ΓΙΩΡΓΟΣ Μ. ΜΥΛΩΝΟΓΙΑΝΝΗΣ (1909-1954)
«Δώστε φτερά, για ν’ απλωθώ στα ύψη,
Κι ανοίχτε τα παράθυρα στο φως!’’
(από το ποίημα “Φτερά και Φως” Γ. Μ. Μυλωνογιάννη)
ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ και σήμερα η στήλη μας μνημονεύει με ιδιαίτερη συγκίνηση έναν δικό μας ποιητή του Μεσοπολέμου, γέννημα της Χανιώτικης γης τον Γιώργο Μ. Μυλωνογιάννη. Η λογοτεχνική φωνή του έκανε αίσθηση στον καιρό του κι αν λησμονήθηκε όπως άλλων συγχρόνων του, ωστόσο δεν έσβησε κι ο απόηχός της φτάνει μέχρι τις μέρες μας προσελκύοντας ακόμη το γόνιμο ενδιαφέρον μελετητών .
Η ποίησή του ακολουθεί το ύφος των επιρροών του Καρυωτάκη με τις γκρίζες και συχνά μελανές νεφώσεις της απαισιοδοξίας και της εσωστρέφειας. Προβάλλει με παρρησία την αδιαπραγμάτευτα οδυνηρή οπτική του και τη δηλώνει με σαφή αμεσότητα, δίχως πόζα. Τολμώ μάλιστα να πω ότι διαθέτει το θεμελιώδες συστατικό της μεγάλης ποίησης κι εννοώ το τραγικό στοιχείο που προσδίδει την αναγκαία δραματική διάσταση. Γιατί η ποίηση τρέφεται κι ανθίζει με την πλέρια συγκίνηση. Αιματόεσσα και δακρυόεσσα είναι η μεγάλη αφεντιά της, έτσι και η δυστοπία μιας ζωής μπορεί να γίνει προνόμιο στη δημιουργική διαδικασία και να κραυγάσει μιαν αλήθεια.
«Νικημένοι… Και όμως δεν δώσαμε μάχη,/ μήτε κάν στον ορίζοντα φάνηκ’ εχθρός,/ ενώ θάπρεπε νάμαστε πάντοτε μπρός,/ σε σκιές και σε φάσματα στρέφουμε ράχη//…
…Γελασμένοι… Δεν το’ χαμε πριν καταλάβει,/ πως μια μέρα θαρχόταν αυτός ο καιρός,/ που κι ο ύστατος φίλος θα ήταν νεκρός/ Η ζωή δεν προσφέρει, ζητάει να λάβει.//
Διαρκώς αυταπάτες και πάντα στο χέρι/ λίγα πούπουλα, θύμηση μόνο σκληρή/ της χαράς που πετάει και φεύγει ιλαρή/ στον ορίζοντα πέρα, λευκό περιστέρι’’
(απόσπασμα από το ποίημά του “Οι ονειροπόλοι” αφιερωμένο στον φίλο του ποιητή Μήτσο Παπανικολάου*2)
Ο ποιητής μας που ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο “Γιώργος Περαστικός”, γεννήθηκε στα Χανιά*3 το 1909 και σε παιδική ηλικία ακόμη εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Αργότερα ακολούθησε Πανεπιστημιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών*4. Με έφεση στις ξένες γλώσσες και ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια δημοσίευε από νωρίς και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με την ποίησή του αλλά και με μεταφράσεις στο περιοδικό “Μπουκέτο”. Ανήκε στην ομάδα σύνταξης του περιοδικού “Ξεκίνημα” και ήταν επιμελητής έκδοσης του περιοδικού “Κρητικαί Μελέται”. Ήταν ο εκδότης των περιοδικών “Λυτρωμός” το 1933 και “Φλόγα” το 1935, ενώ από το 1936 έως το 1940 μαζί με το Δημήτρη Φωτιάδη διηύθυνε το σπουδαίο περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα”. Εκεί κρατούσε τη στήλη της κριτικής του βιβλίου κι έπαιρνε ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις -με το ψευδώνυμο Γιώργος Περαστικός- από γνωστές προσωπικότητες της λογοτεχνίας. Επίσης υπήρξε βασικός συντελεστής του περιοδικού “Νέος Νουμάς”. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: “Προς το φως” (1934), “Μεθεόρτια” (1948), “Ανάγλυφα” (1951) και στην εφημερίδα “Θάρρος” του Πειραιά δημοσιευόταν σε συνέχειες το μυθιστόρημά του “Βιοπάλη”. Γι’ αυτό το συγγραφικό πόνημά του ο ίδιος ο ποιητής είχε σχολιάσει σε συνέντευξή του στον Ν. Β. Σφυρόερα στο περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα” στις 4-6-1936: «…Καθρεφτίζει το μεγάλο δράμα της σημερινής νεότητας – τον σκληρόν αγώνα για τη ζωή. Από τότε που τελείωσα το γυμνάσιο, μου είχε κάμει μεγάλην εντύπωση το γεγονός ότι, από τους 75 συμμαθητές μου, μόλις οι δέκα-δώδεκα κατόρθωσαν να συνεχίσουν και να τελειώσουν τις σπουδές των. Όλοι οι άλλοι, ή χάθηκαν μέσ’ στον αγώνα της ζωής ή συμβιβάστηκαν με μια μέτρια θεσούλα, δίχως επιδιώξεις και όνειρα. Τσακισμένα φτερά, προτού ακόμα ανοίξουν. Έλλειψη ελπίδας και θάρρους για τη ζωή και συγχρόνως απέραντη και ζηλότυπη λαχτάρα για τις απολαύσεις της. Οι θαυμαστές κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού – ένα άπιαστο όνειρο. Παντού ο εξαντλητικός μόχθος κι ο ιδρώτας, που καταντά στο τέλος να κάνει πικρή τη γεύση της ζωής, κι αβάσταχτο το παράπονο για τη μοίρα της…»*5
Ο κοινωνικός αλλά και πολιτικός λόγος του Γιώργου Μ. Μυλωνογιάννη εκφράστηκε με μεστότητα, ανθρωπιά και οξυδέρκεια σε πολλά προοδευτικά έντυπα της εποχής του. Η μελαγχολία της ιδιοσυγκρασίας του -είναι γνωστό ότι η επίγνωση γεννάται με πόνο- που καθόρισε τον βηματισμό του στη χώρα της Ποίησης, συγχρόνως τον οδήγησε σε βαθιά κοινωνική συνειδητοποίηση. Με ενσυναίσθηση μίλησε για την αποστολή της τέχνης, έγραψε ριζοσπαστικά μαχητικά ποιήματα, καλλιέργησε το κριτικό του ένστικτο σε αξιόλογο βαθμό και δεν κατέφυγε σε καμιά ιδεολογική ευκολία συμβιβασμού. Ποιο είναι το ακριβό τίμημα για έναν ευαίσθητο ιδεολόγο ποιητή που βρέθηκε στα μεταίχμια των καιρών; Μήπως η απόσυρση; Και όσα τον πλήγωσαν; Το φως μπορεί όλα να τα επουλώσει; Κι επιτέλους πόσο πρέπει να μας αγγίζει η χλεύη του κάθε όχλου;
(Ακολουθεί το ποίημά του “Λύτρωση”):
«Εφτάσαμε στο τέρμα των τερμάτων!// Μπροστά βουνό γρανίτινο και μόλις// μακρυά πολύ, σαν όγκος αθυρμάτων// η πόλις.
Οι θόρυβοι δεν φτάνουν εδωπέρα,// π’ ακούγονται θροΐσματα γαλήνης,// κι έχει το θάμπος κάθε μας φοβέρα// σαγήνης.
Φροντίδες, πίκρες, βάσανα και μόχθοι// είναι καθώς κλεισμένα μέσ’ στη γυάλα,// σα να ’μαστε στη μια των όλων όχθη// με τ’ άλλα.
Και κείνοι που μας πλήγωσαν και κείνοι// που στέκονται ψηλότερα απ’ τη λήθη,// στη μακρινή σιγή τους έχουν μείνει// σαν μύθοι.
Εδώ, καθώς το φως μας αγκαλιάζει// κι ο ίσκιος του βουνού μας δροσερεύει,// των όχλων τώρα πια δεν μας πειράζει// κι η χλεύη…».
Είναι γνωστή η λογοτεχνική διαμάχη, οι απαντήσεις και οι ανταπαντήσεις που δημοσιεύθηκαν μετά από μια αυστηρή κριτική του Γιώργου Μ. Μυλωνογιάννη για τον ποιητή Γιάννη Σκαρίμπα. Το ποίημά του όμως “Εκδρομή στη Χαλκίδα”, αφιερωμένο στον Γιάννη Σκαρίμπα από την εποχή της φιλίας των δυο ποιητών, το θεωρώ πολύ σημαντικό γιατί δεν ταυτίζεται με το σύνηθες ύφος του. Ακολουθεί την ομοιοκαταληξία αλλά πρωτοτυπεί στη σύνθεσή της ως να είναι έτοιμος να μπει σε νεωτερικά πεδία. Η στυφή πικρία υπάρχει βεβαίως απροκάλυπτα στον στοχασμό του, αλλά εξουδετερώνεται στο δεύτερο ήμισυ του ποιήματος από την εναλλαγή των εικόνων, τον γρήγορο ρυθμό, την κίνηση, τον ευφυώς παιγνιώδη μεταφορικό λόγο του. Υπάρχει μια υποδόρια ευοίωνη αναμονή, ο ποιητής μας σαν να ανακαλύπτει για πρώτη φορά, με παιδικά μάτια την ομορφιά της ζωής! Τα φτερά του ταλέντου του ήταν τεράστια, όπως και η δίψα του για το φως, δυστυχώς όμως αυτοπεριορίστηκε μέσα στα ερμητικά τείχη μιας λογοτεχνικής συντροφιάς, τον κύκλο του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη. Παραθέτω το ποίημα που θαρρώ ότι προήγγειλε τη μετάβασή του σε άλλη διάσταση εξέλιξης και ωριμότητας, εάν φυσικά οι συνθήκες είχαν επιτρέψει την ολοκλήρωση της ποιητικής του ταυτότητας:
«Έχει χαλάσει, φαίνεται, το φρένο// και στέλνοντας σφυρίγματα στο σύμπαν// μας τρέχει προς τον φίλτατον Σκαρίμπαν// το τραίνο.
Τ’ ήθελα με τους άλλους κι εγώ νάμπω;// να με κερνούν οι αποστάσεις τρόμους// και να θωρώ από μακρυά τους δρόμους,// τον κάμπο…
Τόσο κοντά οι γραμμές των οριζόντων// νάναι, που να μ’ αγγίζουνε το στήθος,// νάμαι νεκρός ανάμεσα στο πλήθος// των ζώντων…
Τα δέντρα να χορεύουνε κι’ οι βράχοι// στη μουσική του τραίνου που διαβαίνει,// καμμιά εντύπωσή μου να μη μένει// μονάχη.
Μα να μου τη σκεπάζουνε οι όγκοι,// τα πέρατα να στάζουνε λαχτάρες,// να φεύγουν των πραγμάτων οι κατάρες// κι οι βόγγοι…
Και να προβαίνει, τέλος,// η Χαλκίδα, στα μεθυσμένα μάτια, μεθυσμένη,// στη θάλασσα, σαν αναδυομένη// Βακχίδα.
Ωραία, σαν ονείρου πολιτεία,// που ’ναι μικρός στα κάλλη της ο στίχος// κι όλους μας έχει μαγεμένους, δίχως// αιτία…
Ωραία, που μπροστά της ξεψυχάει// το τραίνο κι ό,τι έχουμ’ απαντήσει// γίνεται μουσική να την υμνήσει// στα χάη…».
Ο ποιητής μας Γιώργος Μ. Μυλωνογιάννης απεβίωσε μόλις στα 45 χρόνια του, επιβεβαιώνοντας αυτό που θα πει πολλά χρόνια αργότερα ο Γιώργος Χειμωνάς: «η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία κι όμως μπορεί να αφανισθεί ρημαγμένη από κάτι που δεν έχει αιτία».*6
Στο ποίημά του “ΦΙΝΑΛΕ” καταβεβλημένος κι αποθαρρυμένος από την κατάσταση της υγείας του αποζητά τη φυγή στη σελήνη, την προσφιλή πατρίδα όλων των ποιητών. Το φεγγάρι όμως χάνεται και στη θέση του η μνήμη της πατρικής γης ξυπνά ισχυρή κι ορμέμφυτη δωρίζοντάς του μια χαρακτηριστική φραστική ψηφίδα από τη ντοπιολαλιά μας, μια μικρή λέξη που έχει ωστόσο τη μεγάλη δύναμη να δώσει ύστατο φως και θαλασσινή πνοή στις αισθήσεις του που δύουν αμετάκλητα, τη λέξη “γροικώ” οι ρίζες με όχημα τη γλώσσα της γενέτειρας νήσου εκκίνησαν από εδώ και ξετυλίχθηκαν σε ατέρμονο νοερό διακλαδισμό ώσπου βρήκαν τον εύθραυστο ανθό τους στην Αθήνα το 1954 και τρυφερά τον εναγκαλίσθηκαν στις στερνές του ώρες :
«Αφήστε με έχω κουραστεί… Σας το ζητώ για χάρη,
Θέλω να κόψω τα δεσμά, που με κρατούν δεμένο,
Αγαπημένοι, δε μπορώ μαζί σας πια να μένω,
θα πάω ν’ αποκοιμηθώ μια νύχτα στο φεγγάρι.
Το περιμένω από καιρό ναρθεί και να με πάρει,
μ’ αυτό δεν έρχεται ποτέ – ίσως γιατί προσμένω.
Κουράστηκα και ν’ αγαπώ, να κλαίω, να υπομένω,
θα πάω ν’ αποκοιμηθώ μια νύχτα στο φεγγάρι.
Θέλω να φύγω από σας κι ας είστε αγαπημένοι.
Η νύχτα είν’ ατέλειωτη, τα μάτια μου πονούνε
κι’ ούτε και ξέρω την αυγή το τι με περιμένει.
Μα ό,τι και να ’ναι, δε μπορεί με σας να με κρατήσει,
Γιατί φωνές αμέτρητες γροικώ να με καλούνε
Και το φεγγάρι μου γελά κι είν’ έτοιμο να σβήσει…».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Φωτογραφία του ποιητή, κριτικού και δημοσιογράφου Γ. Μ. Μυλωνογιάννη
α/β: τεύχη του αριστερόστροφου περιοδικού ΛΥΤΡΩΜΟΣ
2. Το ποίημα ‘’Ονειροπόλοι’’ μελοποιήθηκε από τον Θάνο Ανεστόπουλο. Αναζητήστε το στο You Yube. Ο
ποιητής Μήτσος Παπανικολάου μετά από μια αδιέξοδη ζωή είχε ένα αυτοκτονικό τέλος.
3. Κάποιοι βιογράφοι αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Χαλέπα
4. Σε μερικές πηγές αναφέρονται νομικές σπουδές και σε άλλες φιλολογικές
5.Το απόσπασμα της συνέντευξης του ποιητή από το άρθρο του Β. Καλαμαρά-Γιώργου Σταματόπουλου ‘’Μεταξύ ιδιοσυγκρασιακής αισθαντικότητας και πολιτικής συνειδητότητας –Ριζοσπαστικές Αναγνώσεις-Γιώργος Μ. Μυλωνογιάννης –Εκατόν δέκα χρόνια από τη γέννησή του ‘’ Εφημερίδα των Συντακτών 1.3.2019
6.Από το βιβλίο του πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά: ‘’Ο εχθρός του ποιητή’’
7. ΑΝΟΙΧΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΣΤΟ ΦΩΣ . ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΥΛΩΝΟΓΙΑΝΝΗ
Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ / ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
Η στήλη “Πράξεις Ποιητών” κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα θα παρουσιάζει το έργο και τη ζωή δημιουργών, λιγότερο γνωστών στην ευρύτερη κοινή γνώμη.
Με χαρά διάβασα το σημερινό αφιέρωμα σας στον άγνωστο σε μένα συντοπίτη μας Γιώργο Μυλονογιάννη!
Σας ευχαριστώ πολύ!!
Κι εγώ σας ευχαριστώ κ. Πατσουράκη που τιμάτε τη στήλη με τα καλά σας σχόλια .Να είστε καλά! Καλό μήνα