Στους Γυπάρηδες τσ’ Ασιγωνιάς, το όνομα Ανδρέας συναντάται αρκετά συχνά. Το γιατί θα προσπαθήσω να το εξηγήσω, με κάθε επιφύλαξη βέβαια!!
Πολύ παλιά είχα ακούσει μια ιστορία απο έναν γέρο Ασιγωνιώτη που “έχει φύγει” τώρα και κάμποσες δεκαετίες.
Υπολογίζω εκεί στα μέσα του 18ου αιώνα, δρούσαν οι λεγόμενοι Χαΐνηδες – εκδικητές. Η παράδοση διέσωσε πως στην παρέα των Χαΐνήδων ήσαν και αρκετοί ασιγωνιώτες (το αναφέρει και ο αείμνηστος Π. Κελαϊδής στο βιβλίο του “Το Ασκύφου Σφακίων” σελ. 34). Είχε δημιουργηθεί λοιπόν μια σχέση αδερφοκτών – στενών φίλων, μεταξύ των Ασιγωνιωτών και Ασκυφιωτών.
Επόμενο είναι να γίνουν και αρκετά συνοικέσια μεταξύ τους, που διαρκούν και μέχρι τις μέρες.
Κάποιος Γύπαρης Γιάννης λοιπόν, παντρεύτηκε την Ανθούσα, μια αδελφή ή κόρη του Αντρουλή Μοράκη – Μοραντρούλιου, αρχηγού κρητικών επαναστάσεων, που τον απαγχόνησαν οι Τούρκοι το 1833 στο Ασκύφου. Για το χατήρι του λοιπόν έδωσε σ’ ένα γιο της το όνομα Ανδρέας.
Ενας νεώτερος Ανδρέας Γύπαρης, είναι ο ήρωας της ιστορίας μας. Το παρατσούκλι του, που το πήρε από τον πατέρα του, το έχουν και οι σημερινοί απόγονοι του, ήταν Λέφας – Λεφαντρούλης ή Μπλατζιαντρουλής, τον έβρισκες και με τα δυό!
Την ιστορία μου την είπε ο γιος του ο Μπλατζιοσήφης, που “έχει φύγει”, τώρα και κάμποσες δεκαετίες. Μου την επανέλαβε ο εγγονός του ο Μπλατζιομάρκος – Μάρκος Γύπαρης.
– Αντες καλιά στο σπίτι μου, ύστερα – ύστερα, να κάτσωμενε όξω να σου τηνε πω όπως την άκουσα από τον παππού μου.
Βρεθήκαμε λοιπόν ένα δροσερό απόγευμα στο αρχοντικό του Μάρκο. Η κυρία Στέλλα, η γυναίκα του, μας είχε ετοιμάσει γευστικά εδέσματα.
– Το ’να ’δερφό του παππού μου, που, τον ελέγανε Σήφη, όπως και τον πατέρα μου, τονε σκοτώσενε ένας από τα κάτω μέρη από το… μου είπε το χωριό.
– Και γιάντα τονε σκοτώσανε.
– Αυτοί οι αδερφοί ντου ο Γιωργαράς και ο Νικολιός είχανε τα οζά ντωνε στο χειμαδιό και τα ξεχειμωνιάζανε.
Τσ’ Απριλομαγιάδες επήρανε τα οζά ο παππούς μου και οι αδερφοί ντου και τα φέρανε στη Γωνιά. Αφήκανε το μίτσο κοπέλι το Σήφη εκειά να βλέπει, τα στειρά (θηλυκά αρνιά για την ανανέωση του κοπαδιού), πρέπει πως εκοιμήθηκενε και του φύγανε τα στείρα και μπήκανε σε ένα ν’ αμπέλι.
Εκείνοσας απούχενε τ’ αμπέλι ήτονε εκειά και πρέπει πως εκράθιενε κιανένα γκραδάκι, και επαίξενε μια μπαλωτέ να φύγουνε τα στειρα από τ’ αμπέλι.
Ωστόσο εγλάκουνε το κοπέλι να τα πορίσει, και έφαενε τη μπαλε, και το σκώτωσενε.
Ο παππούς μου, μα κι άλλοι Γωνιώτες του σταίνανε μπροσκαδά, μα δε ντονε βρίχνανε. Αυτός, το κατέχενε πως οι Γωνιώτες τον είχανε βαρμένο στη μοίρα του τουφεκιού, και δεν επορίζενε καθόλου από το σπίτι ντου.
Μια φορά ήτονε παωμένοι στην κλεψιά από θε ντα Ρεθεμιώτικα και πήρανε ενός αγά 70 οζά. Ητονε ο παππούς μου ο Λεφαντρουλής, ο Μαυρούκος και ο Μάνωλας ο Κυμιωνής. Εφερασίντα στα Μικιά Ανώγεια στο Ρέθεμνος από πάνω. Υστερα τα πήγανε, γυρογιαλι γυρογιάλι και τα φέρανε στο “Ντριγιάδε”.
Εκειδα τσοι παραίτησενε ο παππούς μου. Πήγε στο χωριό του φονιά, να στέξει πάλι μπροσκάδα.
Πράγματι μόλις επήγε τον εβρήκενε να σκάφτει τ’ αμπέλι ντου, ο φονιάς με το πατέρα του.
Εσημάδεψενε και σκότωσενε, πρώτος το φονιά τ’ αδερφού του, και ύστερα σκότωσενε και το πατέρα ντου, για εκράθιενε ένα γκρα, και φοβήθηκενε πως θα τονε σκοτώσει.
Ο Μπλατζιαντρουλής ήταν πλέον φυγόδικος και επικηρυγμένος αναγκασμένος να περιφέρεται σαν τ’ αγρίμι στη Μαδάρα, και να κοιμάται σε σπηλιές.
Η Ασιγωνιά τότε είχε αστυνομικό σταθμό, και έναν ενωμοτάρχη που είχε τη φήμη του σκληρού. Τότε οι χωροφύλακες είχαν αυξημένες δικαιοδοσίες. Σταίνανε μπροσκάδες στους παράνομους και τους φυγόδικους, και αν τύχαινε να περάσει από εκεί, τον σκοτώναν και είχε συμβεί κάτι τέτοιο στην περιοχή της Ασιγωνιάς.
Ο Αντρούλης ήξερε την περιοχή, κοιμόταν σε σπηλιάρια – τρύπες που δύσκολα εντοπίζονταν. Κάποια εποχή βρέθηκε στον “πηγάδο”. Εκεί κοντά έσκαβιε για να τα σπείρει κριθάρια ο Οδυσσέας, ένας από τους περισσότερο φιλήσυχους Ασιγωνιώτες. Ηταν απομεινάρι μιας παλιάς Ασιγωνιώτικης οικογένειας, των Κατσουλούδηδων. Του φώναξε λοιπόν ο Μπλατζιαντρούλης.
– Μρε Δυσσέα να σου δώσω δυο πορτακάλια να τα πάεις θέλεις του Νοματάρχη;
– Ναι να τα πάω θέλει ύστερα βράδυ – βράδυ απού θα κατέβω στο χωριό.
Ομως ο ενωμοντάρχης, όταν άκουσε ποιος του τα έστειλε, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει.
– Α εσύ τονε περιθάλπτεις! Δέσετέ τονε και βάλετέ τονε στο κρατηχτήριο. Αύριο πρωί πρωί θα πάει συνοδεία στα Χανιά στη φυλακή.
Ο άμοιρος Οδυσσέας βρέθηκε μπλεγμένος χωρίς να φταίει! Τον πήγανε σιδηροδέσμιο, στη φυλακή στα Χανιά.
Βέβαια, οι τότε προεστοί του χωριού, εξεγέρθηκαν. Πήγανε στα Χανιά και διαμαρτυρήθηκαν.
– Είντα τονε βάλατε τουτονέ τον κακομοίρη φυλακή! Αυτός δε κατέει βουλή του. Ειναι φιλήσυχος άνθρωπος. Αναθεμα και φάενε, οϊ να κλέψει, ποτές του. Ετσι άφησαν τον Οδυσσέα ελεύθερο.
Κάποια εποχή ο Αντρούλης βρέθηκε στο “Γυψηλωτα”. Εκεί έβραζε ένα οζό! Η μυρωδιά ήταν διάχυτη και έφερε και το απόσπασμα με τους χωροφυλάκους.
Οι βοσκοί άρχισαν να σφυρίζουν για να τον προειδοποιήσουν. Οταν το πήρε χαμπάρι έφυγε και παράτησε φωθιά και τσικάλι να βράζει. Οταν οι χωροφυλάκοι κατεύθασαν, νομίζοντας ότι είναι εκεί, άδειασαν τα γκραδάκια, τότε προς το μέρος της φωθιάς. Ομως ο Αντρουλής ήταν μακρυά.
Μια άλλη φορά που συναντήθηκε με τους χωροφυλάκους ήταν όταν βρέθηκε στο “Πρινόλαγγο” πιο κάτω. Διέκρινε τους χωροφυλάκους να ανεβαίνουν στην απέναντι πλαγιά. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν γύρω στα 800 μέτρα. Κρατούσε ένα μάνλιχερ, που πρόσφατα του το είχε στείλει ο Παύλος Γύπαρης ο Μακεδονομάχος.
Με το όπλο αυτό θα μπορούσε από κει να τους σκοτώσει αν ήθελε. Ομως δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Ηθελε να τους δώσει κάποιο μήνυμα, και άρχισε να τους πυροβολεί. Οι χωροφύλακοι ξαφνιάστηκαν. Ξεκρέμασαν τα γκραδάκια που κρατούσαν και άρχισαν να κάνουν και αυτοί το ίδιο. Ομως οι σφαίρες του Γκρα δεν κάλυπταν ούτε την… μισή απόσταση.
Ο Αντρούλης έπαιξε κάμποσες μπαλωτές και μετά πήρε γλήγορα τον ανήφορο για του “θυμέ” και το “φουρνί”.
Ομως ο κίνδυνος ήταν μεγάλος για τον φυγόδικο. Ετσι με την προτροπή, άλλων βασιλοφρόνων Ασιγωνιωτών, κατέφυγε στον Κούνδουρο να του δώσει χάρη, με την υπόσχεση να τον ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές.
Πράγματι αφού πέρασε λίγος καιρός ήρθε η πολυπόθητη χάρη για τον φυγόδικο. Μάλιστα του έδωσε και την σχετική άδεια να φέρνει… τσιγάρα από την Αθήνα. Ομως δεν κάθησε για πολύ στην Αθήνα και στα Χανιά. Ξαναγύρισε στην Ασιγωνιά και στα οζά του.
Με τους δέκα επιπλέον ψήφους, ο Κούνδουρος κέρδισε τις εκλογές. Σαν ρεγαλο, εκτός από την χάρη, έβγαλε ένα σεβαστό ποσό και κατασκεύασαν την τοξοτή γέφυρα τη λεγόμενη καμάρα.