Ξανοίγει ο χρόνος χάνεται πέρα γοργά στη Δύση
σβήνεται εις το διάβα του η δίψα και η φλόγα
θολώνει τα περίγυρα την ξαστεριά στη φύση
σκορπά στον τόπο της χαράς την τελευταία νότα.
Δονείται η ανάμνηση στο πέρασμα του χρόνου
στρίβει το μίτο ο λογισμός τη θύμηση γυρεύει
γι’ αυτά που η μοίρα τόνισε εις το σκαλί του δρόμου
θνητούς να σύρει στο χορό κάθε φορά προσμένει
Ω χρόνε σαν παλίρροια τη σκέψη αργοσαλεύεις
ρίχνεις στη λήθη λησμονιά, στους ξένους στρατοκόπους
ανάλαφρα στο θόρυβο με σιωπή πορεύεις
συντρίβεις εις τα πέρατα στο άπειρο τους κόπους