Ενας ρυθμός που επαναλαμβάνεται. Και ξαφνικά μια φλόγα που χορεύει στο απρόσμενο.
Ιέρεια που ενώνει τα σύμπαντα, μέσα σε μια φούχτα βότανα από το ρυάκι. Νερό που γαργαλάει το λαιμό της αβύσσου. Κι αυτή γελάει και μπαίνει στο χορό. Χέρια υψωμένα σ’ έναν σκληρό ύμνο, ωε επίκληση στην ελευθερία. Μια ατέρμονη διαδοχή των ανέμων, πάνω σ’ ένα μπερδεμένο ανεμολόγιο, που δε μπορεί να πει ποια είναι η κατεύθυνσή τους. Ενας χορός της νύχτας, με τους μοναχικούς καπνούς και της αυγής, με τον αχνό της αθιβολής. Κι ένα τραγούδι σα κλάμα, σα γέλιο, σα γιορτή.
Μια λιτανεία από τις Θεσμοφοριάζουσες, που ξέφυγε από το σκονισμένο προκαθορισμένο και πορεύεται χαρούμενα προς το ακαθόριστο.
Ο Πάνας, γελά περιπαιχτικά στον καφέ του λυκόφωτος. Και του προσφέρει, το αίμα του γλεντιού, που μόλις ανάβλυσε, από τα γυμνά πόδια της μοναχικής σκέψης. Μα, ατό προτιμά να μην πέσει στην ψεύτικη έκσταση. Του φτάνει το τραγούδι της σιωπής, της ντυμένης με τους χιλιάδες ήχους του αιώνιου “τώρα”.
Χέρια υψωμένα, σαν σε επίκληση στο “τώρα”, προς όλες τις κατευθύνσεις κινούμενα, σα τα πρωίμως ξερά φύλλα, που προαναγγέλλουν ένα καλοκαίρι που αργεί, μα, που λές πως μόλις πέρασε κι ας μην έχει έρθει ακόμη.
Ολες οι αισθήσεις ένας χορός. Όλα τα αόρατα ένας χορός. Όλες οι σταγόνες της θύμησης ένας χορός. Ένα λυκόφως που χάνεται χορεύοντας. Μέσα στην αγάπη είναι όλα παρόντα. Σα σφουγγάρι που έπιασε ο δύτης της ψυχής και έσβησε την απουσία, από τον μαυροπίνακα της αμφιθυμικής νύχτας. Στην αγάπη είναι όλα παρόντα. Σα πολυφωνικό τραγούδι, που το έκλεψαν βαρβαρικές φωνές, μα αυτό αντιστέκεται σαν την ηχώ στους ανέμους. Στην αγάπη είναι όλα παρόντα. Χορός ρυθμικά γρήγορος, όπως το ερωτικό χτυποκάρδι την ώρα της έκστασης.