Τέλη 18ου, αρχές 19ου αιώνα. Η Ελλάδα ήδη βρίσκεται υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1453-1821), η οποία βρίσκει στο πλευρό της ισχυρές δυνάμεις της Αγγλίας. Στην Κωνσταντινούπολη, ήδη από το Δεκέμβριο του 1798 βρίσκεται ο Τόμας Μπρους (Thomas Bruce ) ή άλλως γνωστός 7ος κόμης του Έλγιν (7th Earl of Elgin), ο οποίος αναλαμβάνει καθήκοντα πρεσβευτή της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη. Γεννήθηκε στη Σκωτία, στις 20 Ιουλίου 1766 και μεταξύ άλλων ήταν στρατιωτικός και ιδιαίτερα παθιασμένος συλλέκτης έργων τέχνης. Το πάθος λοιπόν, τον οδήγησε σε λεηλασίες και πράξεις που στιγμάτισαν την παγκόσμια αρχαιολογική κληρονομιά και την ελληνική ιστορία ως σήμερα.
Ο Τόμας εκμεταλλευόμενος την Αγγλική επιρροή στην Τουρκική Κυβέρνηση, αλλά και την Οθωμανική ηγεμονία στη χώρα μας, επιδίωξε και κατόρθωσε να αποκτήσει φιρμάνι (διάταγμα του Σουλτάνου σύμφωνα με το οποίο κάθε εντολή που προέρχεται από αυτό είναι άνευ αντιρρήσεως), με το οποίο του επετράπη να διενεργήσει έρευνα και μελέτες στην Ακρόπολη των Αθηνών. Ειδικότερα το φιρμάνι, το οποίο έφερε την υπογραφή του καϊμακάμη Σεγούτ Αβδουλάχ, που εκείνη την περίοδο αντικαθιστούσε τον Μεγάλο Βεζύρη στην Κωνσταντινούπολη, έδιδε την αποκλειστική αρμοδιότητα και άδεια στα μέλη του συνεργείου (τα οποία ήδη από τον Αύγουστο του 1800 πραγματοποιούσαν καταμετρήσεις και σχέδια των μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών), να στήσουν ικριώματα (σκαλωσιές) περιμετρικά του Παρθενώνα, να καταγράψουν κτήρια, να προχωρήσουν στην κατασκευή καλουπιών και να ξεκινήσουν ανασκαφές, για πιθανή ανεύρεση επιγράφων με την επιφύλαξη όμως, να μην δημιουργηθούν καταστροφές στο χώρο. Μέλος του συνεργείου ήταν και ο Ιταλός ζωγράφος, με ειδίκευση στη τοπογραφία, Τζοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι (Giovanni Battista Lusieri), ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την δημιουργία ακριβή σχεδίων της Ακρόπολης των Αθηνών αλλά και την εκπόνηση σχεδίων αρχαίων ελληνικών έργων τέχνης.
Ο ρόλος του Λουζιερί στην αφαίρεση των Ελγινείων, ήταν καθοριστικός. Σύμφωνα με πηγές ήταν αυτός που παρότρυνε και συμβούλεψε τον Έλγιν να προχωρήσει στην αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα, έτσι ώστε να προστατευτούν από Τούρκους που κατοικούσαν στην Αθήνα και αποσπούσαν μικρά τεμάχια, με σκοπό την πώληση αυτών σε ξένους περιηγητές.
Το φιρμάνι, εκδόθηκε αρχικά στη Τούρκικη Γλώσσα και πάρα τις έρευνες ειδικών δεν βρέθηκε. Εντοπίστηκε όμως μετάφραση αυτού στην Ιταλική Γλώσσα, το οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε: «…και πως όταν θελήσουν να πάρουν μαζί τους θραύσματα πέτρας που φέρουν παλιές επιγραφές ή γλυπτά, να μην υπάρξει καμία αντίρρηση.» (όπως δημοσιεύτηκε στο Ενημερωτικό Δελτίο των Εταίρων της Αρχαιολογικής Εταιρίας).
Τόσο ο κόμης του Έλγιν όσο και ο Λουζιέρι, εκμεταλλευόμενοι τις συγκυρίες άδραξαν την ευκαιρία. Από το 1801 έως το 1804, το συνεργείο δρούσε ανενόχλητα στην Ακρόπολη, διαμελίζοντας τον διάκοσμο του Παρθενώνα, προκαλώντας ανυπολόγιστες ζημίες στα γλυπτά, στο μνημείο αλλά και στο ναό της Απτέρου Νίκης (μικρός αμφιπρόστυλος ναός στην , όπου φυλασσόταν το ομοίωμα της θεάς Αθηνάς Νίκης της απτέρου, δηλαδή χωρίς φτερά). Ο Λουζιέρι με άδεια του Ελγίνου ανέλαβε την αφαίρεση και τη μετακίνηση των γλυπτών στην Αγγλία. Τα αρχαία τοποθετούνταν σε κιβώτια, μεταφέρονταν με τρένο στο λιμάνι όπου ταξίδευαν στην Αγγλία δια θαλάσσης. Μέχρι το τέλος του 1803, 253 ανάγλυφα, μετόπες, πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα, αγάλματα από το ανατολικό και δυτικό αέτωμα, η Καρυάτιδα, ο κίονας του Ερεχθείου, το άγαλμα του Βάκχου πάνω από το θέατρο του Διονύσου, (σύμφωνα με κατάλογο που συνέταξε ο Έννιο Κουιρίνο Βισκόντι, Διευθυντής του Μουσείου του Καπιτωλίου και στη συνέχεια του Μουσείου του Βοναπάρτη στο Παρίσι) ήταν συσκευασμένα σε 200 περίπου κιβώτια, τα οποία μεταφέρθηκαν στην Αγγλία.
Οι πράξεις του Έλγιν πέρα από κάθε αμφιβολία ήταν παράνομες. Επιστρέφοντας λοιπόν, το έτος 1803 στην Αγγλία, κρατήθηκε αιχμάλωτος με τους συνεργάτες του για 3 έτη, καθώς η κοινοβουλευτική επιτροπή είχε αποφανθεί την παραβίαση της συνθήκη της Αμιένης, με τον Έλγιν να απαντά πως οι πράξεις τους αφορούσαν την προστασία των γλυπτών αλλά και την ανάπτυξη των τεχνών της Αγγλίας. Η αποφυλάκιση και η επιστροφή του Έλγιν στην Αγγλία το 1806, συνοδεύτηκε από αρνητικές κριτικές επιφανών συμπατριωτών του, οι οποίοι τον χαρακτήρισαν κοινό κλέφτη και βάνδαλο.
Έπειτα από συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων, και παρά την πληθώρα φωνών που υποστήριξαν για πρώτη φορά την επιστροφή των μαρμάρων στη χώρα μας, η Αγγλική Κυβέρνηση το έτος 1816, με 82 ψήφους υπέρ και 30 κατά, αποφάσισε την αγορά των αρχαιοτήτων και την τοποθέτηση αυτών στο Βρετανικό Μουσείο. Το ως άνω διάταγμα δημοσιεύτηκε την 1η Ιουνίου 1816. Ο Λόρδος του Έλγιν συμφώνησε να πωλήσει τα μάρμαρα για το ποσό των 35.000 λιρών με τον όρο, η συλλογή να βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, να είναι ανοιχτή προς επιθεώρηση και να ονομάζεται «Ελγίνεια Μάρμαρα», ενώ κάθε πρόσωπο που θα αποκτά τον τίτλο του Έλγιν θα πρέπει να προστίθεται στους Επιτρόπους του Μουσείου. (Ευγενία Κεφαλληναίου “Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα και το κατηγορώ του Μπαϋρον”). Από το έτος 1936 ως σήμερα τα μάρμαρα είναι τοποθετημένα στην έκθεση “Duveen” του Βρετανικού Μουσείου.
Μέχρι προσφάτως (2019), οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν ανυποχώρητες στην επιστροφή των μαρμάρων, προβάλλοντας σθεναρά το δικαίωμα ιδιοκτησίας του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο δεν ανήκει στο κράτος, άρα σε κυβερνητικό επίπεδο δεν γίνεται να τεθεί λύση. Αυτό παρόλο του ότι το 69% των Βρετανών τέθηκε υπέρ της επιστροφής αυτών στη χώρα μας. Η ελληνική κυβέρνηση ήδη από το 1983 με πρωτοβουλία της καταβάλλει προσπάθειες επιστροφής των γλυπτών στην Αθήνα, με ένθερμους υποστηρικτές δίπλα της, ήτοι συνολικά 74 χώρες αλλά και την UNESCO, βάση της αρχής διατήρησης της ακεραιότητας των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας.
Σήμερα και μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το θέμα του επαναπατρισμού των μαρμάρων, λαμβάνει νέες διαστάσεις, με τη χώρα να θεωρείται αναγκαίο να λάβει και να υπογράψει νέες συμφωνίες με την Ε.Ε. για τους τομείς του πολιτισμού και των πολιτιστικών αντικειμένων, ανάμεσα τους και τα γλυπτά του Παρθενώνα. (greece.greekreporter). Παρόλα αυτά, είναι αναγκαία η ανυποχώρητη στάση της χώρας μας σε κάθε πρόταση μη μόνιμης επιστροφής αυτών, στο σπίτι τους αντίθετη δηλαδή στις πρόσφατες συζητήσεις περί επιστροφής των μαρμάρων στην Αθήνα με τη μορφή δανεισμού.
Πηγές:
Ευγενία Κεφαλληναίου, “Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα και το κατηγορώ του Μπαϋρον”/Σπ. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία Νεώτερης Ελλάδος 1828-1964,/ Geoffrey Robertson / CNN, 8-1-2020 /