Ένα ελαφρύ χτύπημα στην εξώπορτα του σπιτιού κάτι σαν γρατζούνισμα λίγο πριν χαράξει δεν άφηναν και πολλά περιθώρια τρόπου αντίδρασης. Η γυναίκα σκούντησε τον άντρα της που ακόμα κοιμόταν, μιλώντας του ψιθυριστά. Κάποιος είναι στην πόρτα, ληστής, σήκω!
Ο άντρας, ζαλισμένος ακόμα, σηκώθηκε αμέσως και παραπατώντας άρπαξε ένα ξύλο που είχε πίσω από την πόρτα για κάθε ενδεχόμενο και την άνοιξε απότομα με σκοπό να το κατεβάσει στον απρόσκλητο επισκέπτη. Δεν ήταν όμως κανείς. Μόνο όταν έσκυψε το κεφάλι, είδε μέσα στο σκοτάδι να κουνιέται μια μαύρη ουρά. Γύρισε στο κρεβάτι και χωρίς να έχει διάθεση για συζητήσεις, είπε στη γυναίκα του κοιμήσου, σκύλος ήταν.
Το πρωί η ζωή στο σπίτι ακολουθούσε την καθημερινότητά της. Ο άντρας έφτιαχνε τους καφέδες και η γυναίκα ετοιμαζόταν για τη δουλειά. Φεύγοντας του φώναξε ξερά από την πόρτα, ο σκύλος είναι ακόμα εδώ.
Εκείνος σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα που ήταν ακόμα μισάνοιχτη. Ο σκύλος ήταν στην είσοδο και τον κοιτούσε επίμονα. Τώρα χωρίς να κουνάει την ουρά, αλλά καθόταν και τον κοιτούσε επίμονα, ήσυχος και λίγο φοβισμένος, περίμενε την αντίδρασή του. Τώρα μπορούσε να τον δει καλύτερα. Ήταν ένας σκύλος μικρού μεγέθους, με γυαλιστερό μαύρο τρίχωμα και φουντωτή ουρά. Η μουσούδα του και τα αυτιά του ήταν μακριά. Ήταν φιλικός, σίγουρα από σπίτι σκέφτηκε. Όταν τον πλησίασε και άπλωσε το χέρι του, η πρώτη αντίδραση ήταν να του το γλείψει. Και όταν η ανταπόδοση ήταν ένα χάδι στο κεφάλι του, ηρέμησε και μπούκαρε μέσα στο σπίτι.
Αυτό ήταν. Από τη μέρα εκείνη έγιναν αυτοκόλλητοι. Το πρωί περίμενε υπομονετικά να πάει την βόλτα του μετά τα πρωινά μπισκότα. Δεν του φόρεσε ποτέ λουρί, αφού τον ακολουθούσε πιστά όπου πήγαινε. Μετά γυρνούσαν στο σπίτι όπου ξάπλωνε κάτω από το τραπέζι και κοιτούσε τον άντρα που μαγείρευε. Περιττό είναι να πω ότι ο άντρας ήταν συνταξιούχος. Στο καφενείο όταν πήγαιναν, κοιμόταν στα πόδια του. Το μεσημέρι στεκόταν δίπλα του και περίμενε υπομονετικά το μεζεδάκι του και το βράδυ θρονιαζόταν δίπλα στην πολυθρόνα του νέου του αφεντικού, μέχρι να τους πάρει μαζί ο ύπνος. Η γυναίκα του τού έλεγε ότι το σκυλί είναι από σπίτι και θα έπρεπε να κάνουν κάτι για να ξαναβρούν τα αφεντικά του. Αυτός πάλι ήταν πιο χαλαρός. Καλά, έλεγε, αν ενδιαφερόντουσαν θα τον έψαχναν. Μεταξύ μας, είχε δεθεί με το σκυλί, κάτι που ως πρώην μπάτσος δεν ήθελε να παραδεχτεί. Μια ζωή ήταν τύπος και υπογραμμός. Με το σταυρό και το νόμο στο χέρι, χωρίς πολλές συναναστροφές και περιττούς συναισθηματισμούς. Πού να περίμενε ότι αυτό το σκατό θα τον έκανε ευαίσθητο.
Μια μέρα μετά από ένα μήνα του είπε ένας φίλος στο καφενείο ότι ψάχνουν ένα σκύλο που του έμοιαζε. Μικρόσωμος, μαύρος με φουντωτή ουρά. Δεν έδωσε σημασία. Δεν ήθελε μάλλον να το πιστέψει. Δεν άργησε η μέρα που βρήκαν και αυτόν. Είχε πάει για ψώνια στη γειτονιά όταν τον πλησίασε μία κυρία. Εσείς βρήκατε το σκυλάκι μου; Σας περιέγραψαν από το καφενείο. Δεν το βρήκαμε εμείς κυρία μου, την διέκοψε απότομα, αυτό μας βρήκε και δεν ξέρουμε αν είναι και δικό σας… Πότε μπορούμε να έρθουμε να το πάρουμε; Ξέρετε το έχουμε πάρει για να παίζει ο μικρός γιος μας που το ζητάει και κλαίει.
Την άλλη κιόλας μέρα χτύπησε η πόρτα. Αυτός ήταν με το σκυλί στο σαλόνι. Άνοιξε την πόρτα και ήταν η κυρία. Της είπε ότι αν φωνάξει με το όνομά του το σκυλί από την είσοδο χωρίς να την βλέπει και αυτό έρθει, πάει να πει ότι είναι το δικό της, θα το πάρει και θα φύγει. «Μπούμπη» φωνάζει η κυρία και αυτό έτρεξε αμέσως προς το μέρος της και του πέρασε το λουρί. Φεύγοντας, το σκυλί κοντοστάθηκε λίγο στην έξοδο και τον κοίταξε με το γνωστό επίμονο βλέμμα. Αυτός της είπε ότι άμα το σκυλί ξαναέρθει στο σπίτι δεν θα της το ξαναδώσει πίσω.
Πέρασαν μήνες και ακόμα δεν το είχε ξεπεράσει. Η γυναίκα του τού έλεγε να πάρουνε άλλο σκύλο. Όχι, αυτόν ήθελα. Είναι σα να μου λες ότι άμα φύγεις να πάρω άλλη γυναίκα. Εγώ εσένα θέλω! Δεν καταλαβαίνεις ότι το σκυλί είχε προσωπικότητα;
Μια νύχτα άκουσαν το γνωστό ελαφρύ γρατζούνισμα της πόρτας. Ήταν ο «Μπούμπης», που γύρισε πίσω. Δεν τον ξαναζήτησε ποτέ κανείς. Πέθανε ευτυχής μετά από πολλά χρόνια, πλήρης ημερών.