Χρόνος. Εκφράζει τη διαδοχή και τη διάρκεια των γεγονότων, ενώ από την κλασική μηχανική θεωρείται να ρέει ανεξάρτητα από οποιοδήποτε φαινόμενο που διαδραματίζεται στη φύση.
Για τον Νεύτωνα (Άγγλο Φυσικό και «πατέρα» της κλασικής φυσικής), ο αληθινός, απόλυτος και μαθηματικός χρόνος ρέει ομοιόμορφα, χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε το εξωτερικό, δηλαδή κινείται ανεξάρτητα από το γεγονός με τις μεταβολές να συμβαίνουν μέσα στο «χρόνο» αλλά όχι τον ίδιο «χρόνο». Η έννοια του απόλυτου χρόνου εγκαταλείφθηκε με την θεωρία της σχετικότητας (Άλμπερτ Αϊνστάιν), η οποία ανέπτυξε την έννοια του «σύγχρονου». Στη φυσική της σχετικότητας η έννοια του «σύγχρονου» εξαρτιέται από το σύστημα αναφοράς που λαμβάνεται και για το λόγο τούτο προκύπτει ότι τα συστήματα αναφοράς με κίνηση διαφορετική το ένα σε σχέση με το άλλο έχουν διαφορετικούς χρόνους. Ο ίδιος χρόνος ισχύει μόνο για συστήματα αναφοράς που βρίσκονται σε ακινησία το ένα σε σχέση με το άλλο.
Η αρχέγονη μονάδα μέτρησης του χρόνου είναι η μέρα, η οποία θεωρείται ως ο πλήρης κύκλος φωτός και σκότους. Με την πάροδο των χρόνων και συνάμα την εξέλιξη του πολιτισμού άρχισε να υπολογίζεται το ηλιακό έτος και ο μήνας, όπου σε αρχικά στάδια συνδεόταν με τις φάσεις της σελήνης και κατόπιν έγινε η συμβατική υποδιαίρεση του έτους. Η μέτρηση του χρόνου, προϋποθέτει την ύπαρξη μίας μονάδας που ανταποκρίνεται στο αμετάβλητο και στο εύχρηστο, είναι δηλαδή «το ίδιο» οπουδήποτε κυλά ο χρόνος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί δίχως δυσκολία, κάθε φορά που θέλουμε να ελέγξουμε τα συνηθισμένα και γνωστά μας μέσα μέτρησης τα ρολόγια. Η μέτρηση γίνεται ουσιαστικά έμμεσα. Δηλαδή, με την παρατήρηση φαινομένων που επαναλαμβάνονται με απόλυτη κανονικότητα. Είναι όμως δύσκολο να βρεθεί απόλυτη μονάδα η οποία να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές. Στην πράξη χρησιμοποιούμε διάφορες μονάδες, ανάλογα με το φαινόμενο που λαμβάνεται υπόψη ως βάση της μέτρησης με τις σημαντικότερες να είναι οι μονάδες για τη μέτρηση του ουράνιου, του ηλιακού και του πολιτικού χρόνου.
Η μέτρηση του ουράνιου χρόνου, αφορά την περιστροφή της Γης γύρω από έναν σταθερό αστέρα. Στη μέτρηση αυτή δεν λαμβάνουμε υπόψη την περιστροφή γύρω από το δικό μας κεντρικό αστέρα, καθώς ο ήλιος έχει ακανόνιστη φαινόμενη κίνηση. Οπότε ως ουράνια μέρα νοείται ο χρόνος που διαρρέει ώσπου ο ισημερινός της γης να ξαναγυρίσει στον ίδιο σταθερό αστέρα, ενώ ως ουράνιος μήνας νοείται ο χρόνος που περνά ανάμεσα σε δύο (2) διαδοχικές συμπτώσεις της Σελήνης με τον ίδιο αστέρα. Τέλος ουράνιο έτος είναι ο χρόνος που χρειάζεται ο πλανήτης μας για να ξαναγυρίσει στο ίδιο σημείο σχετικά με τον ως άνω σταθερό αστέρα.
Όσον αφορά τη ζωή του ανθρώπου, δέουσα σημασία έχει η σύνδεση του χρόνου με την κίνηση του Ηλίου. Ως πραγματική ηλιακή μέρα νοείται ο χρόνος που περνά ανάμεσα σε δύο αποκορυφώσεις του Ηλίου (μεσημέρι). Ο ηλιακός χρόνος σε σχέση με τον ουράνιο χρόνο διαφέρει από τόπο σε τόπο, δηλαδή κάθε φορά που μετακινούμασταν, θα έπρεπε να μεταβάλουμε και τους δείκτες του ρολογιού. Εξαιτίας αυτού καθιερώθηκε να χωρίζουμε ολόκληρη τη γήινη σφαίρα σε 24 ωριαίες ατράκτους (έννοια σχεδόν ταυτόσημη με τις γνωστές μας ζώνες ώρας, αλλά όχι συνώνυμη καθώς οι ζώνες ώρες παρουσιάζουν μικρές παρεκκλίσεις σε αντίθεση με την ωριαία άτρακτο που αποτελεί τον αυστηρό γεωμετρικά ορισμό της ζώνης ώρας), που η καθεμία διαφέρει κατά μια ολόκληρη ώρα είτε εμπρός είτε πίσω από την ώρα των γειτονικών της ατράκτων. Ο χρόνος στο οποίο συνήθως αναφερόμαστε είναι ο πραγματικός και διαφέρει από τον ηλιακό καθώς αρχίζει τα μεσάνυχτα αντί το μεσημέρι.
Ιστορικά, τα πρώτα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση του χρόνου ήταν τα ηλιακά ρολόγια (συσκευές μέτρησης του χρόνου ανάλογα της θέσης της σκιάς που έριχνε το φως του ηλίου), ακολούθησαν οι γνωστές μας κλεψύδρες αλλά αποδείχτηκαν όργανα ανακριβή, με τα ρολόγια να λαμβάνουν εν τέλει το έργο μέτρησης αυτού. Το πρώτο ακριβές ατομικό ρολόι κατασκευάστηκε το έτος 1955 στο Εθνικό Εργαστήριο Φυσικής του Ηνωμένου Βασιλείου και βασίστηκε στο άτομο καισίου-133 το οποίο ταλαντώνεται ακριβώς 9.192.631.770 κάθε δευτερόλεπτο.
Μυθολογικά, η παρουσία του Χρόνου δεν είναι άγνωστη. Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία ο Χρόνος ήταν θεότητα και μάλιστα ιδιαίτερα σημαντική αφού εκπροσωπούσε την αιωνιότητα. Ήταν ασώματος, αλλά συχνά παριστανόταν ως ένα τρικέφαλο τέρας (κεφάλι ανθρώπου, ταύρου και λιονταριού) σε σώμα φιδιού. Ο Θεός Χρόνος με τη βοήθεια της θυγατρός του Θεάς Ανάγκης (ταυτιζόταν με την Αδράστεια η οποία ήταν κόρη του Δία και ήταν η προσωποποίηση της ανθρώπινης εκδίκησης), «έσπασαν το κοσμικό αυγό» για να σχηματισθεί το Σύμπαν. Συμπληρωματικά, ο Χρόνος ήταν και ένα από τα τέσσερα (4) άλογα του άρματος του Θεού Ήλιου κατά το ημερήσιο ταξίδι του στους ουρανούς. Έτσι στο πρόσωπο του Θεού Χρόνου αποδιδόταν το πέρασμα των ημερών.
Ιστορικά ο φιλόσοφος Φερεκύδης αναφέρθηκε για πρώτη φορά στον Χρόνο ως θεότητα, με τους Ορφικούς να παραδέχονται τον Χρόνο ως την αρχή του κόσμου και τους κλασικούς ποιητές να τον αποκαλούν ως «τον Πατέρα των πάντων».