Ο μπαρμπα Στελής ο Μπικοστελής -ήταν πρώτος ξάδελφος της γιαγιάς μου- ήταν ένας φανταστικός γέρος. Είχε μια απίθανη αίσθηση του χιούμορ, έναν υψηλό δείκτη νοημοσύνης και πάντα ήταν χαμογελαστός. Το χαρακτηριστικό του ήταν πως μιλούσε πολύ γλήγορα, τόσο, που καμιά φορά δύσκολα καταλάβαινες τι έλεγε.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό του ήταν πως αγαπούσε λίγο υπερβολικά το κρασάκι.
Τους θυμάμαι να κάνουν παρέα με τον άλλο μπάρμπα το Στελή τον Πετράκη, που τον έλεγαν “Ψιψίνη”. Αρκετά συχνά επισκέπτονταν το τσαγγάρικο του πατέρα μου και αργότερα “Παντοπωλείο “Η Ειλικρίνεια””.
– Γιάννη βάλε μας δυο κρασιά.
Το κρασί ήταν δικιά μας παραγωγή και ήταν το μοναδικό είδος καφενείου που προσέφερε το κατάστημα και τις περισσότερες φορές δεν δεχόταν χρήματα.
– Στελήδες ανημένετε μια ουλιά μα εδώ θα ’ρθει η Στελιανή να σα σε βάλει. Εγώ έχω δουλειά και δε μπορώ να σηκωθώ από τη γκαρέκλα.
Μόλις μπήκε η μάνα μου τον είδε και κατάλαβε αμέσως. Πήρε δυο μεγάλα νεροπότηρα, τα γέμισε και τους τα πρόσφερε. Αφού το δοκιμάζουν, πρώτος ο Μπικοστελής:
– Μωρέ Γιάννη που το βρήκες αυτό το κρασί; Το παντέρμο μα αυτό είναι ρούμι!
– Ρούμι μωρέ είναι το παντέρμο, συμπλήρωνε και ο Ψιψίνης.
Τι είχε συμβεί, η μάνα μου είχε κάνει λάθος και αντί να πάρει το μπουκάλι με το κρασί, πήρε το μπουκάλι με το κονιάκ.
Αυτοί δεν το κατάλαβαν. Νόμιζαν πως ήταν μαρουβάς – παλιό κρασί.
Το κρασί το πίνανε σιγά-σιγά και το απολάμβαναν. Για μεζέ πέρνανε από το ανοικτό δοχείο με τις σαρδέλες μια την τίναζαν να φύγει το πολύ αλάτι, και την έτρωγαν έτσι! Πάντα άφηναν λίγο κρασί στο ποτήρι και στο τέλος το χύνανε κάτω στο πάτωμα θα έλεγα σαν σπονδή στη μάνα γη!
Φεύγοντας έκαναν να βγάλουν χρήματα να πληρώσουν.
– Αμέτε εδά και την άλλη φορά θα πλερώσετε.
Ο μπαρμπα Μπικοστελής, είχε και έναν σκύλο, νομίζω τον έλεγαν “Πατσιαούρη” και πάντα κοιμόταν σε κάποια άκρη του δρόμου. Ηταν ένα σκυλί που βαριόταν ακόμα και να γαβγίσει. Δεν νομίζω να έπιασε ποτές τον λαγό, σε αντίθεση με τους σκύλους που διατηρούσαν εκείνη την εποχή οι Ασηγωνιώτες βοσκοί, που ήταν μια ξεχωριστή ράτσα. Ηταν μικρόσωμοι νευρώδεις και αρκετά ταχείς, απόγονοι του αρχαίου κρητικού ιχνηλάτη σκύλου. Μου έλεγαν πως δεν προλάβαινε ο λαγός να κάνει πέντε-δέκα βήματα και τον είχε αρπάξει στα δόντια του.
Στο χωριό εκείνη την εποχή υπήρχε Σταθμός Χωροφυλακής με έναν νεόφερτο ενοματάρχη. Καταγόταν από ένα ορεινό χωριό της Κρήτης και από την πρώτη ημέρα της αφίξεώς του έπιασε φιλίες με τους ντόπιους καφενόβιους.
Σε όποιο καφενείο και αν καθόταν η αγαπημένη του κουβέντα ήταν το κυνήγι.
Διηγόταν πως στο χωριό του είχε ένα σκύλο και “μόνο απού δε μου φερνε τσοι λαγούς στο σπίτι”. Εγώ κυνηγώ μόνο με σκύλο και την άλλη φορά απού θα πάω θα φέρω και το τσιφτέ μου επά. Να ’χε βρω επά κανένα κυνηγόσκυλο θελα τονε αγοράσω.
Στο διπλανό τραπεζάκι καθόταν μια παρέα με τον Ψευτομανώλη, το Γλετζομάρκο και μερικούς άλλους παλιούς μασκαρατζήδες.
Φεύγοντας ο νοματάρχης παράγγειλε.
– Μανώλη βρες μου κιανένα σκύλο. Εσύ απούσαι και κυνηγός!
Σκέφτηκαν να του σκαρώσουν κάτι, έτσι για να γελάσουν. Ανάμεσα στην παρέα ήταν και ο Μπικοστελής.
– Στελή, άρχισε ο αρχιμασκαρατζής ο Ψευτομανώλης, εσύ έχεις έναν σκύλο λαγωνάρη γή κάνω λάθος;
To είπε βέβαια ειρωνικά, και συνέχισε.
– Μη μπανα θέλεις να τονε πουλήσεις του Νοματάρχη.
– Ναι σύντεκνε Μανώλη, θαρρώ πως είναι ό,τι πρέπει, συμπλήρωσε ο Γλετζομάρκος. Θαρρώ πως σου φέρνει, Στελή και σένα ο “Πατσιαούρης” τσοι λαγούς στο σπίτι σου!
Ο Μπικοστελής είχε βέβαια ένα σκύλο μα… όχι δεν είχε πιάσει μα ούτε είχε δει ποτές του λαγό.
Ούλη μέρα κοιμόταν έξω στο δρόμο ακόμα και όταν του φώναζε η Μπικοστελίδαινα και του πέταγε κάνα ξεροκόμματο.
-Να! Πατσιαούρη!
Αυτό γύριζε το κεφάλι του σιγά-σιγά κατά το μέρος της και αν δεν πεινούσε υπερβολικά απαξιούσε να σηκωθεί.
Εκείνη την ώρα ήρθε και ο Κασαποστελής και του διηγήθηκαν όλη την ιστορία με τον ενοματάρχη. Συμφώνησε αμέσως για την καζούρα που σχεδίαζαν.
-Ναι! Ναι μόνο…
Ο Γλετζομάρκος πήρε τον λόγο στη συνέχεια.
-Στελή από πα θα περνάς κάθε μέρα τέτοια ώρα με ένα λαγό στα χέρια. Να πιαίνεις θέλεις απού τον τάδε απού κατέω πως σχεδόν κάθε μέρα έχει πιασμένο λαγό. Να σου τονε δίνει και ύστερα θα του τονε γειαέρνεις.
Πράγματι έτσι έγινε. Την επόμενη η γνωστή παρέα καθόταν στο ίδιο μέρος. Παρών ήταν και ο ενοματάρχης. Η συζήτηση βέβαια, γύρω από το κυνήγι.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε να ’ρχεται ο Μπικοστελής κρατώντας επιδεικτικά ένα λαγό.
– Μωρέ είντά ’ναι τούτονε το πράμα! Γειάε το Μπικοστελή λαγό απού κρατά. Ω! Το μπαντέρμο μηδέ ν’ είναι και τρεις οκάδες, σχολίασε ο Ψευτομανώλης.
Και συνέχισε ο Γλετζομάρκος.
– Μα σύντεκνε δε ντο κατέεις. Εει ένα σκύλο και τσοι πιάνει. Εχει βαρεθεί η γυναίκα ντου να ψήνει λαγούς.
Αυτό το σκηνικό συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες πάντα με το Μπικοστελή να περνά μπροστά από το καφενείο κρατώντας ένα-δυο λαγούς στο χέρι και η γνωστή παρέα να σχολιάζει.
Μια από τις επόμενες ημέρες ένας Χωροφύλακας σταλμένος από τον ενοματάρχη ήρθε στο σπίτι του Μπικοστελή.
– Εδώ είναι ο κύριος Στέλιος; ρώτησε την γυναίκα του.
– Οϊ δεν είναι επά, μα οπουνά ναι θα ’ρθει από το ν’ Ασφεντιλιδέ.
Πράγματι δεν πέρασε πολλή ώρα και φάνηκε στην πόρτα.
– Κύριε Μπικάκη ο κ. Νοματάρχης σε θέλει στο σταθμόν για προσωπική σας υπόθεση!
-Μωρέ είντα προσωπική. Εγώ μουδέ κλέφτης είμαι μουδέ φυγόδικος. Κατέεις είντα με θέλει.
-Οϊ-όι δε σε θέλει αυτός γιαντα κατέει το πως δεν είσαι κλέφτης.
Πράμα άλλο θα σε θέλει!
Βέβαια ο μπαρμπα-Στελής ψυχανεμίστηκε τι τον ήθελε ο ενοματάρχης μα έκανε τον ανήξερο. Μόλις πέρασε την πόρτα του Σταθμού ο ενοματάρχης τον υποδέχτηκε.
– Καλώς τον Στελή. Κάτσε να πούμενε δυο λόγια.
Αμέσως χωρίς περιστροφές του έσκασε το μυστικό.
– Στελή έμαθα πως έχεις ένα λαγωνάρη σκύλο και θέλω να μου τονε πουλήσεις.
Ο Μπικοστελής μόλις άκουσε την πρόταση έκανε πως ξαφνιάστηκε και πετάχτηκε επάνω!
– Είντα λες καπετάνιε να σου πουλήσω το ψωμί των γκοπελιών μου; Μην το ξαναπείς δε σου τονε δίδω όσο κι αννε μου δώσεις και έκανε πως θα φύγει.
– Στελή στάσου εγώ θα σου δώσω χίλιες δραχμές (εκείνη την εποχή οι 1000 δραχές ήταν ένα αξιοσέβαστο ποσό).
Μόλις άκουσε το ποσό κοντοστάθηκε.
– Ε αφού, μου δίνεις τόσους παράδες θα σου τονε δώσω μα να κατέεις πως θα μου πάρεις το ψωμί των γκοπελιών μου.
Την επόμενη ήρθε στο σταθμό τραβώντας το σκύλο με ένα σχοινί.
– Μα να κατέεις καπετάνιο θα μου πάρεις το ψωμί των γκοπελιών μου. Ελεγε και ξαναέλεγε.
Τη συνέχεια βέβαια τη φαντάζεστε. Την επόμενη κιόλας πήγε για κυνήγι και όπως ήταν επόμενο με αρνητικά αποτελέσματα. Ο ενοματάρχης “έβγαλε” κανα δυο σμάρια πέρδικες και σκότωσε δυο. Ο σκύλος όμως όχι δεν “‘έβγαλε” λαγό μα ούτε τις πέρδικες δεν έψαξε να βρει. Τέλεια αποτυχία.
Το ίδιο συνεχίστηκε και στις επόμενες κυνηγετικές εξορμήσεις!
Απογοητευμένος το έλεγε στην γνωστή παρέα! Γεμάτος σοβαρότητα ο Ψευτομανώλης (ποτέ δε γελούσε).
– Αποκλείεται καπετάνιο! τον διαβεβαίωνε. Είντα δε ντο ν’ εθώριες. Από πα δεν επέρναγε κάθε μέρα κι είχενε στα χέρια ντου ένα και δυο λαγούς; Ο σκύλος τσ’ έπιανε. Μη μπα να θάριες πως τσι πιάνενε στο γλάκιο, γέρο άνθρωπος. Μόνο πράμα άλλο συβαίνει!
Μετά από κανα μήνα ο ενοματάρχης επέστρεψε τον σκύλο στο πρώην αφεντικό του, όσο για τα χρήματα έκανε παράπονα στην γνωστή παρέα.
-Μην του πεις πράμα! Θαρρώ πως δεν έχει φράγκο κατέεις πως είναι πολυφαμελίτης και χρώσιενε ποθές και δε ντ’ απόμεινε δραχμή. Μόνο όντε θέλεις έλα να παίρνεις το σκύλο μου, που όπου υπάρχει λαγός στην περιοχή θα σου τονε βγάνει.
Ετσι έμεινε το πράγμα και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Ο ενοματάρχης έπαιρνε το σκύλο του Ψευτομανώλη, ο Μπικοστελής με τις χίλιες δραχμές και η παρέα το έλεγε και το ξαναέλεγε και ξεραίνονταν στα γέλια -όταν απουσίαζε ο ενοματάρχης- που κάτι κατάλαβε μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ετσι το πράμα έμεινε εδώ.
Υ.Γ. 1 Ούλες τσοι πλια νέες “Ιστορίες τσ” Ασηγωνιώτικης Ρίζας” τση πρεμάζωξα” και τσ’ έκαμα νέο βιβλίο με τίτλο “Μαδαρήτικα Αναστορήματα”. Το διαθέτουν το Βιβλιοπωλείο “Πετράκη” στα Χανιά και “Κλαψινάκη” στο Ρέθυμνο.
Υ.Γ. 2 Οι γέροι Ασηγωνιώτες που αναφέρω έχουν “φύγει” πριν αρκετές δεκάδες χρόνια.
Εγώ αναφέροντάς τους, αισθάνομαι πως κάνω κάτι σαν μνημόσυνο σ’ αυτούς και την όμορφη εποχή τους που δυστυχώς έφυγε μαζί τους.