όπως και ο Γαβριηλίδης ολίγα έτη βραδύτερον εθαύμαζε τον Βενιζέλον. Τότε όμως ήτο περίοδος εξαιρετικής εξάψεως. Τί νά έλεγε το άρθρον της ημέρας εκείνης για ν’ αναγκασθή να τον πάρη ο Βενιζέλος στο τηλέφωνο; «Παρακαλώ τον κ. διευθυντήν να περάση από το υπουργείον».
Δόκιμος συντάκτης της «Ακροπόλεως» επιχειρών τα πρώτα δειλά βήματα εις το επάγγελμα, έσπευσα να του το αναγγείλω.
– Κύριε διευθυντά, ο Βενιζέλος!
Εγέλασε το ομηρικό γέλιο του και πήρε αμέσως την απόφασί του.
– Θα πάτε σείς σ’ αυτόν τον κύριον!
Διαταγή. Και είχε την έννοιάν της. Ο διευθυντής της εφημερίδος απαξίωνε να εμφανισθή ενώπιον του προέδρου της κυβερνήσεως και του έστειλε εις ένδειξιν εσχάτης περιφρονήσεως τον τελευταίον εκ των συντακτών του -τον δόκιμον.
Προ δεκαπενθημέρου αφιχθείς εις τάς Αθήνας δεν εγνώριζε ούτε τους δρόμους της πόλεως και η πρώτη αυτή αποστολή τον εφόβισε.
– Κύριε διευθυντά!…
Πηγαίνετε, είπα. Εις τον διάβολον, κύριε!
Το είπε. Δευτέρα γνώμη δεν χωρούσε. Ο Βενιζέλος κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Με κύτταξε από πάνω ως κάτω. Εις την αρχή έγέλασε. Αμέσως όμως άλλαξε ύφος και αγριεμένος με διέταξε και αυτός.
– Να πάτε και να του πήτε ότι την «Ακρόπολι» τη θέλω ψηλά, πολύ ψηλά. Καταλάβατε τι θα του πητε;
– Μάλιστα, κύριε πρόεδρε.
Ήτο η πρώτη μου αποστολή και η πρώτη επαφή με τον Βενιζέλον.
***
Η τελευταία ήτο εις τα Χανιά τον Οκτώβριον του 1934. Άλλοι καιροί και άλλαι συνθήκαι. Φλέγον ζήτημα, το ζήτημα της εκλογής προέδρου της δημοκρατίας. Οι απεσταλμένοι των αθηναϊκών εφημερίδων είχαμε αγκυροβολήση εις τα Χανιά μεταδίδοντες πρωί και βράδυ τάς δηλώσεις και τα άρθρα του αρχηγού των φιλελευθέρων.
Η απόπειρα δολοφονίας της λεωφόρου Κηφισιάς τον είχε αναγκάση εις αυτοεξορίαν. Εκεί ανέπνεε ελεύθερα. ‘Aκοίμητος φρουρός του η αγάπη των συμπολιτών του. Έμπαινε, έβγαινε, έκαμνε μακρούς περιπάτους, κατέβαινε εις την αγοράν, επήγαινε εις την προκυμαία διά να υποδεχθή τους φίλους που ήρχοντο από τον Πειραιά. Τους έπαιρνε εις το σπίτι του, τους κρατούσε εις το τραπέζι και αν κανείς από διακριτικότητα ήθελε ν’ αποφύγη το γεύμα, ο Βενιζέλος επέμενε:
– Ακούτ’ εδώ, δεν θα βρήτε στα Χανιά καλλίτερο ρεστοράν.
***
Μάς εδέχετο δυο και τρεις φορές την ημέρα. Με τόσο τάκτ. Ήξερε όσον ελάχιστοι να κρατή την απόστασιν που χρειάζεται. Κανένα δεν απεμάκρυνε, αλλά ούτε και ημπορούσε κανείς να διανοηθή να του πάρη τον αέρα. Καθένας εις την θέσιν του. Ούτε βήμα παρακεί.
Είχε όλην την ευχέρειαν να διαβιβάζη και χωρίς την μεσολάβησιν των απεσταλμένων τάς δηλώσεις του εις τας φιλικάς του τουλάχιστον εφημερίδας. Δεν το έκαμε ποτέ από αβρότητα. Μια νύκτα μάλιστα – επλησίαζαν μεσάνυκτα – που ήθελε κάτι να στείλη εις τας Αθήνας, εξαπέλυσε τον ιδιαίτερόν του να μας μαζέψη από τα ξενοδοχεία, τα καφενεία και τους κινηματογράφους της πόλεως διά να μας υπαγορεύση τας δηλώσεις του. Όταν έρρυθμίσθη το ζήτημα της εκλογής του προέδρου, ο Βενιζέλος ήθελε να μείνη μόνος διά να συγκεντρωθή εις την συγγραφήν της ιστορίας του. Μας εκάλεσε και μας είπε:
– Κύριοι, νομίζω, ότι η αποστολή σας ετελείωσε.
Ήτο το φύλλον πορείας. Να μείνωμεν άλλο θα ήτο ματαιοπονία. Και αν ακόμη μάς εδέχετο δεν θα του παίρναμε λέξι. Και τον αποχαιρετήσαμεν.
***
Ελάτρευε το πατρικό του σπίτι της Χαλέπας. Το ανακαίνισε χωρίς να μεταβάλη τίποτε από την αρχική διαρρύθμισίν του. Εννοούσε ο ίδιος να επιστατή εις τας επισκευάς. Ο ίδιος έδιδε εις τον αρχιτέκτονα τα σχέδια. Εύρισκε παρηγοριά και ξεκούρασι να κάθεται εις την τραπεζαρία και να βλέπη από το παράθυρό της ν’ απλώνεται απέραντο το Κρητικό πέλαγος. Ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος της πυρετώδους δράσεως δεν είχε διάθεσιν ρωμαντικήν. Συχνά όμως εβύθιζε τα μάτια προς την θάλασσαν -την θάλασσαν αυτήν από την οποίαν εξεκίνησε άσημος δια να φθάση εκεί που έφθασε.
***
Η χαρά του ήταν να ζή με απλοϊκούς ανθρώπους. Μ’ αυτούς που ξεκινούσαν από τα τέσσαρα άκρα της Κρήτης για να του φιλήσουν το χέρι. Ένας αιωνόβιος γέρων, γεννηθείς μίαν ημέραν προ της Επαναστάσεως του 1821, διήνυσε τριάντα χιλιόμετρα πεζή διά να φθάση στην Χαλέπα.
– Είσαι εγγόνι μου, του είπε προστατευτικά, εγώ όμως πρέπει να σκύψω και να σε προσκυνήσω.
Τα βουνά και οι κάμποι του έστελναν τις αντιπροσωπείες τους. Τα Σφακιά, ο Αποκόρωνας, ο Ψηλορείτης, η Κίσσαμος, η πιό μακρυνή επαρχία του έστελνε τους γέρους της, τους αγωνιστάς, τα παλληκάρια, την νέα γενιά, τους λυράρηδες και κάθιζαν φαρδειά πλατειά για να του τραγουδήσουν τον «Ψηλορείτη».
Καμμιά λαϊκή εκδήλωσις δεν συγκινούσε τον Βενιζέλο τόσο, όσο οι εκδηλώσεις των απλοϊκών αυτών ανθρώπων που τον επλησίαζαν με τις βράκες και με την ειλικρίνειά τους, χωρίς κολακείες και χωρίς επιτήδευσι, τον κτυπούσαν στον ώμο και του έλεγαν:
– Εσύ θα τα φτιάξης πάλι, καπετάνιε!
Αλλοτε πάλιν ανανεώνοντας το συμβόλαιον που τους ήνωνε έδιδαν με λόγια απλά και επιβλητικά όρκον πίστεως εις τον αρχηγόν:
– Στο αγνό γάλα της μάννας που βυζάξαμε!
* Ο Παύλος Παλαιολόγος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και για πολλούς είναι ο κορυφαίος χρονογράφος της ελληνικής δημοσιογραφίας.
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ
Πέμπτη, 19 Μαρτίου 1936
Ο Ελ. Βενιζέλος εις το Παρίσι
Μερικά ανέκδοτά του
Ο Βενιζέλος εις τα Τοπόλια της Κρήτης το 1930. Του είχαν τραπέζι οι παλαιοί συναγωνισταί του. Γύρω του πανύψηλοι Κρητικοί. Κατάλευκοι καπεταναίοι με τις βράκες και τις μαύρες μαντήλες. Ένας από τους γέροντας άρχισε να τραγουδή.
Νάχεν ή γής πατήματα…
– Δεν το λες καλά, διέκοψε ο Βενιζέλος.
– Πες το εσύ αρχηγέ,
Κι ο Βενιζέλος άρχισε, με κρυστάλλινη φωνή.
Νάχεν ή γής πατήματα
Κι ο ουρανός κρικέλια
Να πιάσω τα πατήματα
Να πιάσω τα κρικέλια
Να δώσω σείσμα τουρανού
Και σείσμα του πελάγου…
Ήταν το τραγούδι του ήρωος και στεκόταν τόσο καλά στα χείλη ενός Βενιζέλου…
***
1935 εις το Γκρανβίλ. Δεν τραγουδεί πια εδώ ο ήρως. Εξόριστος στη μικρά γαλλική πόλι ρεμβάζει εμπρός εις το παράθυρο του ξενοδοχείου του. Από κάτω ανοίγεται ο Ατλαντικός. Απέραντος, αφρισμένος, τρικυμισμένος. Πέρα εις το βάθος του ορίζοντος τα νησιά της Υερσέης, όπου ένας άλλος πολιτικός εξόριστος, ο Βίκτωρ Ουγκώ, επέρασε τα χρόνια της εξορίας του. Η θλίψις της μονώσεως είχεν απλωθή εις το πρόσωπον του Βενιζέλου, θλίψις ορατή που εγέμιζε όλη τη γύρω του ατμόσφαιρα. Μόνος ο γίγας εις το όνομα του οποίου ορκίζετο ένας ολόκληρος λαός!
***
Εις την εξορίαν του ήρχοντο τα μηνύματα της πατρίδος. Τίποτε δεν τον άφινε αδιάφορον. Απ’ όλα όμως περισσότερο τον συνεκλόνισε ο θάνατος του ναυάρχου Κουντουριώτη. Τον έμαθε από τα τηλεγραφήματα των εφημερίδων και ανελύθη εις λυγμούς.
– Κανένας δεν ξέρει τι χρωστάω στον Κουντουριώτη. Του χρωστάω τον πόλεμο του 1912. Δεν λέγω ότι δεν θα τον έκαμνα.Όταν όμως μου είπαν ότι δεν θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα με τον τουρκικό στόλο αισθάνθηκα κλονισμό. Μόνος ο Κουντουριώτης μ’ ένεψύχωσε. Οι πατέρες μας, μου είπε, αντιμετώπισαν τον τουρκικό στόλο με παληόβαρκες και θα δειλιάσουμε τώρα ημείς;
Το αφηγείτο και τα μάτια του είχαν ακόμη δάκρυα.
***
Του ήτο πολύ πικρό το ποτήρι της εξορίας. Μερικούς μήνας μετά το κίνημα του 1935 συνηντήθη διά πρώτην φοράν εις την Γκρανβίλ με τον αδελφικόν του φίλον κ. Σκουλάν. Τότε μόλις ο κ. Σκουλάς επέτυχε να επικυρώση το διαβατήριον από το γαλλικόν προξενείον της Νεαπόλεως και να μεταβή προς συνάντησιν του προέδρου. Τον ενηγκαλίσθη με συγκίνησιν ο Βενιζέλος.
– Πικρά ή εξορία, Βασιλάκη. Η απογοήτευσις τον είχε καταλάβη. Ο κ. Σκουλάς θέλησε να τον παρηγορήση.
– Μια φορά στο νησί ή θα με θάψης, ή θα σε θάψω.
Ο Βενιζέλος τον έκύτταξε στα μάτια και του είπε προφητικά:
– Βασιλάκη, είσαι νεώτερος…
Ως επί το πλείστον όμως δεν έσκέπτετο τον θάνατον. Ο κ. Μπότσαρης που τον έπεσκέφθη εις το Παρίσι επιστρέφων από το Λονδίνον τον περασμένο Οκτώβριο του εξέφραζε τον θαυμασμόν του δια το σφρίγος και την υγείαν του.
– Δεν μας λέτε το μυστικό της νεότητος, κύριε πρόεδρε;
Ο Βενιζέλος δεν έκρυβε την ευχαρίστησίν του.
– Φίλτατε, να φθάσετε στα χρόνια μου και τότε θα σας το πώ.
– Μα έως τότε θάχετε περάση τα εκατό.
– “Αν έχω κάποιο μυστικό, είνε δικαίωμά μου να διαλέξω εγώ την ώρα που θα το πώ.
Ο θάνατος τον επρόλαβε.
***
Η εξορία του έδιδε κάποτε και απρόοπτες χαρές. Όπως εις την Κουτάνς της Γαλλίας. Συνοδευόμενος από ένα φίλον του είχεν επισκεφθη τον περίφημον καθεδρικόν ναόν της πολίχνης. Ανέβηκε, κατέβηκε, τον εθαύμασε από όλας τας πλευράς. Κατά την έξοδόν του μια ελληνική φωνή:
– Ζήτω ο Βενιζέλος!
Ήτο τόσον απροσδόκητος ή ζητωκραυγή εις την πολίχνην εκείνην, όπου δεν υπήρχε ούτε σκιά Έλληνος. Στρέφει ο Βενιζέλος και βλέπει ένα μεσήλικα να του παίρνη, να του φιλή το χέρι και να τον προσφωνή.
Ήτο Γάλλος πολεμιστής του μακεδονικού μετώπου.
Εν τω μεταξύ εγνώσθη μεταξύ των κατοίκων η παρουσία του Βενιζέλου. Ο κόσμος ξεχύθηκε εις τις πόρτες των καταστημάτων, εις τα παράθυρα των σπιτιών και ο εξόριστος εδοκίμασε την χαράν των λαϊκών εκδηλώσεων.
***
Δεν παρεπονείτο όμως διά την τύχην του. Είχε απόλυτον βεβαιότητα ότι θα τον ανεγνώριζαν κάποτε και οι αντίπαλοί του.
– Μετά τριάντα χρόνια, έλεγε, δεν θα υπάρχη κοινότης που να μη έχη στήση τον ανδριάντα μου. Θα τους στοιχίση μεγάλη μεταμέλεια.
Συχνά παρεπονείτο κατά των φίλων του.
– Με τους φίλους μου υπάρχει κάποια παρεξήγησις. Με θεωρούν αλάνθαστο σαν να ήμουν υπεράνθρωπος, εις εποχήν που οι εχθροί μου δεν παραδέχονται καν ότι είμαι μεγάλος άνθρωπος.
Π.
του Δημήτρη Ψαθά*
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ
Πέμπτη, 19 Μαρτίου 1936
Εκείνοι που τον ελάτρεψαν
Ο πόνος των προσφύγων για τον μεγάλο που έφυγε…
Ηταν ο καϋμός τους. Η αστείρευτη πηγή των συγκινήσεών τους.
– Ο Βενιζέλος μας!
Έτσι συνείθιζαν ν’ αναφέρουν το όνομά του, ένα πελώριο όνομα, φώς που εθέρμαινε κι έφώτιζε την μελαγχολική ζωή τους. Κι ακόμη, οι περισσότεροι, στις δύσκολες στιγμές του κατατρεγμού της μοίρας τον είδαν πιο κοντά τους, περισσότερο δικό τους.
– Ο πατέρας μας!
Και στην ανάμνησί του εδάκρυζαν. Η πελώρια προσωπικότης του που έδωσε πνοή στους θρύλους, σάρκα στα όνειρα, φλογερή πραγματικότητα στους τολμηροτέρους ρεμβασμούς, επήρε μέσα στην ψυχή τους τις απέραντες ηθικές διαστάσεις ημιθέου. Δεν ήταν;
Η προσφυγική καλύβα εβούρκωσε. Κυττάξτε αυτά τα πρόσωπα όπου ο πόνος εχάραξε με το σκληρό κοντύλι του γραμμές οδύνης. Eίνε γέροι, τσακισμένοι, ερείπια που έδειραν οι άνεμοι της συμφοράς, γρηoύλες καμπουριασμένες που ετρύγησαν το ποτήρι της πίκρας, παιδάκια ακόμη που είδαν το φως της ημέρας μέσα στην καταιγίδα κι εμεγάλωσαν επάνω στα συντρίμματα του ναυαγίου. Η καλύβα είνε γεμάτη από τις εικόνες του. Εδώ χαμογελά αυτό το αθάνατο χαμόγελο της αισιοδοξίας, πεντάσταγμα της ακαταμάχητης δυναμικότητος του. Εκεί προσέχει στοργικά με το σπινθηροβόλο βλέμμα του πού θερμαίνει κι αναζωογονεί.
Έσβυσαν, λοιπόν, όλα! Εχάθηκαν! Δεν υπάρχει ο Βενιζέλος! Το βαρύ σύννεφο του θανάτου εσκέπασε για πάντα την χρυσή αχτίνα που εφώτιζε την πιο μαύρη δυστυχία, ύστατη παρηγορία του ανθρωπίνου πόνου. Ο Βενιζέλος δεν υπάρχει! Πάει ο πατέρας μας!
Ακούτε τους λυγμούς της. Η προσφυγική καλύβα κλαίει.
***
Ώ, σ’ αυτό τον απέραντο ωκεανό του πόνου ποιός θα βρεθή παρηγορητής της προσφυγικής ψυχής. Δεν ήταν αγάπη αυτή που του είχαν. Ήταν ένα ορμητικό αίσθημα που ξεπερνούσε τα όρια και της λατρείας. Ο αητός που ετάνυσε τις ρωμαλέες φτερούγες του προς τους σκυθρωπούς ορίζοντες για να τους φέρη το χαμόγελο της λευτεριάς δεν άξιζε τέτοιαν ευγνωμοσύνη;
Ήταν ο Παράκλητος.
Γιατί δεν ονειροπολούσε. Είχε στο αίμα του την ασύγκριτη δυναμικότητα να δίνη ζωή και σ’ αυτά ακόμη τα πιο παράτολμα όνειρα του ρωμαντικού πυρετού του έθνους που εσυνήθισε να ζή στα σύννεφα. Εδώ οι κενολόγοι αεροκόποι του κουφού πατριωτισμού εσυνήθιζαν να πατριδολογούν στρωμμένοι στην καρέκλα. Εκεί κάτω από τα μελαγχολικά μικρασιάτικα ακρογιάλια υπήρχε η δεύτερη Ελλάς που άκουε, εννοούσε, αγωνιούσε, ήλπιζε. Και κάρφωνε τα μάτια στα βάθη του ορίζοντος περιμένοντας έναν ολόκληρο αιώνα να χαράξη ή μεγάλη αυγή της λευτεριάς. Άλλοι ορίζοντες ήταν πάντα σκυθρωποί κι από τα μακρυνά τους βάθη δεν έφτανε τίποτε άλλο από τον αιώνιο αντίλαλο των φράσεων της μεγαλόστομης ρητορικής που εχανόταν κι έσβυνε στον αέρα σαν πολύχρωμη σαπουνόφουσκα.
Ήταν αυτή η προσφυγική καλύβα που περίμενε. Κι όχι όπως είνε τώρα. Ριζωμένη στα σπλάχνα της γης που την ανέθρεψε, είχε ιστορία αιώνων. Ήταν πλούσια με όλα της τα αγαθά της. Αλλά έλειπε το φώς της βαθύτατης χαράς, εκείνο που δίνει στον άνθρωπο το υπερήφανο αίσθημα της λευτεριάς και την ανυψώνει πάνω απ’ όλα τα άλλα πλάσματα της δημιουργίας. Επερίμενε ποιός θα ερχόταν. Ποιός θα φυσούσε την φλογερή πνοή του, στην νάρκη του έθνους, να ξεμουδιάση την ψυχή του, να ζωντανέψη τους πόθους του, να το στερεώση στα πόδια του για την μεγάλη εξόρμησι.
Κι ένα πρωί…
Να γιατί οι προσφυγικοί οικισμοί έβουβάθησαν από χθές. Τους είδατε; Έβαλαν μαύρα κρέπια στις εικόνες του «πατέρα» και πνίγονται από τους λυγμούς, καθώς βλέπουν την άνοιξη του προσώπου του να τους χαμογελά ακόμα. Έστρωσαν μωβ μετάξια, άναψαν πένθιμα κεριά και λιβάνια, κλαίνε μ’ αναφιλητά και τού σιγομιλούν, του λένε, του λένε… Ώ πώς τους ένιωθε, πώς τους πονούσε εκείνος! Τα βασανισμένα πρόσωπα που έδειραν οι μανιασμένες τρικυμίες των κακών καιρών πνίγονται στην οδύνη. Έπαψαν τα τραγούδια. Έσώπασαν οι φωνές. Τα μάτια επλημμύρισαν με θερμά δάκρυα που πέφτουν στη γη πικρό φαρμάκι. Κάποτε στέκουν ακίνητα, βυθίζονται στο τρικυμισμένο πέλαγος των αναμνήσεων, θυμούνται.
Κι ένα πρωί εχαμογέλασαν οι ορίζοντες. Εγλυκοχάραζε η μεγάλη αυγή. Ερχόταν ο Παράκλητος. Αναγάλλιασαν και ερρίγησαν οι ψυχές. Πώς τον λένε; Τ’ όνομά του δεν ήταν άγνωστο. Θρέμα των βουνών της Κρήτης, το λίκνον του ένανούρι σαν οι ντουφεκιές. Την ψυχήν του εσκληραγώγησαν οι αγώνες. Είχε στην γλώσσα του το θείο δώρο της ευγλωττίας κι ήξερε να κρατά στο στιβαρό του χέρι το ντουφέκι. Όπου δεν έκανε το πρώτο, το δεύτερο εθαυματουργούσε. Ήξερε τα μυστικά της διπλωματίας κι υπέγραψε συμβολικά το πρώτο διπλωματικό του έγγραφο επάνω σε μια κάπα φυσιγγίων. Αυτός ο μπαρουτοκαπνισμένος οδηγός που εγέμιζε με την παρουσία του από αρρενωπό αντίλαλο του 21 ολόκληρη την Ελλάδα και την ανέστησε, αυτός λοιπόν ερχόταν.
– Ο Βενιζέλος μας!
Τον έκαναν δικό τους. Γιατί είδαν. Τι να πρωτοθυμηθούν; Τ’ απίστευτα; Τα όνειρα που επήραν σάρκα και οστά, την ανάσταση της λευτεριάς στους μελαγχολικούς δρόμους των πόλεων, το φως που άστραφε στους ουρανούς, την θριαμβευτική λόγχη που εχτύπησε την πόρτα της Άγκυρας, τον «Αβέρωφ» που αγκυροβόλησε στα νερά του Βοσπόρου, την γαλανή σημαία που εφυσούσαν οι άνεμοι και την έκαναν να κυματίζη περήφανα από την Θράκη ώς τα βάθη της Μικράς Ασίας; Το έργο του ήταν γιγάντιο, όπως γιγάντιος ήταν και ο δημιουργός του. Δεν ήξερε αυτός να διηγηθή θρύλους. Ήξερε να τους πλάθη για να τους διηγούνται οι επόμενες γενεές. Δεν ήξερε να ονειροπολή μαρμαρωμένους βασιλιάδες. Ήξερε να τους εγγίζη με το χέρι του και να τους ξυπνά από την νάρκη των αιώνων.
Κι ύστερα;
Να γιατί κλαίει η καλύβα. Είδατε χτές τις γρηούλες μαυροντυμένες να μοιρολογούν; Ή Σμύρνη, ο Πόντος, η Πόλη κάθονται τώρα σ’ αυτή την καλύβα που την περνά η βροχή κι αρπάζει την στέγη της ο άνεμος. Έχουν ξερριζωθή. Είνε ναυάγια του κατακλυσμού που ήλθε ύστερα. Επόνεσαν. Ευρέθηκαν στους δρόμους. Επείνασαν. Επέθαναν. Κι όμως μέσα στην ψυχή τους διετήρησαν ζωντανή την ευγνωμοσύνη για τον μεγάλον ελευθερωτή τους. Την φλόγα της αγάπης που τους μετέδωκε το ηφαίστειο της ασύγκριτης ψυχής του, την κράτησαν και την κρατούν άσβυστη. Τους έβρισαν οι άλλοι. Εσήκωσαν σταυροφορία ανίερη εναντίον αυτών των ναυαγίων. Γιατί; Σε ποιό πλάτος της γης καταδιώκεται η ευγνωμοσύνη; Πού αλλού θεωρείται έγκλημα η αγάπη κι η αφοσίωση;
Προς τι όμως όλα αυτά; Τώρα το πάν δεν έχει τελειώση; Παιδάκια μικρά βλέποντας τους μεγάλους με βουρκωμένα μάτια ρωτούσαν:
– Ποιός πέθανε λοιπόν και κλαίτε;
– Ο Βενιζέλος!
Και τα παιδιά κατάπληκτα εσιωπούσαν, με δέος.
***
Ο Βενιζέλος νεκρός!
Κλάψε ανεμόδαρτη προσφυγική καλύβα. Κλάψτε βασανισμένοι συνοικισμοί του Βύρωνος, της Καισαριανής, της Ιωνίας… Ανοίξτε τα θερμά σας φυλλοκάρδια δυστυχισμένοι γέροι και γρηούλες, παλληκάρια και κοριτσόπουλα της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Θράκης, όπου υψώθηκε κι εφώτισε ο ήλιος της μεγάλης μορφής, η ζωογόνα πνοή του γελαστού ελληνικού ουρανού που εσκέπασε το σύννεφο του θανάτου.
Ο Βενιζέλος νεκρός!
Όσα δάκρυα κι αν χύσωμε επάνω στο φέρετρο του ασύγκριτου ανθρώπου, του μεγαλυτέρου Έλληνος δεν θα είνε αρκετά για τον θάνατο του αθανάτου οδηγού.
* Ο Δημήτρης Ψαθάς, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου. Σημαντικός αρθρογράφος, χρονογράφος και θεατρικός συγγραφέας.
Τα έργα του γνώρισαν τη διεθνή αναγνώριση και μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρωσικά, τα ρουμανικά και τα τουρκικά
του Μανώλη Μεγαλοκονόμου*
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ
Σάββατον, 21 Μαρτίου 1936
“Πώς εφωτογράφιζα τον Βενιζέλο”
Αι εντυπώσεις ενός Αθηναίου φωτορεπόρτερ
Zήτω. Ζήτω η λευτεριά ζήτω κι ο Λευτέρης… Έτσι γνώρισα τον Βενιζέλο από τραγούδι που το τραγουδούσεν ο Στρατός όταν προήλαυνε στα υπόδουλα μέρη της Μικράς Ασίας, από τα οποία κατάγομαι. Έτσι το τραγουδούσα και έξω μαθητάκος τότε, ώστε να πιστεύσω ότι λευτεριά και Λευτέρης είνε μία έννοια. Ύστερα από χρόνια πρόσφυγας εδώ και ζητώντας με το επάγγελμά μου, με τον φωτογραφικό μου φακό να ζήσω την ξεριζωμένη από την Σμύρνη οικογένειά μου, έφθασα κοντά στον Βενιζέλο. Τον κυνηγούσα από κοντά σε όλα του τα ταξίδια, τον φωτογράφιζα. Και τον έβλεπα πλέον δίχως θρύλους, δίχως την απόσταση του επισήμου προς την ανεπισημότητα, αλλά με την οικειότητα που δίδει το επάγγελμά μας, δίχως ετικέττα! Δι’ αυτό αποπειρώμαι να δώσω μια σειρά από χαρακτηριστικά ανέκδοτά του, τα οποία συνέβησαν καθώς έτρεχα από κοντά του να τον «παραλάβω» στην φωτογραφική μου πλάκα και να τον… εμπορευθώ στις εφημερίδες των Αθηνών και τον ξένον Τύπο.
***
Για πρώτη φορά λοιπόν, γνώρισα και ακολούθησα τον Βενιζέλο, όταν μετέβην ως κοινός θνητός – είνε πρό του 1928 – σε μία εκδρομή στο Γαλαξείδι. Δεν είχα ακόμη τότε αντίληψη της επιδράσεως που εξασκούσε. Όταν είδα όμως τον συναγερμό των Γαλαξειδιωτών, των χωρικών και των ναυτικών, τότε ένοιωσα, πώς αυτός ο άνθρωπος που συνεταξίδευε μαζί μου απλός και καλόβολος ήταν κάτι το εξαιρετικό.
Τα μάτια του ακόμη σπιθοβολούσαν, εξάφνιαζε το πλήθος, η ομιλία του το ηλέκτριζεν…
Πιστεύω ακόμη, ότι εκείνη ή εκδρομή, η εκδήλωσις του πλήθους, τον έκαμαν ν’ αποφασίση να ξαναπάρη τον δρόμο της πολιτικής και να γίνη πηδαλιούχος του ελληνικού σκάφους. Ο λαός τότε φαίνεται πώς πολύ τον ήθελε. Αυτό μας μαρτυρεϊ, άλλως τε και η πλειοψηφία που του έδωσε λίγο αργότερα.
Για την δύναμι της γοητείας του ακόμη θυμούμαι τι συνέβαινε πολλές φορές όταν τον ακολουθούσαν σε περιοδείες και αντιβενιζελικοί δημοσιογράφοι, αλλά στην επιστροφή του ήμπορεί να εξακολουθούσαν να είνε αντιβενιζελικοί, μιλούσαν όμως πλέον με σεβασμό και θαυμασμό για την δύναμι της γοητείας του. Ένας απ’ αυτούς θυμάμαι ότι μου είχεν ειπή:
– “Αν ο Βενιζέλος ήτο γυναίκα θα εσαγήνευε όλον τον κόσμο.
***
Μου έκανε εντύπωση πολλές φορές πόσον επρόσεχε κάτι μικρολεπτομέρειες. Στα ταξίδια του πάντοτε είχε σε μιά του τσέπη κολλαριστά χρήματα και εφρόντιζε κι έδιδε κρυφά μόνος του αμοιβάς, στα γκαρσόνια που τον έσερβίριζαν, στο σωφέρ που θα τον παρελάμβανε από τον σταθμό και τέλος πάντων εις όσους τον υπηρετούσαν.
***
Στο ταξίδι της Αγκύρας φόρεσε χρωματιστά γυαλιά για πρώτη φορά. Μου έκανε εντύπωση το πράγμα, ως ότου περνώντας από τον Σαγγάριο άρχισα να καταλαβαίνω. Το μαντήλι ανέβηκε πολλές φορές στα μάτια του. Τα χρωματιστά γυαλιά ημπόδιζαν να βλέπουμε τι σπαραγμό είχε το βλέμμα του.
Σε ταξίδια του τον έθαυμάζαμε όλοι. Ποτέ δεν εκουράζετο, ενώ εμείς που η δουλειά μας ήτο το εκατοστόν της ιδικής του ήμεθα πάντοτε κατατσακισμένοι.
Πιάναμε το πρωί απ’ την Αλεξανδρούπολη και φτάναμε το βράδυ στην Καβάλλα. Εν τω μεταξύ έβγαζε λόγους στην Κομοτινή για τα ζητήματα των Οθωμανών, στην Ξάνθη για τα καπνά, στας Σέρρας για τα έργα, στην Καβάλλα για τα εργατικά, χωρίς να υπολογίσω τους ενδιαμέσους σταθμούς. Εν τούτοις το βράδυ που εμείς οι νέοι ήμεθα πτώματα και δίχως να βγάζουμε και λόγους, αυτός πρώτος έδιδε το κουράγιο σε μάς κι έλεγε: «Εμπρός, εμπρός, σήμερα δουλέψαμε και πρέπει να φάμε καλά». Έτσι, εμείς εάν μπορούσαμε θα πηγαίναμε να αναπαυθούμε, ήμεθα στο τραπέζι δίπλα του, κοντά του, αντλώντας κουράγιο από τον «γέρο».
Κατόπιν πέφταμε ψόφιοι από την κούρασι στην κοκέττα του βαποριού συνεχίζοντας την περιοδεία για να σηκωθούμε ύστερα από τας 9 π.μ. Ένας μόνον ήτο από τας 6 στο κατάστρωμα και διάβαζε: Ο Βενιζέλος!
***
Κατάπληξι μου έκαμε το μνημονικό του. Πολλές φορές επεσκέπτετο επαρχίες που είχε 10 και 15 χρόνια να επισκεφθή και ενεθυμείτο όλους με τα ονόματα των και τις δουλειές των, όσο δε για την Κρήτη τους ήξευρε όλους, όχι μόνον αυτούς, αλλά και τα παιδιά των.
***
Πολλές φορές εξ’ άλλου οι δήμαρχοι ή οι διάφοροι πρόεδροι, καθώς περνούσαμε, έβγαζαν λόγους από χειρογράφου, στους οποίους οι περισσότεροι τον ύμνούσαν.
Διά να τους διακόψη χωρίς και να τους προσβάλη, τους άφηνε να πούν λίγο και ύστερα τους έλεγε μεγαλοφώνως: «Ευχαριστώ πολύ! Ευχαριστώ πολύ!» Ταυτοχρόνως τους έδινε το χέρι. Έτσι και οι περιττοί λόγοι διεκόπτοντο και οι ρήτορες δεν έμεναν δυσαρεστημένοι! Την τελευταία φορά στη Καβάλλα, οι κομμουνισται εδημιούργησαν στην πλατεία επεισόδια αποδοκιμασίας. Ο Βενιζέλος ήτο μέσα στη Νομαρχία και η ασφάλεια μας είπεν, ότι ορθόν ήτο ν’ αναβάλουμε την αναχώρησί μας για το άλλο πρωί. Ο εκλιπών μόλις το έμαθε θύμωσε:
-“Όχι, είπε. Θα φύγουμε τώρα αμέσως!
Και έπραγματοποίησε την απόφασί του, παρά τας συμβουλάς, διασχίζοντας την πλατεία του θορύβου θαρραλέος και αγέρωχος.
***
Εις τα ταξίδια του ακόμη δεν του άρεσε να τον συνοδεύουν πολλοί. Δεν έπαιρνε ούτε τους ιδιαιτέρους του και οσάκις του έλεγαν ότι πρέπει να τον συνοδεύσουν μερικοί, απαντούσε: Ας είνε καλά τα παιδιά (εννοώντας τους δημοσιογράφους) που μου κρατούν τόσο καλή συντροφιά και με εξυπηρετούν όσο κανείς. Μερικούς απ’ αυτούς τους υπεραγαπούσε έστω και αν ήσαν αντιβενιζελικοί, γιατί εγνώριζε ότι χωρίς κανένα συμφέρον ακολουθούσαν την ιδεολογία τους. Επίσης δεν τον έκολάκευαν και δεν τον ενοχλούσαν με ρουσφέτια. Γι’ αυτό όταν ευρίσκετο μόνον με δημοσιογράφους έλεγεν ότι «εξεκουράζετο και ότι γινόταν άλλος άνθρωπος».
***
Μια άλλη φορά επεστρέφαμε από την Κρήτη. Σε όλο το ταξίδι μας έδερνε άγρια θάλασσα τόσο, που η «Σφενδόνη», απ’ τα μικρότερα πολεμικά μας πλοία, έκλυδωνίζετο επικινδύνως. Ο Βενιζέλος στο μικρό καρρέ των αξιωματικών είχεν ανεβάσει τα πόδια του επάνω στο κάθισμα και διάβαζε. Κάτω είχε γεμίσει θάλασσα. Οι φίλοι του που τον συνόδευαν τα εχρειάσθηκαν και ένας απ’ αυτούς του είπε: «Κύριε Πρόεδρε, καλόν θα ήτο να ποδίσουμε κάπου».
Εκείνος ρώτησε γελών: «Για ποιόν πρόκειται για εμέ ή για σας».
Όλοι μαζί είπαν: «Μα για σας, κύριε Πρόεδρε».
– Έ, τότε ας προχωρήσουμε, απήντησε και συνέχισε το διάβασμα.
***
Ποτέ δεν θυμάμαι να δυσφόρησε για τις επιθέσεις που οι φωτορεπόρτερς του εκάναμε κάθε λίγο και λιγάκι. Δεν υπεκρίνετο ότι τάχα δεν θέλει, όπως συμβαίνει με άλλους. Ήτο εραστής της φωτογραφικής πλάκας και δεν το απέκρυπτε. Είχε ακόμη την αίσθηση της θέσεως του φωτισμού, της χειρονομίας στην φωτογράφησί του. Μου έλεγε συνήθως:
– Φίλτατε δεν θα κινηθώ, αλλά κάνε γρήγορα.
Έτσι με αυτή την εύνοια που μου έδειχνε του γινόμουνα «στενός κορσές». Επικαλούμαι στο τελευταίο μου ανέκδοτο την μαρτυρία του τέως αντιπροέδρου της Βουλής κ. Αργυροπούλου. Συνέβη έξω από την Θήβα. Γύριζε τότε από την Χάγη και εν αναμονή του συρμού που τον έφερε πετάχτηκα μαζί με τον συνεργάτη της «Ακροπόλεως» κ. Ε. Θωμόπουλο και μερικούς βουλευτάς διά να φωτογραφήσουμε τον εκεί προσφυγικό συνοικισμό. Εν τω μεταξύ έφθασε το τραίνο και μόλις προλάβαμε να πηδήσουμε επάνω. Οι άλλοι συνάδελφοί μου τον είχαν φωτογραφήσει. Σουρούπωνε. Έχανα το πάν. Σε λίγο δεν θα ήταν δυνατόν να φωτογραφήσω. Έβαλα τις φωνές.
– Κύριε πρόεδρε. Χάθηκα. Μια σας φωτογραφία.
Έλεγα πως θα με έστελνε στον … απήγανο. Συνέβη το αντίθετον. Γέλασε και διέταξε να σταματηση το τραίνο δυο λεπτά.
– Τι να κάνουμε! Τι να κάνουμε, έλεγε. Έλα γρήγορα, Μανωλάκη.
Και τον φωτογράφησα! Έτσι, λοιπόν, ήτο ο περισσότερον φωτογραφηθείς Έλλην.
Τώρα δεν πρόκειται να τον ξαναφωτογραφήσω μέσα εις το χαρούμενο φόντο του πλήθους που τον αγαπούσε, δεν πρόκειται να ξανακούσω:
Ζήτω ο Βενιζέλος! – Ζήτω ο παππούς!
Τώρα θα πάω, αλλοίμονο, να τον φωτογραφήσω μέσα στο φέρετρό του.
* Ο Μανώλης Μεγαλοκονόμος ήταν ο περιζήτητος φωτορεπόρτερ των αθηναϊκών εφημερίδων. Ήρθε στην Ελλάδα το 1922, μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Θαύμαζε τον Βενιζέλο και τον φωτογράφιζε σε διάφορες στιγμές της σταδιοδρομίας του. Άφησε ένα πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο.
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ
Κυριακή, 22 Μαρτίου 1936
Ο περισσότερον παρασημοφορημένος που δεν έφερε ποτέ του παράσημα!
Aπό την προετοιμαζομένην κηδείαν του Βενιζέλου, τι θα είνε το θεαματικώτερον; Ασφαλώς η ίδια η σορός, πρώτον με την φωτεινήν μορφήν του εκλιπόντος αρχηγού με τα πάλλευκα μαλλιά και το φανταχτερό εκείνο μετάξι του υπογενείου. Δεν γνωρίζομεν μέχρι στιγμής ακόμη αν τα ταριχευτικά υγρά, όπως συμβαίνει συνήθως, μετέβαλαν την εκπληκτικά ροζ φεγγερή επιδερμίδα του Βενιζέλου, που έκαμε προ τριετίας μίαν Γαλλίδα δημοσιογράφο να του υποβάλη την τόσον αναπάντεχη ερώτηση:
-Τα καλλυντικά σας που τα αγοράζετε, κ. πρόεδρε;
Και είπε τότε ο αποθανών με το περίφημο χαμόγελό του:
-Εις το νερό της βρύσης μου μόνον, κυρία μου…
[…] Τα παράσημά του! Ένας από τους θρηνούντας την απώλειαν του νεκρού της παρισινής οδού Μπωζόν μου είπε σχετικώς:
– Θα χρειασθή μια διμοιρία διά να κρατά τα παράσημα του Βενιζέλου.
Ένας άλλος, ασχολούμενος ειδικώτερον διά την τάξιν της κηδείας, έλεγεν ακόμη:
-Πώς θα συρθούν έως την Κρήτη τριάντα ένας πρεσβευται;
-Γιατί; τον ήρώτησα.
-Γιατί ο αποθανών είνε τριανταμία φορές μεγαλόσταυρος και, κατά την εθιμοτυπίαν, οι αντιπρόσωποι των Κρατών, τα οποία του απένειμαν τους Μεγαλοσταύρους, είνε υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν την εκφοράν του νεκρού κατόχου των.
Ενδιεφέρθημεν κατόπιν αυτού να μάθωμεν πόσα και ποια είνε τα παράσημα που έχουν απονεμηθή εις τον Κρήτα πολιτικόν. Κανείς όμως δεν εστάθη δυνατόν να μας πληροφορήση ακριβώς. Ούτε και αυτό το αρμόδιον τμήμα του υπουργείου Εξωτερικών, διότι ο Βενιζέλος με την γνωστήν του καταφρόνησιν δεν έσπευδε να τα δηλώση κατά την καθωρισμένην διαδικασίαν διά να τα φορέση, όπως μας πληροφορεί ο υποδιευθυντής της υπηρεσίας της εθιμοτυπίας. Δεν τα είχε φορέσει ποτέ του. Τα ελάμβανε μέν, αλλά ποτέ του δεν έφιγουράρησε με τα αμέτρητα παράσημα που είχε λάβει.
ΜΟΝΑΔΙΚΟΝ ΡΕΚΟΡ
Εν τούτοις θεωρείται ως ένας από τους περισσότερον τιμηθέντας διά παρασήμων ανθρώπους του κόσμου. Τον έχουν παρασημοφορήσει όλα τα κράτη της Ευρώπης τουλάχιστον και εις τα αρχεία του υπουργείου των Εξωτερικών δεν επρόφθαναν άλλοτε να καταχωρούν «κοινοποιήσεις» των παρασημοφορούντων τον αποθανόντα πολύδοξον άνδρα. Όλα τα Βαλκάνια, οι Σύμμαχοι κατά τον Ευρωπαϊκόν πόλεμον, ο Κάϊζερ ακόμη και αι απώτεραι σκανδιναυϊκαι χώραι τον είχαν παρασημοφορήσει. Δίκαιον, λοιπόν, είχεν όταν έλεγεν εις τους φίλους του:
-Μα πώς είνε δυνατόν να φορέσω τα παράσημά μου χωρίς παρεξήγησιν.
Θ-ς
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ
Σάββατον, 28 Μαρτίου 1936
Εν μέσω πρωτοφανών εκδηλώσεων πένθους έγινε χθες εις τα Χανιά η κηδεία του Βενιζέλου
ΕΚΤΕΝΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΟΥ ΜΑΣ κ. ΕΥΣΤ. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ
XΑΝΙΑ, 27 Μαρτίου. (Του απεσταλμένου μας) – Έκφρασιν μυθικής θεϊκής λατρείας προσέλαβεν Η σημερινή κηδεία του Βενιζέλου εις τα Χανιά. Είνε αδύνατον να περιγραφούν η όψις της κρητικής πρωτευούσης και αι εκδηλώσεις του πένθους του λαού. Η πόλις ολόκληρος φαίνεται ως ένας πελώριος μαύρος όγκος, την στυγνήν όψιν του οποίου διακόπτουν αι επιγραφαί όπου αναγράφονται αι ιστορικαι ημερομηνίαι της δράσεως του νεκρού και δίστιχα κρητικών μοιρολογιών με θρηνώδεις εκκλήσεις προς τον Χάροντα και αποσπάσματα από τα αθάνατα κρητικά έπη που υμνούν το ηρωϊκόν πνεύμα της μεγαλονήσου.
Χαρακτηριστικώτεραι είνε αι επιγραφαί:
«Η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονε σκεπάση». «Μαύρα είνε τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα». «Χάρε, μην κάνεις άδικο και παίρνεις τσ’ αντρειωμένους.» «Ο Χάροντας εμήνυσε μαντάτο στσι μανάδες: Ο χρυσαητός απέθανε…».
Τα λόγια αυτά τα επαναλαμβάνουν σιγόφωνα χιλιάδες στόματα και τα συμπληρώνουν με άλλα λαϊκά μοιρολόγια. Έτσι πραγματικώς τα Χανιά βρίσκονται από χθες την νύκτα εις ένα παραλήρημα πόνου, βουτηγμένα σ’ έναν σπαρακτικόν ολοφυρμόν.
Από της εσπέρας εψάλησαν εις όλους τους ναούς της πόλεως κατανυκτικαί δεήσεις. Είς πολλούς ναούς μεταξύ των αγίων εικόνων του προσκυνήματος ετοποθέτησαν και εικόνες του Ελευθερίου Βενιζέλου, τας οποίας ησπάζοντο μετ’ ευλαβείας και συντριβής τα εκκλησιάσματα, ενώ οι κώδωνες των ναών ήχουν πενθίμως και εις την καταθλιπτικήν εκ του πένθους ατμόσφαιραν της πόλεως ήτο διάχυτος η συγκίνησις.
Η ΜΑΥΡΗ ΑΥΓΗ
Έτσι σιγά-σιγά, μέσα στον έκδηλο λαϊκό πόνο, έκύλησαν οι ώρες της νύχτας και τον κρητικό ουρανό ήρχιζε να φωτίζη ή αυγή. Όλοι τότε συνεκεντρώθησαν προς την παραλίαν, και μυριάδες ματιών ευρέθησαν καρφωμένα στο πέλαγος, ατενίζοντας τα πλάτη της κρητικής θάλασσας και τον ορίζοντα που ήταν τυλιγμένος μέσα σε μια πένθιμη πρωϊνή ομίχλη.
Την ώρα αυτή τα πάντα δίνουν την εντύπωση μιάς μαύρης αυγής της Κρήτης. Τα σπίτια, αι βάρκες, οι λιμενοβραχίονες, οι θόλοι των εκκλησιών, τα κωδωνοστάσια, όλα πλαισιωμένα μέσα εις την αφθάστου επιβλητικότητος εικόνα της αληθινά θλιμμένης αυγής, ενθυμίζουν με τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα, τις εικόνες του νεκρού, μίαν αφαντάστου μεγαλείου επιτάφιον πομπήν. Συγκίνησις και κατανυκτική σιγή επικρατεί παντού. Οι εξώσται και τα παράθυρα των σπιτιών της παραλίας, των παραλιακών ξενοδοχείων, τα υψώματα του παλαιού φρουρίου καταλαμβάνονται από ένα πλήθος που μαυροφορεί και εις διάστημα ελαχίστης ώρας δεν είνε πλέον δυνατόν να κάνη ούτε ένα βήμα κανείς, μέσα εις την συμπαγή μαύρην ανθρωποθάλασσαν, που σιγά.
ΚΑΤΑΦΘΑΝΟΥΝ ΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ
Περί την 7ην πρωϊνήν εις το πέλαγος διακρίνονται τα πολεμικά «Κουντουριώτης» και «Ψαρά».
Μισή ώρα αργότερα στας 7.30′ ο «Κουντουριώτης» εισπλέει εις τον λιμένα των Χανίων και τον ακολουθούν τα «Ψαρά».
Την 9ην πρωϊνήν απεβιβάσθησαν από τα τρία πολεμικά αγήματα όπως μετάσχουν της απονομής τιμών εις τον νεκρόν, και καταλαμβάνουν θέσιν εν παρατάξει παρά την προβλήτα, όπου ευρίσκονται και οι Γάλλοι Παλαιοί Πολεμισταί, το Δημοτικόν Συμβούλιον, οι παριστάμενοι αρχηγοί, αι αντιπροσωπείαι, διακόσιοι κληρικοί με επί κεφαλής την Ιεράν Σύνοδον Κρήτης, οι γηραιοί οπλαρχηγοί με τα ασημένια μαχαίρια των και τας ιστορικάς των σημαίας και υπερδιακόσιοι παρθένοι της Κρήτης μελανημονούσαι και κρατούσαι μικρά κάνιστρα με ροδοπέταλα, δι’ ών έραινον κατά την πομπήν την σορόν.
Από όλα τα σημεία ηκούοντο λυγμοί και ολοφυρμοί ευκρινώς ένεκα της πενθίμου και καταθλιπτικής σιγής, η οποία εβασίλευεν πρό τινων λεπτών. Ο θρήνος γίνεται πλέον κύμα επάνω εις την πνιγμένην στα δάκρυα ανθρωποθάλασσαν, κύμα που απλώνεται γύρω από τον νεκρόν του Βενιζέλου. Είνε ο καημός, ο θρήνος της ιδίας της ηρωϊκής Κρήτης που τον γνώρισε προστάτη της σε σκοτεινές μέρες και τον βλέπει τώρα μπροστά της νεκρό. Τι γίνεται δεν μπορεί πια να περιγραφή. Παληοί συμπολεμισταί του, φίλοι του, οπαδοί του, Κρητικοπούλες, που τα μάτια τους πλημμυρίζουν αθέλητα δάκρυα, γέροι που σκουπίζονται με τα μανδήλια στο αντίκρυσμά του, ένας κόσμος ολόκληρος σταυροκοπιέται και κλαίει, κλαίει ασυγκράτητα…
Χαρακτηριστικό ό,τι γίνεται με την αντιπροσωπεία της Νέας Κοκκινιάς. Οι αντιπρόσωποι έχουν φέρει μέσα σ’ ένα χρυσό κιβωτίδιο χώμα της Κοκκινιάς και πλησιάζουν διά να το εναποθέσουν εις το φέρετρον. Είνε οι ίδιοι άνθρωποι που τον άκουσαν να τους μιλή τόσες φορές με τοση ζωντάνια, που κρεμιόνταν στα χείλη του άλλοτε γελώντας με το χιούμορ του και τώρα δεν μπορούν πιά να πούν δυό λόγια, να ψελλίσουν ούτε μια λέξι. Τους πνίγουν πικροί λυγμοί, κι άνδρες αυτοί, κλαίνε σαν παιδιά πλάϊ στις γυναίκες…
ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΑΟΝ
Εις τον ναόν της Τριμάρτυρος, τον μητροπολιτικόν ναόν των Χανίων, είνε αδύνατον επίσης να περιγραφή τί γίνεται την στιγμήν αυτήν.
Έξωθι του ναού, παρά την είσοδον καίουν δύο τεράστιοι λαμπάδες, εντός του ναού έχει στηθη βάθρον προς εναπόθεσιν του φερέτρου, ενώ το δάπεδον έχει στρωθή ολόκληρον με νωπά φύλλα δάφνης.
Εν τω μεταξύ μεταδίδεται και εδώ ο θρήνος που έχει απλωθή επάνω εις όλην αυτήν την ανθρωποθάλασσαν και εντός ολίγου φθάνει το φέρετρον ραινόμενον με ροδοπέταλα και αρώματα από γυναίκες που κρατούν φιάλας ανθελαίου και ενθυμίζουν, καθώς προσεγγίζουν εντεύθεν και εκείθεν της παρατάξεως το φέρετρον, αληθινάς μυροφόρους ευαγγελικάς με τα μαύρα των πέπλα.
Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη, χοροστατούντος του Μητροπολίτου Κρήτης κ. Τιμοθέου, μετά των επι σκόπων Χανίων, Αρκαδίου, Κισσάμου, Ρεθύμνης και Πέτρας και διακοσίων ιερέων, ελθόντων από τα διάφορα μέρη της μεγαλονήσου. Τα νεκρώσιμα τροπάρια έψαλε μέγας χορός αποτελεσθείς εκ ψαλτών ολοκλήρου της Κρήτης, ενώ όλοι ήσαν γονυκλινείς.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΧΑΛΕΠΑΝ
Μετά τας σπαρακτικάς σκηνάς αίτινες εξετυλίχθησαν εις τον ναόν και το τέλος της νεκρωσίμου ακολουθίας, η όλη πομπή εξ ίσου επιβλητική εκκινά περί την 12ην μεσηβρινήν διά την Χαλέπαν. Καθ’ όλην την διαδρομήν διά των οδών Ναυάρχου Ποτιέ, Κισσάμου, των πλατειών Νεών Καταστημάτων και Δημοτικής Αγοράς και διά της μεγάλης παραλιακής λεωφόρου συνεχίζονται παντοειδείς εκδηλώσεις. Πρόσφυγες συγκεντρωμένοι εις την Πλατείαν της Αγοράς κλαίουν γονυκλινείς φωνάζοντες:
– Πατέρα μας, σε χάσαμε. Αλλού ακούονται φωναι:
– Λευτέρη, δε θα σε ξαναδούμε μπλιά!
– Ω καρδιά μου. Τι ήταν τούτο πούπαθα!
Εις την Χαλέπαν η σορός εναπετέθη εις προσκύνημα εντός του περικαλλούς ναϊδρίου της Αγίας Μαγδαληνής ακριβώς έναντι της οικίας Βενιζέλου την 1ην μ. μεσημβρίαν.
Όπως σας ετηλεγράφησα και χθές, ο ναΐσκος της Αγίας Μαγδαληνής είνε ένας από τους ωραιοτέρους εξοχικούς ναούς, τους οποίους συναντά κανείς. Ευρίσκεται εις το μέσον μικρού και ωραιοτάτου αλσυλλίου το οποίον είνε περιτειχισμένον ολόγυρα με αρκετά υψηλόν περίβολον, το δε περιβάλλον είνε εντελώς ποιητικόν, ιδίως κατά την εποχήν αυτήν της ανοίξεως.
Τι επηκολούθησεν εις το παρεκκλήσιον αυτό μέχρις εσπέρας, είνε αδύνατον να περιγραφή. Επί ώραν και πλέον κατετίθεντο συνεχώς οι στέφανοι, υπερβαίνοντες μέχρι στιγμής τάς 2.000, ενώ υπάλληλος της Δημαρχίας εξεφώνει τα ονόματα των καταθετόντων τους στεφάνους.
Μετά την κατάθεσιν ήρχισε το λαϊκόν προσκύνημα, το οποίον εξακολουθεί μέχρι της στιγμής ταύτης και θα εξακολουθήση καθ’ όλην την νύκτα, παρελαυνόντων προ της σορού πλήθους, ιδία χωρικών των χωριών της Κρήτης.
Ε. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ
Τρίτη, 31 Μαρτίου 1936
Πόσο κόστισε η κηδεία;
Tι εστοίχησε τέλος η κηδεία του Βενιζέλου; Το ακριβές ποσόν δεν είνε δυνατόν να υπολογιστή, λαμβανομένων υπόψιν και των εξόδων της κινήσεως των τριών πολεμικών, που μετέφερον την σορόν και τον πρίγκηπα Διάδοχον. Εγνώσθη ότι περί τας τριακοσίας χιλιάδας δραχμών θα λάβη ο αναλαβών την κηδείαν Αθηναίος εργολάβος Γιαννιτόπουλος. Αξιοσημείωτον είνε ότι εις την διακομιστικήν της κηδείας εργασίαν μετέχουν όλοι οι εν Αθήναις εργολάβοι κηδειών και οι εν Χανίοις.
Τα έξοδα των στεφάνων, τα οποία φυσικά κατέβαλον οι καταθέσαντες ή οι δώσαντες την εντολήν οργανισμοί, δημοι και κοινότητες υπολογίζονται εις 2 εκατομμύρια δραχμών, εκτός των εξόδων κινήσεως αυτών που μετέβησαν εις Χανιά να καταθέσουν. Τα έξοδα αυτών, δεδομένου ότι κατ’ ελάχιστον υπολογισμόν ήσαν τρισχίλια πρόσωπα (διμελείς και τριμερείς αντιπροσωπείαι) πιστεύεται ότι ανήλθον τα τρία εκατομμύρια δραχμών, αν λογαριάση κανείς ότι κάθε ένας εξ αυτών εξόδευσε το ολιγώτερον από ένα χιλιόδραχμον. Πέντε λοιπόν εκατομμύρια δραχμών μόνον διά στεφάνους και την κατάθεσίν των. Είνε γεγονός ακόμη ότι κατά το τελευταίον τετραήμερον συνέρρευσαν περί τάς 100 χιλιάδας προσώπων εκ του εσωτερικού της Κρήτης και της λοιπής Ελλάδος εις τα Χανιά, ώστε τα εξοδευθέντα εν Χανίοις χρήματα – αν θελήσωμεν να καταβιβάσωμεν τα έξοδα του καθενός εις 750 δρχ. μόνον –πράγμα αδύνατον – υπολογίζονται το ολιγώτερον 7 εκατομ. δραχμών. Όλοι εψώνισαν κάτι ως ενθύμιον. Τα φημισμένα ανθότυρα της Κρήτης, τα ολόχρυσα πορτοκάλλια της κτλ. Ώστε κρουνοί χρυσού εξ αφορμής της κηδείας του Βενιζέλου εσκορπίσθησαν εις τα Χανιά.
Ε. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΩΛ ΝΟΡ*
ΒΡΑΔΥΝΗ
Τετάρτη, 18 Μαρτίου 1936
Σατυρικός στίχος
ΚΑΙ ΤΩΡΑ;
Και τώρα τι θα γίνωμεν χωρίς τον
Βενιζέλον;
Άχαρι προμηνύεται και ζοφερόν το
μέλλον.
Ανάγκη ν’ αποκτήσωμεν ευθύς αμέσως,
άλλον και να τον καταστήσωμεν, όπως
αυτός, μεγάλον.
***
Άειντε λοιπόν. Εν βήμα εμπρός,
όποιον βαστά η καρδιά του
να πάρη αυτό το παρελθόν και να το
κάμη μέλλον
με όλα του τα ελαττώματα και την
παλληκαριά του
Ο Βενιζέλος πέθανε! Ζητούμεν Βενιζέλον!
*Ο Πωλ Νορ (Νίκος Νικολαΐδης) (1899 – 23 Απριλίου 1981) ήταν Έλληνας δικηγόρος, δημοσιογράφος, ποιητής, συγγραφέας, εκδότης και περισσότερο γνωστός ως επιθεωρησιογράφος.
Η ΕΘΝΙΚΗ
Σάββατον, 28 Μαρτίου 1936
Πώς είδεν ένας επίλεκτος Κρης τον συμπατριώτην του Ελευθέριον Βενιζέλον
ΠΟΙΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΥΠΗΡΞΕΝ Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ. – ΕΒΑΡΥΝΕΤΟ ΜΕ ΣΤΙΓΜΑΤΑ ΨΥΧΟΠΑΘΕΙΑΣ;
– ΤΙ ΑΠΕΔΕΙΚΝΥΕΝ Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ
ΑΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ Χ. ΧΡΙΣΤΟΥΛΑΚΗ
Η «Εθνική» νομίζει ότι δεν έχει δικαίωμα να λησμονήση το παρελθόν. […]
Υπήρξεν όμως και άλλος επίλεκτος Kρής, μεταξύ πολλών, κατήγορός του. Ο αείμνηστος Χρήστος Χρηστουλάκης, είχε γράψει ένα βιβλίον περί αυτού, μίαν ψυχογραφίαν του, η οποία εδημοσιεύθη πρώτον εις την τότε εκδιδομένην «Πολιτικήν Επιθεώρησιν» του “Ιωνος Δραγούμη, του οποίου υπήρξεν ειλικρινής φίλος και πιστός σύντροφος εις τον αγώνα του. Μάλιστα ο Δραγούμης είχεν αναθέσει εις αυτόν την διεύθυνσιν του υπερόχου εκείνου πολιτικού περιοδικού.
Εκεί, λοιπόν, εδημοσιεύθη πρώτον η μελέτη του αειμνήστου συγγραφέως, ο οποίος κατόπιν μετά το 1920 ανέλαβε την διεύθυνσιν του Πολιτικού Γραφείου της Κυβερνήσεως Δημητρίου Γούναρη.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ
[…] Διανοητικώς εξεταζόμενος ο Βενιζέλος παρουσιάζει έκτακτον γοργότητα αντιλήψεως, πνευματικήν ευστροφίαν, πεζήν αλλά κυριολεκτούσαν ευφράδειαν, και γενικώς εξαιρετικήν νοημοσύνην. Συνοπτικώς δύναταί τις να είπη ότι έχει οξύ γυναικείον πνεύμα. […] Αλλ’ ακριβώς εκ της διανοητικής του ταύτης θηλυκότητος εξηγούνται και αι ελλείψεις των ανωτέρων πνευματικών λειτουργιών. Όπως αι γυναίκες, έχει α κριβές το αίσθημα της γύρω αισθητης πραγματικότητος. […]
Και τέλος, όπως αι γυναίκες, στερείται ανωτέρας δημιουργικής φαντασίας. Η έλλειψις ταύτης, έχουσα άμεσον σχέσιν με την ανωτέρω εκτεθείσαν ανικανότητα εσωτερικής θεωρήσεως των πραγμάτων, δεν είναι όσον φαίνεται εκ πρώτης όψεως αναξία λόγου δι’ ένα ανώτερον πολιτικόν. […]
ΑΙ ΑΠΕΡΙΓΡΑΠΤΟΙ ΜΕΤΑΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ
Έλθωμεν τώρα εις την ψυχικήν αυτού σύνθεσιν. Άλλοτε εγράψαμεν διά τον παθολογικόν ψυχικόν σχηματισμόν του (υπονοεί το άρθρον υπό τον τίτλον «Ο μανιακός») εκ δηλούμενον διά ενεργητικής και παθητικής μανίας καταδιώξεως με πολλά εκ των ιδιαζόντων αυτής γνωρισμάτων. Βαρέα στίγματα ψυχοπαθείας ευρίσκομεν και εις τινα μέλη της οικογενείας αυτού, και ο ίδιος, μάλιστα είς στιγμάς νευρικής διεγέρσεως, κατέχεται από το γνωστον τίκ, μολονότι το τοιούτον δεν έχει βαρείαν ψυχοπαθολογικήν σημασίαν. Επίσης εκάμαμεν λόγον περί της παρορμητικότητας των πράξεών του, και της υστερικής αυτού υποβολιμότητος. Ο Βενιζέλος και φυσιογνωμικώς ακόμη είναι τύπος υστερικός. Ούτως, όχι μόνον το πνεύμα του, αλλά και η ψυχή του έχει πολλήν θηλυκότητα εκδηλουμένην διά μεγάλων λειτουργικο-ψυχικών υστερικών ταραχών και άκρας υποβολιμότητος. […]
Υπάρχει και έν’ άλλο βαθύ γνώρισμα της ψυχής αυτού. Αύτη είναι τελείως πρωτογενής (primitive). Το τοιούτον ίσως φανή παράδοξον εις πολλούς άλλ’ εις την Κρήτην, η ψυχική πρωτογένεια είναι τι σύνηθες και καταπληκτικόν διά τον βαθμόν της. Και την ιδιότητα ταύτην βεβαίως ο Βενιζέλος έχει κληρονομήσει εκ της κρητικής αυτού ρίζης. Όποιος δεν έχει προσέξει τούτο, θα ηδύνατο ελλόγως να υποστηρίξη ότι ο Βενιζέλος είναι τύπος εγκληματικός. Διόλου. Εις την Κρήτην τύποι με εγκληματικά στίγματα είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Και όμως δεν είναι πολλοί οι κάτοικοι της υπαίθρου χώρας, όσοι δεν εγκλημάτησαν εις την ζωήν των. Κατά τούτο μόνον δικαιώνουν την εγκληματολογίαν, υποστηρίζουσαν ότι η ψυχή των εγκληματιών παραμένει οιονεί στάσιμος εις την παιδικήν της ηλικίαν, ότι οι Κρητικοί, της δυτικής μάλιστα Κρήτης, είναι σχεδόν όλοι ψυχικώς παιδιά. Έχουν την αγαθότητα και την κινητικότητα και την σκληρότητα και την πονηρίαν και την ηθικήν αδιαφορίαν του μικρού παιδιού. Και τοιούτος είναι ο Βενιζέλος. Δεν είναι ούτε ηθικός ούτε ανήθικος είναι ηθικώς τελείως αδιάφορος (moral). Και διά τούτο διέπραξε τόσα πολιτικά εγκλήματα και υπέπεσεν εις τόσας παραβάσεις της πολιτικής ηθικής μετά της ελαφροτέρας καρδίας. Διότι τί θα ειπή ηθικός δισταγμός το αγνοεί.
ΕΘΝΟΣ
Κυριακή, 22 Μαρτίου 1936
Επεισόδια κατά τα σημερινά Τρισάγια
AΠHΓΟΡΕΥΘΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΡΑΦΗΝΑΝ…
Θλιβερά επεισόδια εσημειώθησαν σήμερον το πρωί εντός του ναού «Πάντων Βασίλισσα» της Ραφήνας και καθ’ ήν ώραν εψάλλετο υπό των κατοίκων τρισάγιον υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Τα επεισόδια προεκάλεσεν ο αστυνομικός σταθμάρχης Ραφίνας ενωμοτάρχης Ι. Στασινόπουλος, όστις, ακολουθούμενος και υπό των χωροφυλάκων του αστυνομικού σταθμού, εισέβαλεν εντός του ναού και προέβη εις την βιαίαν διάλυσιν του εκκλησιάσματος. Εις την ενέργειάν του αυτήν ο ενωμοτάρχης προέβη με τον ισχυρισμόν ότι οι κάτοικοι της Ραφήνας δεν του εζήτησαν την άδειάν του διά την τέλεσιν τρισαγίου…
Εις τον ναόν του Τιμίου Σταυρού των Ν. Κυδωνιών (Αιγάλεω) εψάλη σήμερον Τρισάγιον παρουσία όλων των κατοίκων του συνοικισμού. Όταν εψάλλετο το «αιωνία η μνήμη» ο πρόεδρος της εκκλησιαστικής επιτροπής διέταξε δύο παιδιά να κτυπήσουν πενθίμως την καμπάναν. Τούτο εξηρέθισε τον ενωμοτάρχην Κουτσοχέραν, όστις συνέλαβε και εξυλοκόπησε τα δύο παιδιά, προκαλέσας την γενικήν αγανάκτησιν των κατοίκων.
Γ. Φαρμακίδης
ΕΘΝΟΣ
Σάββατον, 28 Μαρτίου 1936
Στο σπίτι του ΧΑΝΙΑ, 27 Μαρτίου.
(Του απεσταλμένου συνεργάτου μας).
Πώς να μην νοιώση κανείς τον πιό εσώψυχο συγκλονισμό όταν μπαίνει σ’ αυτό το θλιμμένο σπίτι της Χαλέπας και πνίγεται μέσα στις αναμνήσεις που άφησε ανεξίτηλες και στο τελευταίο μικρό παιδάκι που χάιδεψε με το άσβυστο χαμόγελό του Εκείνος!
Μπαίνω στην κάμαρά του. Το γραφείο του με σκόρπια απάνω χειρόγραφα, βιβλία, επιστολές, μου δίνει την εντύπωση πως έφυγε από δω λίγα λεπτά πριν κι από στιγμή σε στιγμή θ’ ανοίξη η πόρτα και θα τον δώ μπροστά μου. Με συνοδεύει ένας αγαπημένος του έμπιστος φίλος:
– Είνε όλα εδώ μέσα όπως τ’ άφησε… ανέγγιχτα, μου λέει…
Βηματίζουμε και μιλάμε σιγά σαν ωδηγημένοι από μια υποσυνείδητη δύναμι, σα να προσέχουμε μήπως ταράξουμε τη γαλήνη του…
– Κάπου εδώ κοντά μας θα είνε κι Εκείνος… λέει ο έμπιστος φίλος του.
Και μου διαβάζει το τελευταίο γράμμα που έλαβε. Είνε και το τελευταίο που έγραψε. Εταχυδρομήθηκε στο Παρίσι λίγες ώρες πριν εκείνος προσβληθή. Με την γνωστή λεπτή του φρασεολογία ευχαριστεί θερμά τον φίλο του για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο Γυμναστήριο και σε άλλα τοπικά ζητήματα των αγαπημένων του Χανίων και συνιστά στην έμπιστη οικονόμο του – που έχει μαζί του από δεκατριών χρονών – να περιποιηθή τον κ. Ηλιάκη και να του προσφέρη στο πρόγευμα εκτός από το γάλα και βούτυρο και φρούτα!
Όλα τα σκεπτότανε, όλα τα πρόφταινε, όλα τον απασχολούσαν! Από το σοβαρώτερο εθνικό πρόβλημα ως τη μικρότερη ιδιωτική λεπτομέρεια…
Από την ταράτσα, ο ευγενικός φίλος μου δείχνει ένα μικρό καταπράσινο αμπελάκι.
Το λάτρευε! Μου λέει. Διαρκώς μας μιλούσε γι’ αυτό και το περιποιότανε και το καμάρωνε…
Από το ένα θέμα πέφτουμε άξαφνα στο άλλο. Κάθε βλέμμα, κάθε βήμα είνε κι εντύπωσις.
– Ελάτε να δήτε το δωμάτιο που εργαζότανε πολλές φορές…
Είν’ ένα μικρό δωματιάκι μ’ ένα μαύρο μεταξοντυμένο ντιβάνι κι ένα γραφειάκι. Το χρησιμοποιούσε η κυρία Βενιζέλου, μα κι Εκείνος πολλές φορές κλεινότανε εδώ μέσα διά να γράψη ένα άρθρο…
– Όταν φιλοξενούσε κανένα, κοιμόταν εδώ! Μου λέει η οικονόμος.
Άφινε το κρεββάτι του και κοιμότανε στο ντιβανάκι…
Δ. Κ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
του Γεωργίου Βλάχου*
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Κυριακή, 22 Μαρτίου 1936
Το παράθυρον δια τον θάνατον του Ελ. Βενιζέλου
Πρέπει να το εννοήσωμεν καλά όλοι ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος απέθανε και ότι έχομεν αποθάνει όλοι μαζί του. Βενιζελικοί, Αντιβενιζελικοί, παρελθόν, παρατάξεις, κίνδυνοι, παθήματα και τίτλοι του καθενός μας, έπαθον όλα εγκεφαλικήν έμβολήν και, αν δεν απέθανον όλα, ψυχορραγούν. Και η μία Ελλάς η οποία κλαίει τον άνθρωπόν της και η άλλη η οποία δεν καταράται εξ ευπρεπείας τον διώκτην της, όσον αν καταθέτουν άνθη η μία, ακάνθας η άλλη, πρό της σορού του, όσον αν πολιορκούν τον νεκρόν και όσον αν παρουσιάζονται ως αρνούμεναι ν’ αποσπασθούν του φερέτρου του, κατά βάθος δεν ζητούν τίποτε καλύτερον και αι δύο παρά να επιστρέψουν από το Νεκροταφείον, ν’ ανοίξουν του οίκου των τα παράθυρα, και να σταθούν εκεί, ελεύθεραι, αμέριμνοι διά ν’ αναπνεύσουν. Διότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όπως δήποτε και αν υπ’ έχθρών και φίλων χαρακτηρίζεται, υπήρξε πάντοτε βαρύς αρχηγός διά τους μέν, τρομακτικός κίνδυνος διά τους άλλους. Άνθρωπος ο οποίος, από της ημέρας καθ’ ην παρουσιάσθη μέχρι της ημέρας κατά την οποίαν εξέλιπε, εδημιούργει μόνος την Ιστορίαν την οποίαν οι άλλοι Έλληνες έκαλούμεθα είτε ως αντίπαλοι, είτε ως συστρατιώται, να ζήσωμεν…
Γ.Α.Β.
* Ο Γεώργιος Βλάχος ήταν δημοσιογράφος, εκδότης και θεατρικός συγγραφέας.
Υπήρξε ο ιδρυτής και εκδότης της εφημερίδας «Η Καθημερινή».
του Σπύρου Μελά*
ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ
Παρασκευή, 20 Μαρτίου 1936
Ο μεγάλος νεκρός
Τα κλειδιά του μίσους
[…] Ένας κόσμος Έλληνες, κάμποσος μάλιστα, μισούσε και μισεί – ακόμα και στον τάφο, σήμερα!- το Βενιζέλο. Είνε όλοι αυτοί που αδικήθηκαν, που παρεμερίσθησαν, που τσαλαπατήθηκαν, που ζημιώθηκαν, που επεσκιάσθησαν από τον ερχομό του στην Ελλάδα; Όχι! Μερικοί, από την παρδαλή αυτή συνομοταξία, προσετέθησαν κατόπιν στη χαλκοπράσινη φάλαγγα του μίσους. Ο κόσμος που μιλώ εδώ – κι αυτό είνε το εκπληκτικό και το σημαντικό – μισούσε το Βενιζέλο πριν έλθη στην Ελλάδα, πρίν τον ίδη, πριν τον ακούση, πρίν τον γνωρίση – από την Κρήτη! Είνε απίστευτο; Κι όμως είνε η εσχάτη αλήθεια: Δε θα ξεχάσω ποτέ την ατμόσφαιρα του μίσους, μέσα στην οποία μούκαναν ιερεξεταστικάς ανακρίσεις μερικοί φίλοι του αειμνήστου Θεοτόκη, όταν γύρισα από το πρώτο μου ταξείδι από την Κρήτη, αφού έγραψα μια-δυο εγκωμιαστικές ανταποκρίσεις για το άστρο του νέου πολιτικού, που ανέβαινε λαμπρό στον ορίζοντα! Γιατί τον μισούσαν τόσο πολύ “a priori’’; Γιατί, απλούστατα, ο Βενιζέλος στο μικρό, αλλά ζωντανό και ηρωικό περιβάλλον του, έδρα, ενώ αυτοί λογοκοπούσαν. Σ’ αυτή την αντίθεση βρίσκεται το κλειδί του μίσους, που φούντωσε σιγά σιγά σε φλόγες τεράστιες, έτοιμες να κάμουν στάχτη την Ελλάδα.
Και αυτός είνε ο κύριος κόμπος του μεγάλου εθνικού δράματος: Ο Eλευθέριος Βενιζέλος έβαζε όλο το βάρος της ζωής στην πράξι… Αυτοί χόρταιναν με λόγια. Κάτι περισσότερο: Έπαιρναν τα λόγια για πράξι.
***
Ο Βενιζέλος ήτανε κομμένος από το μέταλλο των μεγάλων πραγματοποιών, αυτοί ήσαν ονειροφάγοι. Δυο κόσμοι θανάσιμα εχθρικοί – ως ψυχοσύνθεσις, διανόησις, ηθική – διεγράφοντο αντιμέτωποι. Μπορούσε να τους δη σκιτσαρισμένους κανείς στην Ελλάδα και την Κρήτη. Η Κρήτη έπραττε, η Ελλάς φλυαρούσε. Η Κρήτη επαναστατούσε. Και η Ελλάς έκανε παιδιάστικους και ντροπιασμένους πολέμους ή εθνικά μνημόσυνα, όπου ο μακαρίτης Ρεπούλης – είχε τόσο λίγη δουλειά – μιλούσε τέσσερες ώρες, στον άη Γιώργη τον Καρύτση, περί του αειμνήστου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου!
-Είσαστε τζιτζίκια π’ ανάθεμά σας! Μού χε πη, επάνω σ’ ένα ξέσπασμά του, ο Βενιζέλος, από τις πρώτες μέρες που τον γνώρισα στην Κρήτη.
Και ήλθε να επιβάλη σιωπή στα τζιτζίκια. Και να εγκαινιάση τη μεγάλη περίοδο των έργων.
Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός”
* Ο Σπύρος Μελάς δημοσιογράφος, συγγραφέας, δραματουργός, σκηνοθέτης και ιδρυτής θιάσων, εκδότης και ακαδημαϊκός. Υπήρξε μία από τις πιο παραγωγικές φυσιογνωμίες των γραμμάτων με μακρόχρονη θητεία και πολύμορφη δραστηριότητα στον πνευματικό κόσμο της εποχής του μεσοπολέμου.
ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Πέμπτη, 19 Μαρτίου 1936
Ο Βενιζέλος απέθανε από την νοσταλγίαν
ΝΟΕΡΩΣ ΕΖΟΥΣΕ ΣΤΗ ΧΑΛΕΠΑ ΕΓΡΑΦΕ 3-4 ΦΟΡΑΣ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΟΝ κ. ΗΛΙΑΚΗΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ.
O Ελευθέριος Βενιζέλος απέθανε από την νοσταλγίαν του. Την νοσταλγίαν του σπιτιού του, του κήπου του, των «ανθώνων» του. Την νοσταλγίαν του Κρητικού ήλιου, που ενοσταλγούσε μέσα στη μολυβιά ατμόσφαιρα της Γαλλικής πρωτευούσης. […] Είνε γεγονός ότι η νοσταλγία αυτή ήταν φοβερή αρρώστεια που ωδήγησε τον Βενιζέλο στον θάνατο.
Τους τελευταίους δύο μήνες ο Βενιζέλος φαινομενικά μόνον εζούσε στο Παρίσι. Νοερώς ήταν στη Χαλέπα. Τρείς, τέσσερες φορές κάθε εβδομάδα, έγραφε πολυσέλιδα γράμματα στο στενό φίλο του κ. Ι. Ηλιάκη, εις τον οποίον είχεν αναθέσει την επισκευή – καλλίτερα την πλήρη μεταμόρφωση του σπιτιού του. Και σ’ όλα αυτά τα γράμματα έδινε λεπτομερείς οδηγίες για όλα και για τα παραμικρότερα πράματα.
***
Κάνοντας κατάχρηση τις ευγενείας του κ. Ηλιάκη, επεμείναμε και επήραμε μερικά αποσπάσματα από τις επιστολές του που έχει στείλει ο Βενιζέλος με οδηγίες για το σπίτι τις Χαλέπας και τον κήπο. Διαβάζοντας κανείς τις επιστολές αυτές βλέπει ζωηρότατα τη μεγάλη νοσταλγία που είχε καταλάβει τον Βενιζέλο για το σπίτι του.
Σ’ ένα από τα γράμματα αυτά του γράφει:
«Ο κήπος φαίνεται θαυμάσιος αν και ακόμη δεν εφύτρωσαν όλα τα άνθη. Μπράβο σου.
Ευρισκόμενος τις στο χειμωνιάτικο Παρίσι σε ζηλεύω για τον ωραίο ήλιο που θα σε περιλoύει και ακόμη περισσότερο διά τις θαυμάσιες βρούβες που θα καταβροχθίζης καθημερινώς…»
Το γράμμα αυτό του Βενιζέλου ήταν απάντησις σ’ ένα προηγούμενο γράμμα του κ. Ηλιάκη, εις το οποίο ούτος του έγραφε:
«Τις βρούβες τις εφύτεψα και επηρα σπόρον. Κι έτσι θα έχη άφθονες όψιμες που θα μπορής να τις έχης και τον Ιούνιο, αν έλθης τότε. Εν τω μεταξύ θα τις τρώγω εγώ. Αλλ’ από την περιγραφή που θα σου κάνω του ανθώνος τον Απρίλιο, ως ελπίζω, είνε αδύνατον να συγκρατηθής και λάβε τα μέτρα σου διά να ετοιμασθής δια την επιστροφήν σου…».
ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Παρασκευή, 20 Μαρτίου 1936
Η τελευταία επιστολή που έγραψε ο Ελ. Βενιζέλος από το Παρίσι
«ΤΟ ΠΟΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ»
H τελευταία επιστολή που έγραψε ζωντανός ο Βενιζέλος… Οκτώ γεμάτες μεγάλες σελίδες, γραμμένες με το χέρι του… Και οι οκτώ σελίδες όλο οδηγίες προς τον Ηλιάκη για το σπίτι του στην Χαλέπα.
Η τελευταία αυτή επιστολή παίρνει έτσι αόριστα, χάρις στην επισημότητα αυτή, κάποια μορφή διαθήκης –διαθήκης εις την οποίαν όλες οι σκέψεις του Βενιζέλου στρέφονται στο πατρικό του σπίτι…
***
Παρίσι 10 Μαρτίου
Αγαπητέ Γιάννη,
Για το ντεπόζιτο του νερού επαναλαμβάνω την γνώμην ότι δεν χρειάζεται να τοποθετηθή δεύτερο ντεπόζιτο εις το υπερώο. Η Αναστασία είνε υπερβολική όταν λέγει ότι το υπάρχον εκεί ντεπόζιτο δεν επαρκεί ούτε διά την λάτρα του σπιτιού…
Ημπορείς, λοιπόν, να είσαι ήσυχος ότι το υπάρχον ντεπόζιτο επαρκεί διά την λάτρα του σπιτιού. Έκείνο που χρειάζεται είνε να κατασκευάσωμε, όπως σου έγραψα στο τελευταίο γράμμα μου, ένα ντεπόζιτο εις την Ν.Α. γωνίαν του κήπου και την Ν.Δ. γωνίαν της πρώτης πεζούλας που είνε το μικρό σπίτι. Από αυτό το ντεπόζιτο θα γίνη η σωλήνωσις εντός του κήπου πρός τους δύο ανθώνας, τους οποίους θα ποτίζωμε με το λάστιχο που θα βιδώνεται εις τας σωληνώσεις αυτάς.
Επίσης χρειάζεται να τοποθετήσωμε, κατάλληλο μοτεράκι εις την στέρνα διά να στέλλη το νερό είς τό ντεπόζιτο του ποτίσματος. Δεν έχω, άλλως τε, αντίρρησι αν το νομίζης αναγκαίον, να ημπορή το ίδιο το μοτεράκι να στέλνη το νερό και εις το ντεπόζιτο της οροφής που είνε για την λάτρα του σπιτιού ώστε να καθησυχάση η Αναστασία ότι εις περίπτωσιν πού ή λάτρα του σπιτιού θα εξαντλήση το ντεπόζιτο της οροφής να ημπορούμε να στείλωμεν με την αντλία του μοτέρ όσο νερό θέλουμε εις το ειρημένο ντεπόζιτο. […] Το μοτεράκι επομένως που θα τοποθετήσουμε στη στέρνα για ν’ αντλή το νερό της θα μπορή να στέλνη το νερό κανονικώς μεν εις το ντεπόζιτο που θα είνε στο κήπο, εξαιρετικώς δε όταν θέλωμεν εις το ντεπόζιτο της οροφής.