Το βοτάνι αυτό, προνόμιο της κρητικής γης, και ειδικά του βράχου, παλαιότερα δεν καλλιεργούνταν όπως στις μέρες μας, παρά μόνο στις περιοχές Αρχάνες, Ξενιάκο, Εμπαρος κλπ., του Ηρακλείου.
Περιληπτικά αναφέρω ότι διακρίνεται με πάνω από δέκα ονομασίες, αναλόγως την περιοχή, είναι αφάνταστα θαυματουργό ίσως πιο πολύ από κάποιο αντιβιοτικό. Το έχω δοκιμάσει ακόμη και σε πληγές με θαυματουργικά αποτελέσματα… Σε αυτό γίνεται αναφορά από πάνω από δεκαπέντε αρχαίους ιατρούς και συγγραφείς.
ΤΟ ΜΑΖΕΜΑ
(Μαζωχτάδες – Ερωντάδες – Αττιτανολόγοι)
Στα παλαιότερα χρόνια το άγριο Δίκταμο συνέλεγαν σε ολόκληρη την Κρήτη χωρικοί που συνήθως διέμεναν στις περιοχές που φυτρώνει αλλά πολλές φορές και άνθρωποι της υπαίθρου που ερχόταν στις περιοχές του Δικτάμου από χωριά όπου δεν υπήρχε κοντά σ’ αυτά, βοτάνι. Η μεγάλη τιμή που προσφερόταν προπολεμικώς για το άγριο, παρότρυνε πολλούς χωρικούς να ασχοληθούν συστηματικά με την συλλογή του και να φθάνουν μέχρι τα πλέον απόκρημνα σημεία φαραγγιών και γκρεμνών για να μαζέψουν όσο το δυνατόν περισσότερο.
Στην περιοχή του Κάτω Πόρου Αργυρούπολης Ρεθύμνου είχαν την χαρακτηριστική ονομασία Αττιτανολόγοι και αλλού απλώς… “Βοτανολόγοι” ή Μαζωχτάδες, ή Ερωντάδες. Για να μαζέψουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα δενόταν με σχοινιά και κατέβαιναν σε τρομακτικά γκρεμνά.
Χρειαζόταν καρδιά για να μαζέψεις κατ’ αυτόν τον τρόπο το δίκταμο. Χωρίς να έχουν γνώσεις αναρριχητικής τεχνικής χρησιμοποιούσαν τα σχοινιά και τις προεξοχές και κοιλότητες των κατακόρυφων βράχων έτσι που να σε πιάνει δέος βλέποντας τους να αιωρούνται στο χάος.
Αν καμιά μεγάλη φούντα δεν την έφθαναν χρησιμοποιούσαν την αναρριχητική τεχνική του εκκρεμούς. Εδιδαν δηλαδή μια κίνηση στο σώμα τους δεξιά και αριστερά μέχρι να φθάσουν στην μεγαλύτερη απόσταση από το κατακόρυφο σημείο και να αρπάξουν την φούντα του δίκταμου μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Πολλοί ήταν εκείνοι που πλήρωσαν αυτή την προσπάθεια συλλογής του Δίκταμου με γκρέμισμα και σκοτώνονταν ή τραυματίζονταν και πολλές φορές έμεναν ανάπηροι. Μια χαρακτηριστική και θρυλική μπορώ να πω ομάδα Αττιτανολόγων είχε τη “βάση” της στον Κάτω Πόρο Ρεθύμνου και πεδίον δράσεως της σχεδόν ολόκληρη την Κρήτη.
Ο μόνος εν ζωή πριν εικοσιπέντε χρόνια που τον γνώρισα, ήταν ο Στέλιος Σπυριδάκης από τον Κάτω Πόρο Ρεθύμνου που παρά την ηλικία του το συνέλεγε ακόμη περιορισμένα. Στον Στέλιο, αφιερώνω αυτό το κείμενο.
ΥΛΙΚΑ: Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν:
1. Ο Κάτσουνας. Ένα ραβδί που είχε στην άκρη του κατσούνι. Όταν ο συλλέκτης κατέβαινε στο γκρεμνό και εκρεμιόταν “συρίκι” όπως το λέγανε, δηλαδή σε αρνητική κλίση βράχου και σε απόσταση από τον βράχο, εμπέρδεχνε τον κάτσουνα σε έναν βράχο, σε κάποια σχισμή ή προεξοχή, και τραβούσε το σώμα του προς τον βράχο και όταν σίμωνε έκοβε την φούντα.
Πολλές φορές όταν τέλειωνες, και άφηνες την στήριξη αυτή με τον κάτσουνα, το τεντωμένο σχοινί σε πετούσε απότομα έξω, ακόμη και δεκάδες μέτρα, και έπρεπε να ‘χει γερή στήριξη επάνω.
Τον κάτσουνα χρησιμοποιούσαν πάντα για να έλθουν πιο κοντά στον βράχο και πότε για να τραβήξουν μ’ αυτόν το δίκταμο.
Τον χρησιμοποιούσαν ακόμη και στ’ αλέτρια για βουκέντρι. Όπως λέει ο Στέλιος χωρίς τον “κάτσουνα” δεν μπορούσες να κόψεις Δίκταμο ιδίως όταν έκανε “μπέτι” ο γκρεμός.
Ο κάτσουνας είχε μήκος από τρία μέχρι τριάμισι και τέσσερα μέτρα πολλές φορές, και τον κρατούσαν, κατεβαίνοντας με το σχοινί, όταν χρειαζόταν.
2. Το Σχοινί. Το σχοινί των ήταν κατασκευασμένο από ειδικό λινάρι, που το παραγγέλνανε μέσω του αντιπροσώπου, στο εργοστάσιο στην Έδεσσα, για να είναι αντοχής γιατί από αυτό κρεμόταν η ζωή τους. Έπρεπε να είναι μονοκόμματο, χωρίς κόμπους και μάτισες, και μήκους 80 μέχρι 90 οργιές. Τα σχοινιά τα έλεγαν και Γούμενες.
Κάθε ένα με ενάμισι μήνα, ανάλογα με την χρήση βέβαια, ήθελαν καινούργιο σχοινί γιατί πάθαινε μεγάλη φθορά με την τριβή στους βράχους και το έδαφος και με το στρίψιμο. Κόμπο δεν επιτρεπόταν να κάνουν γιατί θα μπέρδευε σε κλαδιά ή προεξοχές και δεν θα πήγαινε ούτε κάτω ούτε πάνω. Μόνο στην άκρη του έκαναν ένα ειδικό δέσιμο σαν κάθισμα και έβαζαν ένα τσουβάλι για πιο… αναπαυτικό. Εκεί καθόταν ο Αττιτανολόγος και αναλάμβανε να τον κατεβάσει μόνον ένας. Ο πιο δυνατός και ψύχραιμος. Αυτός καθότανε σε ασφαλές μέρος επάνω ενώ ένας άλλος παραδίπλα του παρακολουθούσε κάτω μήπως μπερδέψει το σχοινί ή μήπως κάτι δεν πάει καλά.
Αυτός που κατέβαινε δενόταν από τη μέση με το σχοινί σε σχήμα Χ στο στήθος και κάθιζε στην θελιά με το τσουβάλι. Πλάι του είχε ένα άλλο τσουβάλι όπου έβαζε το Δίκταμο που εμάζευε.
Όταν ήθελε να συνεχίζεται το κατέβασμα φώναζε “άφηνε” και όταν ήθελε να τον ανεβάσουν φώναζε “απάνω”. Το ίδιο επίσης “απάνω” του φώναζαν οι επάνω ευρισκόμενοι όταν τέλειωνε το σχοινί και δεν πήγαινε άλλο το κατέβασμα. Η Ευαγγ. Φραγκάκη στο βιβλίο της αναφέρει ότι τα σχοινιά λεγόταν “γούμενες”.
3. Το πιρούνι. Για χαμηλά γκρεμνά όπου μάζευαν το Δίκταμο χωρίς κρέμασμα είχαν στην άκρη ενός ξύλου, ή καλαμιού, ένα πιρούνι με το οποίο “καμάκωναν” την φούντα του δίκταμου και περιστρέφοντας το την έκοβαν και την έπαιρναν κάτω.
4. Το τσουβαλάκι. Το τσουβαλάκι που το τοποθετούσαν στην θηλιά του σχοινιού για να μην τους κόβει το σχοινί όταν καθόταν και τους κατέβαζαν. Ακόμη όμως και το σακί (τσουβάλι) που είχαν πλάι των για να βάζουν το δίκταμο που μάζευαν.
Ο Στέλιος Σπυριδάκης μας διηγείται: «Κινδυνεύαμε διαρκώς από κόψιμο του σχοινιού, από πέτρες που έπεφταν από γλίστρημα και ένα σωρό άλλα απρόοπτα. Έπρεπε να ‘χεις γερή καρδιά για να κάνεις αυτή τη δουλειά. Κακοί τόποι… Κινδύνευες ακόμη και από τσι Αγριομέλισσες που ήταν φωλεμένες μέσα στα γκρεμνά. Κινδύνευες να σε πνίξουμε προπαντός οντάς ήθελε κρέμεσαι στο χάος. Πολλές φορές ο αέρας δεν άφηνε ούτε την πέτρα καλά καλά να πέσει. Και μόνο να σίμωνες σ’ ορισμένα γκρεμνά σε “ηλέκτριζε” το χάος και σου ‘ρχότανε να γκρεμιστείς».
Όταν άρχιζε το κατέβασμα καθαριζόταν ο τόπος γύρω για να μην πέσει καμία πέτρα και το σχοινί τοποθετούνταν απάνω σε κλαδιά ή ξύλα για να μην τρίβεται στον βράχο και κόψει. Παρ’ όλα αυτά με την τριβή το σχοινί χάραζε το ξύλο και “έτρωγε” το χώμα. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που ο Στέλιος κατέβαινε μοναχός του με το σχοινί ασφαλίζοντάς το σε κάποιο δέντρο. Το Δίκταμο που συγκέντρωνε η ομάδα το απλώνανε σε τάβλες μέσα σε ένα σπίτι για να ξεραθεί αλλά πολλές φορές το πουλούσανε στους εμπόρους και χλωρό γιατί ήτανε το καλύτερο δίκταμο και οι έμποροι “το συνοριζότανε ποιος θα το πάρει” Πριν τον πόλεμο το έδιδαν για 1500 δρχ. την οκά, τιμή εξαιρετικά καλή. Το κέρδος μοιραζόταν όλη η ομάδα ισομερώς.
Στην “ομάδα” χρησιμοποιούσαν για “ασφαλιστή” τον Κωστή γιατί ήταν παχύς, 130 οκάδες, και όταν έβαζε το σχοινί στη μέση του και κατέβαζε άνθρωπο στον γκρεμνό “καμιά δύναμη δεν τον κουνούσε”. Η Ομάδα έπρεπε κατ’ ελάχιστον να αποτελείται από τρεις. Έναν που κατέβαινε, έναν που ασφάλιζε και ένα που φρόντιζε το σχοινί να μην μπερδέψει και βοηθούσε τον συλλέκτη όταν έφτανε επάνω.
Ακόμη ο κυρ Στέλιος θυμάται: Μια φορά κρεμόταν στο χάος, κοντά εκατό μέτρα, και κοίταζε απάνω όταν είδε τα δύο από τα τέσσερα πλεξίδια του σχοινιού να έχουν κόψει και το υπόλοιπο να ξεπλέκει. Γλίτωσε από του χάρου τα δόντια προφταίνοντας να βγει απάνω.
– Άλλη φορά όπως τον κατέβαζαν με το σχοινί παρέσυρε αυτό έναν μικρό βράχο και πρόλαβε και παραμέρισε και δεν τον σκότωσε.
Το δίκταμο το ξεχωρίζει δύο λογιώ. Το κανονικό και το άλλο το “Τσιβό” όπως το ονομάζει. Αυτός, το “τσιβό” το χαρακτηρίζει σαν το καλύτερο που δεν συγκρίνεται.
Από τις ρίζες του Ψηλορείτη, το χωριό Φουρφουράς Αμαρίου Ρεθύμνης, ο Νίκος Σαριδάκης, παλιός συλλέκτης Δίκταμου αφηγείται: «Η συντροφιά από άντρες του χωριού ξεκινούσαν πρωί – πρωί, πριν να χαράξει, για την Οχρα, το Ρούσος, το Τρυπητό, την Κατακράζα, την Λουματαρέ, τους Τσούνους, το Βιθρή, τον Αβρονιδέ. Με το βουργιάλι στην πλάτη, ένα σκοινί ίσαμε 70 οργιές και πίστη για την επιτυχία. Ο πιο θαρραλέος, ευκίνητος και ελαφρύς στην άκρη του σκοινιού και οι άλλοι δύο να τον κατεβάζουν σιγά σιγά. Ένας στο γειτονικό χωριό, τα Πλατάνια Αμαρίου, παρασύρθηκε από την προσπάθεια και απλώνει το χέρι του όσο πάει αλλά χάνει την ισορροπία του και πέφτει. Χτυπά στο κεφάλι και πεθαίνει με την σκέψη πως νικήθηκε από ένα βότανο.
Στα 1930 ο καλύτερος συλλέκτης στην περιοχή του Κουρταλιώτικου φαραγγιού Ρεθύμνης, ένας νέος μοναχογιός, σκοτώθηκε από γκρέμισμα και η κηδεία του έγινε πάνδημη με συμμετοχή των κατοίκων όλων των γύρω χωριών
Ένας Καλημεράκης από το χωριό Νησί, κοντά στο Μούντρος Ρεθύμνης συνήθιζε να σκαρφαλώνει στα γκρεμνά για το Δίκταμο χωρίς σχοινί. Σε μια του εξόρμηση είχε στο βουριάλι μέσα που κρατούσε στην πλάτη του ένα φλασκί νερό και τα στιβάνια του. Όπως έσκυψε σ’ ένα γκρεμνό για το δίκταμο γύρισε το σακούλι και του χτύπησε στο κεφάλι. Αυτός ζαλίστηκε και έπεσε στην μέση του γκρεμνού πάνω σε μια τετραμηθιά. Μέρες έψαχναν για να τον βρούνε χωρίς αποτέλεσμα. Ένας βοσκός όμως της περιοχής έβλεπε κάθε βράδυ ένα φως “να άφτη” (να ανάβει) εκεί πέρα καιόταν
το διηγήθηκε στο χωριό πήγαν οι δικοί του και τον βρήκανε ς’ εκείνο το σημείο ακριβώς. Εκεί τον θάψανε κιόλας γιατί δεν ήταν εύκολο να τον μεταφέρουνε στο άγριο γκρεμνό.
(Στοιχεία από το βιβλίο του Α. Πλυμάκης “Ο Δίχταμος”,
έκδ. 1997, σελίδες 86, φωτ. 30
– Υπάρχει ακόμη –
Τηλ. 2821056293
Κύριε Αντώνη σας ευχαριστούμε από καρδιάς!!