«…λέγεις ότι πλούσιος είμι και πεπλούτηκα
και ουδενός χρείαν έχω και ουκ οίδας
ότι συ εί ο ταλαίπωρος και ελεεινός και
πτωχός και τυφλός και γυμνός…’
( Αποκάλυψη: 3/14-22)
Σαν τέλειωσε η πάλη στα Μαρμαρένια Αλώνια, κάθισε ο Χάροντας να ξαποστάσει. Ο πεισματάρης γέρο – Άρχοντας τον είχε εξουθενώσει. Με την επιρροή του χρήματος που μια ζωή εσόδειαζε, εκμεταλλεύτηκε όλη τη δύναμη της γήινης τεχνολογίας. Μικρός θεός στο πέρασμά του, μιας και οι άνθρωποι τον προσκυνούσαν, μιας και οι ανέσεις ήταν βίωμα, και μιας και οι απαιτήσεις έκαναν κατορθωτό το ακατόρθωτο. «Πες το και θα γίνει…» ήταν η ζωή του. Απαίτησή του εύλογη λοιπόν, η αθανασία. Μικρός θεός, το απαιτούσε…
Μα τώρα νικημένος εκεί μπροστά κοιτόνταν. …Άνετος ο μακελάρης ετοίμαζε το μαύρο άρμα το γοργόφτερο. Καιρό για χάσιμο δεν είχε…Πολυάσχολο τον είχε κάνει ετούτη η παράξενη η εποχή στη γη. Πόλεμοι, κινήματα, τρομοκρατία, μοντέρνοι θάνατοι μ’ αεροπλάνα, αυτοκίνητα, ραδιενέργεια, μόλυνση αβάσταχτη. …Και κείνος βιαστικός, έπρεπε να κατευοδώσει τον κάθε γήινο πεισματάρη ή όχι, στην μακρινή την όχθη της Αχερουσίας…Καιρό για χάσιμο, δεν είχε…Έβλεπε άλλωστε να πλησιάζουν και άλλοι γήινοι εις την παλαίστρα, έπρεπε να τελειώνει και με δαύτους…
Άνοιξε τα μάτια ο χρυσοφόρος `Αρχοντας:
• «Κάθισε Χάροντα να συζητήσουμε»…
• Σ’ακούω, γέροντα, μα βιαστικό με βρίσκει η θέλησή σου..»
• Με νίκησες, μα ξέρεις έχω χρήμα, δύναμη και επιβολή σ’ `Αρχοντες και βασιλιάδες. Σε Δεσποτάδες, σε κληρικούς, σε λαϊκούς. Σ’ Ανατολή και Δύση, δεν έχω μάθει ν’ αθετούν τη θέλησή μου. Και συ λοιπόν, πες πες μου τι θέλεις, και θα γίνει. Πες πόσα θέλεις, και θα τα’ χεις. Μόνο άφησε λεύτερο να φύγω, κι είναι το βιος μου ακέφαλο, και οι μνηστήρες να το μοιραστούν, πολλοί…
– « Άκουσε γέρο» μίλησε βαρετά ο σκοτεινός αφέντης…Σύρε τα πόδια σου και έλα να κάτσεις δίπλα μου στο άρμα. Τιμή ξεχωριστώ σου κάνω, μιας και για στερνή φορά παίζεις το ρόλο που’ χες μαθει…Μόνο, πιο γρήγορα, μη μ’ εμποδίζεις στη δουλειά μου. Τα λέμε ταξιδεύοντας. Πρέπει να μάθεις μακριά πρέπει να πάμε, εκεί π’ ουδέποτε βρήκε κανείς του γυρισμού το δρόμο…» Είπε και τράβηξε τα γκέμια των αλόγων π’ αδημονούσαν χλιμιντρώντας ν’ακολουθήσουν το μονοπάτι το χιλιοπερπατημένο που μόνο εκείνα και ο σκοτεινός αφέντης γνώριζαν…
Κάθισε ο γέρος σιωπηλός, δίπλα στον Χάροντα. Γοργόφτερα τα μαύρα τ’ άλογα, σαν αστραπές ξεχύθηκαν μπροστά, με τις χαλύβδινες οπλές του να σπιθίζουν. Μια συνοδεία μαύρα πλάσματα πετούσαν δίπλα, μπροστά και πίσω από το άρμα. Είχαν μορφή πιο σκοτεινή από το μαύρο, και σχήμα ανάμικτο ανθρώπου, όρνιου ή νυχτερίδας. Τα γέρικα, σβησμένα τ’ `Αρχοντα αδυνατούσαν να μορφοποιήσουν κείνα που’ βλεπε με κείνα που’ ξερε. Είχαν μονάχα ανθρώπινη λαλιά που του’ ψαλλαν σαν ξόδι, κάτι που θύμιζε χορό αρχαίας τραγωδίας, σαν έψαλλαν:
«Το μονοπάτι που περνάς αητέ,
σημάδια γυρισμού δεν έχει,
ούτε αντίθετα το διάβηκε κανείς.
Μην περιμένεις να χαρούν εκεί που πας,
μην περιμένεις οίκτο ή συμπόνια,
ανθρώπινα αισθήματα δεν έχει
ο κόσμος των ψυχών, ο σιωπηλός.
Και όσα σόδιαζες αητέ στη Γη,
δεν τα’χει ανάγκη η χωματένια φύση
εκεί που πας εις τους αιώνες.
Και μην ξεχνάς,
δεν είσαι άλλο από μια χούφτα γης
που δανεική την πήρε κάποτε ο Πλάστης
και’ πρεπε κάποτε στη γη να επιστρέψει…»…
…Χωρίς μιλιά κατέβηκε από το μαύρο τ’ άρμα και μπήκε στη μικρή βαρκούλα, Παρέα πήγαν στην αντίπερα την όχθη, στο τέρμα μιας ζωής, μιας ιστορίας. `Εγινε αμέσως ίσκιος σιωπηλός στην όχθη της Αχερουσίας, γυμνός από χρυσάφι, αξιώματα και δόξες, γυμνός κι από τη χωματένια του φύση π’ έγινε σκόνη στ’ ανεμόδαρμα τ’ απείρου. Μοναδικό του ένδυμα για πάντα η σιωπή, η λήθη, η ανυπαρξία…