Ο μπαρμπα – Μπρίλιος είχε ένα γαλόπουλο πολύ μεγάλο…
Ολη μέρα το τάιζε για να έρθει η τρόικα να το φάει.
Το γαλόπουλο τελευταία έπαψε να είναι αφουγκραστερό.
Εκανε του κεφαλιού του!
– Σιγά μην έρθει η τρόικα και κάτσω να με σφάξετε, έλεγε και ξανάλεγε.
Ο μπαρμπα – Μπρίλιος και οι άλλοι οι ομοϊδεάτες του ήτανε πυρ και μανία με το γαλόπουλο.
– Βρε να μην καταλαβαίνει το άτιμο ό,τι το έχουμε αναθρεφτό για το καλό του, για τη σωτηρία του;
Αχάριστο.
– Διότι, σου λέει ο μπαρμπα – Μπρίλιος, έρχονται οι άνθρωποι στην Αθήνα, κουράζονται για να μας σώσουν και δεν τους έχουμε κεράσει ούτε ένα τοστ!
Είναι εικόνα χώρας αυτής;
Τώρα, βέβαια, δυσκόλευε κομματάκι το πράγμα γιατί “τσινούσε” στη σφαγή το γαλόπουλο.
Επρεπε να βρει λύση.
Είχε δώσει υπόσχεση στη διεθνή ιντελιγκέντσια.
Και ο Μπρίλιος τον λόγο του τον κρατά!
– Βρε καλό μου, βρε χρυσό μου, κάτσε να σε σφάξω! Για το καλό σου είναι…
Ετσι αχάριστα είναι τα γαλόπουλα.
Και όλη η φάρμα των… ζώων.
Δεν καταλαβαίνουν τον αγώνα τους, τον πνευματικό τους κάματο, τη βοήθεια που μας προσφέρουν.
Ετσι αχάριστα και άκαρδα.
Ο μπαρμπα – Μπρίλιος, να μου το θυμηθείς, από αυτό τον καημό της αχαριστίας θα πάει.
– Ολα βρε για σας τα κάναμε· τα “Ζάππεια”, το έλλειμμα, τα γενόσημα, την ανεργία. Για να μην κουράζεστε…
– Ολα για σένα γαλόπουλο (που ήθελες να γίνεις βασιλόπουλο) και με πληρώνεις με αυτό το νόμισμα;
Αχάριστη φάρμα των ζώων!
Χαλάλι ο αγώνας μου, εμένα του ψυχοπονιάρη…