Κύριε διευθυντά,
και πάλι οι στήλες των “Χ.Ν.” με προκαλούν να πιάσω την πένα, το χαρτί και να γράψω. Βέβαια οι στήλες αυτές γεμίζουν από την επικαιρότητα η οποία τις τροφοδοτεί με γεγονότα τα τα οποία αφορούν πρόσωπα και καταστάσεις που κατά κάποιο τρόπο έχουν, στο παρελθόν απασχολήσει τις στήλες, και όχι μόνον, του γραπτού Τύπου.
Σήμερα, δύο πράγματα είναι αφορμή:
Ο θάνατος ενός φίλου, στην πρώτη σειρά των επώνυμων μιας μεγάλης χρονικής περιόδου, οι οποίοι απασχολούσαν την κοινή γνώμη με τη θετική παρουσία για την ψυχαγωγία όλου του κόσμου.
Μια παρουσία σίγουρα “ανεξίκακη” χωρίς εμπάθεια και με μόνη τη διάθεση ο θεατής/ ακροατής να “ξεδώσει” και κυρίως να γελάσει.
Μπορεί πολλές φορές να ήταν καυστικό το “χωρατό” του όμως πάντα γελούσες με τον τρόπο που το παρουσίαζε και το σχολίαζε. Μάλιστα βρέθηκα σε δύο περιπτώσεις με λιποθυμίες, από το πολύ γέλιο, που χρειάστηκε η παρέμβαση… γιατρού. Αυτός ήταν ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης, ο φίλος μου, ο γνωστός με το καλλιτεχνικό όνομα Χάρρυ Κλυνν. Μου τον γνώρισε, όπως και πολλούς άλλους επώνυμους μιας εποχής, ο ξεχωριστός και μεγάλος, ο χιλιοτραγουδισμένος Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Τότε στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Όταν ο Βάμος μεγαλουργούσε με τις “μουσικοκαλλιτεχνικές” εκδηλώσεις του.
Ηταν τέτοια εποχή, το 1983, η πρώτη μας γνωριμία και συνάντηση η οποία έγινε στο σπίτι του στο Πολύδροσο στο Χαλάνδρι, γιατί μετά τον έβρισκα στο εξοχικό του στην Καλλιτεχνούπολη, ανάμεσα Πικέρμι και Ραφήνα. Οι συναντήσεις μας είχαν σκοπό την συμμετοχή του στις εκδηλώσεις του Βάμου, πράγμα που έγινε για δυο συνεχόμενες χρονιές. Ηρθε στον Βάμο και το τονίζω χωρίς καμιά αμοιβή προσωπική, την εποχή όπου το προσωπικό του “κασέ” ήταν από τα κορυφαία για την εποχή. Μάλιστα φρόντισε να με συνδέσει με τους συνεργάτες του, ηθοποιούς και μουσικούς, τους οποίους πληρώναμε με χαμηλό “μεροκάματο” με την παρέμβαση του. Από τότε διατηρούσαμε μια φιλία καλή, και όταν βρισκόμασταν, και ήταν πολλές φορές, μου έλεγε, όπως τα έλεγε. «Ρε Χατζηδάκη, θυμίζεις “χύτρα Lagostina” με χερούλια», και αυτό γιατί κάποια εποχή είχα κατά πολύ σπάσει το “φράγμα” των 100 κιλών, και τα περίσια κιλά φαινόντουσαν γύρω – γύρω στη μέση μου. Το μόνο που μου μένει τώρα, είναι να ευχηθώ για την ανάπαυσή του.
Βασίλη ξεκουράσου, γιατί πρόσφερες θετικές υπηρεσίες στο όνομα Βάμος, χωρίς να έχεις, ουσιαστικά, σχέση ή υποχρέωση. Απλά ήταν μια γνωριμία όπως γράφω πιο πάνω, η οποία εξελίχτηκε σε φιλία.
Η δεύτερη αφορμή είναι τα δημοσιεύματα για την επέτειο της Μάχης της Κρήτης. Διαβάζω ότι τούτη τη χρονιά μόνον ένας Βετεράνος μας επισκέφτηκε και ενός άλλου, παλαιότερα τακτικού επισκέπτη, ύστερα από επιθυμία του, δικού του άνθρωποι έφεραν την “τέφρα” του να την σκορπίσουν στα Χανιά όπου πολέμησε. Βέβαια από τότε έχουν περάσει κοντά 80 χρόνια, και πόσων χρονών να ήταν αυτοί ……. που πολέμησαν.
Σε προηγούμενο γραφτό μου, το οποίο έμεινε στο “σκοτάδι” το 1988 όταν ο Βάμος επιφορτίστηκε με τις σχετικές τελετές, εφόσον θυμάμαι είχαμε φιλοξενήσει γύρω στους 115 βετεράνους από τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Βέβαια από τότε έχουν περάσει άλλα 30 χρόνια όπου τότε ήταν στην ζωή αρκετοί.
Τελειώνω για σήμερα, και μέχρι τη νέα πρόκληση που θα δημοσιευτεί, και φυσικά μέχρι που θα μπορώ να γράφω ότ,ι γράφω… και δεν θα με έχει εγκαταλείψει η μνήμη, γιατί πολλά έχω δει και ακούσει στη μακρόχρονη πορεία μου στη ζωή, και φυσικά και μάθει…
Σας ευχαριστώ
Γιάννης Χατζηδάκης
π. δήμαρχος Βάμου