Περνούσαν χαρωπές έξω από το καφέ της γωνίας μια παρέα τουριστριούλες, σαν τα κρύα τα νερά.
Κοντό σορτσάκι, σχιστό μπλουζάκι και τα μαλλιά χυτά πάνω στον ώμο.
Μια παρέα μαντραχαλάδων με ξεσκισμένα τα πατελόνια και τατουάζ στα μπράτσα έπιναν βαριεστημένα τη φραπεδιά τους, χαϊδευαν απαλά τα κινητά τους, και δεν έριξαν ούτε ένα βλέφαρο.
Στο γωνιακό τραπεζάκι έπινε σκέτο ελληνικό ο Μπάρμπα Μήτσος ο υδραυλικός, παλαίμαχος κυνηγός γνωστός στην πιάτσα και ως “ο σκούπας” του λιμανιού και δεν το άντεξε.
-Δε τσι θωρείτε μωρέ μαμούχαλοι τσι πέρδικες που περνούνε από δίπλα σας και κακαρίζουνε επίτηδες κι εσείς αντίς να τονε παίξετε μια μπαλωτέ στο φτερό σκαλίζετε ετουτανά τα μαραφέτια..
-Ιντα διαόλους πίνετε μωρέ;;
-Ετσά με νοιάζει να σηκωθώ και να σας τα καταχτυπώ στην κεφαλή σας μέχρι να γενούνε χίλια κομμάτια… Μαμόθρεφτα, ε μαμόθρεφτα και με διαολίσετε πάλι….!!!
Δεν του ‘πανε του μπάρμπα Μήτσο πως τσοι εποχές απού ‘ξερε να τσοι ξεχάσει. Αλλάξανε τα έθιμα μα και νόμοι. Εδά μούδε να τσοι ξανήξει τσοι κοπελιές δεν μπορεί κιανείς. Αυτόφορη η διαδικασία και στη μπουζού κατευθείαν.