Ήταν τ’ ανθόνερο, τ’ αγιόνερο η Εικόνα ήταν κολώνα Δωρική του Παρθενώνα ήταν τ’ αγίασμα, το μύρο, το καμάρι ήταν το κάτι άλλο· ήταν παλικάρι.
Ο Νικήτας!
Πού ‘ναι Στρατηγέ οι ασημοπιστόλες που σου παρήγγειλα ν’ αγοράσεις; Κατακοκκίνησε ως τα κατάβαθα της ψυχής του ο Στρατηγός. Ορθώθη καν οι τρίχες του κεφαλιού του, ανεβοκατέβασε δυο τρεις φορές μ’ αμηχα νέα τα χέρια του, τρεμόπαιξε τα πανιασμένα απ’ την ντροπή χείλια του, ἐ σκυψε αμήχανα το κεφάλι. ‘Αχνα δεν έβγαλε. Μόνο ψιθύρισε, αχνοψιθύρι σε κάτι ακαθόριστο, κάτι ακαταλαβίστικο, κάτι σαν σφύριγμα, κάτι σαν ανάσα, κάτι σαν ικεσία, σαν προσευχή..
Ποῦ ‘ναι Στρατηγέ οι ασημοπιστόλες που σου παρήγγειλα ν’ αγοράσεις, ξαναρώτησε με δυνατή καμπανιστή φωνή εντυπωσιασμένος απ’ τη σιωπή του Στρατηγού ο Πρίγκηπας Δημήτριος Υψηλάντης.
Έσκυψε πιότερο το κεφάλι του στη γη ο Στρατηγός. Μια ταραχή συγ κλόνισε ολόκληρο το σώμα του. Ένας σπασμός, ένας λυγμός, ένας παρα πονιάρικος, αναστεναγμός βγήκε απ’ το στόμα του. Μόλις πρόλαβε και ψι θύρισε. «Πρίντζιπα είπε!» Τίποτε άλλο. Πιάστηκε απ’ ένα διπλανό δεντρί για να μη σωριαστεί στο χώμα. Τίποτε άλλο!
Νικήτα! ξανάπε πιο μαλακά τώρα ο Υψηλάντης. Νικήτα παιδί μου! Γιατί; Όλοι οι ιστορικοί Έλληνες και ξένοι, Φιλέλληνες και Ανθέλληνες ανε ξαιρέτως όλοι, στέκονται με σεβασμό και θαυμασμό μπροστά στη μορφή του ασύγκριτου Νικήτα Σταματελόπουλου, του Νικηταρά το Τουρκοφάγου όπως τον βάφτισε ο λαός μας. Τ’ ανίκητου Νικήτα! Όλοι οι Έλληνες ανεξαιρέτως όλοι, σαν αναφέρουν τ’ όνομά του δακρύζουν.
Απλός, συνετός, λινόλογος μετρημένος.
Φτωχός, αγνός Παλικάρι Φτα ιός! Φτωχότερος κι απ’ τον φτωχότερο ζητιάνο. Αγνός! σαν θεός! Παλικάρι Ε! εδώ σταματούν οι λέξεις να έχουν νόημα. Ωρμούσε στη μάχη κατάμονος. Δεν καταδεχόταν να κοιτάξει πίσω του.
«Κουράγιο Νικήτα μονολογούσε. «Τούρκους σφάζεις» και συνέχιζε το δρο με του προς τη… δόξα. Έβγαζε τη μπουκιά απ’ το στόμα του και την έδινε. Το δεξί χέρι του Γέ ρου, του Θοδωρή Κολοκοτρώνη. Αυτός ήταν ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ο πονοκέφαλος της Τουρκιάς. Αυτός ήτανε ο ατίμητος, ο ανίκητος Νικήτας ο Έλληνας!
Σαν οι Έλληνες κυρίεψαν την Τριπολιτσά, άρχισε το πλιάτσικο. Λίγοι, πολύ λίγοι δεν καταδέχτηκαν να πάρουν. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους λίγους και ο Νικήτας. Στάθηκε παράμερα. Τον είδε ο πληρεξούσιος του Μεγάλου
Αρχηγού, ο Πρίγκηπας, ο Δημήτριος Υψηλάντης. Τον είδε και τον λυπήθηκε. Τον συμπόνεσε. Έβγαλε το πουγκί του. Πάρε Στρατηγέ του ‘πε. Πάρε αυτά τα πιάστρα (χρήματα της εποχής). Πάρε να αγοράσεις δυο ασημοπιστόλες, να στολίσεις τη μέση σου, να θυμάσαι τη μεγάλη μέρα. Πήρε ο Νικήτας τα πιάστρα. Πέρασαν αρκετές μέρες από τότε, ίσως και βδομάδες. Οι Έλληνες ακόμα γιόρταζαν το πάρσιμο της τριπολιτσάς. Το πλιάτσικο ακόμα συνεχιζόταν…
Ώσπου μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, εντελώς τυχαία, συναντήθηκε ο Νικήτας με τον Αρχηγό του. Κοιτάζει ο Υψηλάντης τη ζώνη του Στρατηγοῦ βέβαιος ότι θα δει τις ασημοπιστόλες – αντάξιες ενός παλληκαριοῦ σαν τον Νικήτα. Κοιτάζει!… Κοιτάζει… Κι απορεί. Με το δίκιο του θυμώνει κιόλας.
Ανελέητη έρχεται η φοβερή ερώτηση.
—Πού ‘ναι Στρατηγέ οι ασημοπιστόλες που σου παρήγγειλα ν’ αγοράσεις; Σιωπά ο Νικήτας. Κατεβάζει το βλέμμα. Κοκκινίζει σαν παιδί. Ξαναρωτά ο πρίγκηπας. Ίδια βουβαμάρα, ίδιο αμήχανο κατεβασμένο βλέμμα. ―Γιατί παιδί μου Νικήτα; Γιατί;
Επιτέλους λύνεται η σιωπή του Ήρωα. Με φωνή σιγανή που μόλις και μετά βίας ακούγεται: λέγει.
«Με τα πιάστρα που μου ‘δωκες Πρίνζηπα αγόρασα δυο δεύτερες πιστό λες, και τα υπόλοιπα που μου περίσεψαν τα ‘στειλα στα παιδιά μου… που πεινούσαν». Κεραυνοβολείται ο Πρίγκηπας, οπισθοχωρεί, προσπαθεί να πει κάτι, μα δεν μπορεί. Τραυλίζει, αναμασά, ξαναμασά τα λόγια του. Δακρύζει, σαστί ζει… Φεύγει! ενώ ο Νικήτας πιο κόκκινος απ’ τη φωτιά, με κατεβασμένα τα μάτια απ’ την ντροπή… παρακαλεί ν’ ανοίξει να τον καταπιεί η γης. Σταυ ρώθηκε το γένος των Ελλήνων. Χιλιοσταυρώθηκε μάλιστα. Το Γολγοθά α κολούθησε η Ανάσταση. Ξεσκλαβώθηκαν τα αγιασμένα μαρτυρικά αγιο χώματα, λευτερώθηκε η Ελλάδα.
…Κι όπως όλοι οι δίκαιοι και οι γενναίοι αμοίβονται, αμοίφτηκε και μά λιστα για τα καλά ανταμοίφθηκε κι ο Νικήτας. Τον έκλεισαν στη φυλακή. -Γιατί μωρές παιδιά «Ιντά ‘καμα, κι Ιντά ‘φτιαξα κι Ιντά ‘χω καμωμέ να» πρόφτασε και παραπονέθηκε ο γερο-Στρατηγός, κι’ έδειξε τις χαραμα τιές που ‘χε στο κορμί του.
-Γιατί είσαι ο Νικήτας, καταδέχτηκαν να τ’ απαντήσουν και σαντον τε λευταίο κακούργο τον έσπρωξαν στη φυλακή. Δεν κατάλαβε ο Νικήτας.
Έμεινε απορημένος, και διαρκώς έλεγε και ξανάλεγε. «Γιατί μωρές παιδιά;
Γιατί;»
Πού να καταλάβεις εσύ Νικήτα! Εσύ τ’ αγίασμα, Εσύ τ’ αγιόνερο και τ’ ανθόνερο, Εσύ ο Πάναγνος, Εσύ ο ανθός, κι ο Πρωτάνθος, Εσύ τ’ αποκο ρύφωμα της Ελληνικής λεβεντιάς, Εσύ το στολίδι του μεγάλου ξεσηκωμού. Πού να καταλάβεις!
Πέρασε καιρός, ίσως και χρόνια κι’ ο Νικήτας έλιωνε, σάπιζε στα ανήλια μπουντρούμια της φυλακής. Την ημέρα της αποφυλακίσεώς του, πήγε η κόρη του να τον παραλάβει. Στάθηκε στην εξώπορτα της φυλακής και με χτυποκάρδι περίμενε να σφιχταγκαλιάσει τον άνθρωπο που ‘καμε λεύτερη την Ελλάδα. Ανοίγει η σιδερένια πόρτα. Δυο δεσμοφύλακες βαστούν γε ρά από τις αμασχάλες το λιοντάρι του ’21. Γέρος πια και άρρωστος σωστό ερείπιο απ’ τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες, μόλις και μετά βίας μπορεί να βαδίσει ο Νικήτας.
Έξαλλη από οργή και αγανάκτιση η κόρη σέρνει κραυγή. Πατέρα! φω νάζει κι ορμά να τον σφιχταγκαλιάσει. Δακρύζει ο Νικήτας. Με μια απότομη κίνηση ξεφεύγει απ’ τα χέρια των
δεσμοφυλάκων, στρέφεται προς το μέρος της αγαπημένης φωνής, ανοίγει τα χέρια μ’ αντί για την κόρη του πιάνει αέρα κοπανιστό. Ήτανε τυφλός! Απομένει ξερή η Νικηταροπούλα! Παθαίνει εμβολή. Πέφτει κάτω ξερή, κι από πάνω της μοιρολογώντας, θρηνόντας ο Νικήτας! – ο Έλληνας!…
Aξιότιμε κύριε,συγχαρητήρια που με το κείμενο σας αναστήσατε στις ψυχές μας το συναίσθημα του μεγαλείου,της αξιοπρέπειας και του πατριωτισμού που εμπνέουν οι μαγάλοι πατριδοφύλακες όπως ο Νικηταράς.Στην μακραίωνη ιστορία του το ΄Εθνος των Ελλήνων έχει κάνει πολλά λάθη και φέρθηκε με αχαριστία σε μεγάλους ηγέτες του.Ο λαός μας λέει “πολλές φορές θα πάει η στάμνα στην βρύση για νερό μα μία φορά θα σπάσει” . Νομίζω ότι αυτό το καταφέραμε την 01/11/1920. Οι συνέπειες αυτού του “κατορθώματος” θα πληγώνουν και θα ορίζουν το μέλλον της χώρας μας,βάσει των υπαρχόντων συνθηκών,για αιώνες….Με εκτίμηση