Στην παλιά μας γειτονιά. Τότε που υπήρχαν ακόμη αλάνες και οι δρόμοι δεν σκάβονταν με τη συχνότητα των τελευταίων ετών. Όχι πως ο Δήμος δεν ενδιαφερόταν για τις ψήφους των γειτόνων, μα τότε δεν ήταν στη μόδα τα σύγχρονα αρδευτικά, ηλεκτρικά και αποχετευτικά δίκτυα. Κάθε σπίτι είχε και τη χαβούζα του. Ίσα – ίσα που το θυμούμαι το πρωί, που οι μηχανικοί ανακοίνωσαν στον πατέρα πως μπήκε η γειτονιά στο σχέδιο πόλης, μ’ ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν στο μέλλον μας.
Σε μία τέτοια γειτονιά, που κάθε βράδυ είχανε βεγγέρα οι μεγάλοι και σ’ άλλο μπαλκόνι κι εμείς οι μικροί δε χορταίναμε να παίζουμε κρυφτό (πρόβες για φοροφυγάδες κάναμε;), κυνηγητό (κλέφτες κι αστυνόμους) ή μπάλα (ως νέοι Πελέ και Κελεσίδηδες!) έως ότου το αφτί μας κοκκινίσει χάρη στο “θείο χέρι” της μαμάς ή τις αγριοφωνάρες του μπαμπά, ζούσε μόνος του ο Διονύσης.
Ο Διονύσης ήταν 18 ετών, δεν είχε πάει στον στρατό ακόμη. Δούλευε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και με το μεροκάματο που έβγαζε κατάφερνε και τα κουτσοβόλευε με το νοίκι της ημιυπόγειας τρώγλης, που είχε ενοικιάσει σε παρακείμενη ραγισμένη από πρόσφατους σεισμούς πολυκατοικία. Δύο χρόνια τώρα είχε παρατήσει το γυμνάσιο στο χωριό και την οικογένειά του. Ο πατέρας του τού φώναζε να κάτσει στα χωράφια, να τον βοηθήσει, η μάνα τον εκλιπαρούσε να τελειώσει τουλάχιστον το γυμνάσιο.
Αυτός τίποτε δεν άκουγε. Αμετάπειστο κεφάλι. Είχαν καρφωθεί στο μυαλό του η “καλή ζωή” και οι ξέφρενοι ρυθμοί της μεγαλούπολης. Δεν τον χωρούσε το σπίτι του. Κι ένα απόγευμα, ανήμερα Αρχιχρονιάς μετά το οικογενειακό τραπέζι, σηκώθηκε κι έφυγε. Κρυφά από τον πατέρα η μάνα τού ’δωσε την ευχή της και 300 ευρώ, οικονομίες για ώρες δύσκολες. Και στο λεωφορείο της γραμμής, με νωπά στα αφτιά του τα κάλαντα, που του γύρεψαν να πει μαζύ τους χτες οι συνέφηβοι έως τότε φίλοι και συμμαθητές, φανταζότανε το μέλλον του…
Εφτασε άγνωστος μέσα σε ξένους. Δε βρήκε εύκολα και γρήγορα δουλειά. Τα βράδια όταν έπεφτε για ύπνο στο δωματιάκι που του ‘χε παραχωρήσει ο αδελφός της μάνας του, ο θείος του Κώστας, μέχρι να βολευτεί ονειρευόταν τον εαυτό του με τη Μαρία, μια πανέμορφη συνομήλική του ή λίγο πιο μεγάλη πωλήτρια στο σούπερ μάρκετ, καβάλα πάνω σε μια μηχανή υψηλών κυβικών να αλωνίζουν τους δρόμους της πόλης, ασταμάτητα, νυχθημερόν, ακούραστοι.
Ναι, αυτό ήταν το μεγάλο του όνειρο και το ’ξεραν όλοι στο συνεργείο που δούλευε από νωρίς το πρωί πριν ξημερώσει μέχρι και δυο ώρες αφότου δύσει ο ήλιος. Να ’χει τη Μαρία στο πλευρό του και να τρέχει σαν τρελός με τις μεγάλου κυβισμού μηχανές. Είχε μάλιστα αγοράσει με δόσεις που ξεπλήρωνε λίγο – λίγο μια από δαύτες, που ’χε δει και τρελάθηκε. Κάθε μέρα την έπλενε τουλάχιστον δις. Της είχε αγοράσει και πολλά αξεσουάρ, από κείνα που ομορφαίνουν τα άψυχα σίδερα και τα κάνουν να μοιάζουνε με κινητές “κούκλες”, κρέμασε και μια εικονίτσα της Παναγίας που τού ’στειλε η μάνα του να τον φυλάει, ενώ τη βάφτισε κιόλας “Αλέγκρα” (“Εύθυμη”, γιατί η χαρά κι η ζωντάνια, που του χάριζε κάθε φορά που έκανε βόλτες μαζύ της, τον αναζωογονούσαν).
Σαν τον Τζέημς Ντιν, όμοιος οργισμένο νιάτο κι επαναστατημένος έφηβος όποτε έβρισκε χρόνο (και πάντοτε τα κατάφερνε να εξοικονομά λίγο) ανέβαινε στην εθνική οδό και -αψηφώντας την κίνηση- σπίνταρε την “Αλέγκρα” ως το φουλ. Σε ένα διαρκές “κρας τεστ” του ίδιου και των ορίων της μηχανής. Είχε κερδίσει κάμποσα άκοπα λεφτά που τά ’τρωγε με τη σειρά της για μικροεπισκευές ή «πλαστικές εγχειρήσεις» στο λουκ της η “Αλέγκρα”, από -όσο κιαν φώναζε περί του αντιθέτου η Μαρία- στοιχήματα σε κόντρες με άλλους καμικάζι μηχανόβιους.
Οχι δεν ήταν αλήτης. Απλώς, η παρέα που είχε μπλέξει στο facebook ήταν στην πλειοψηφία επιδειξιμανείς και τους άρεσαν τα κόλπα με τις μηχανές, ως αντίδραση στα πρέπει των μεγάλων. Αυτός κουραζόταν πολύ στο συνεργείο κι άξιζε ο ιδρώτας του πιο πολύ από τα ψίχουλα που τού ’δινε το αφεντικό, ένας στριμμένος σαραντάρης, που κάθε βράδυ πήγαινε και μ’ άλλη και φέσι γινόταν στο μεθύσι.
Μολονότι τα αλκοτέστ φαντάζουν ως ο ιδανικότερος νυχθημερόν τρόπος συλλογής τροχήλατων μηχανοκίνητων οχημάτων και ελέγχου καταλληλότητος οδηγών από τα όργανα της Πολιτείας, δυστυχώς οι αρμόδιοι, τις ημέρες ιδίως που έπρεπε να εντείνουν τους ελέγχους, δεν τα καταφέρνουν πάντα με επιτυχία να πιάσουν πριν γίνει το κακό τους φταίχτες. Δυστυχώς, και για κείνους και το Διονύση. Παραμονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ, δυο χρόνια παρά μία ημέρα αφότου ήρθε στην πόλη, ζήτησε απ’ τη Μαρία να τον αφήσει να λάβει μέρος σε μια κόντρα, στην Εθνική, μπας και κερδίσει κάποια χρήματα να βγουν ρεβεγιόν κάποιο από τα επόμενα εορταστικά βράδια. Εκείνη αρνιόταν, δεν τούπε πως είχε ονειρευτεί ένα πελώριο φίδι να γυροφέρνει το λαιμό του αγαπημένου της και να τον πνίγει. Στο τέλος, με τα πολλά πείστηκε και με κρύα καρδιά τον αποχαιρέτισε, σφιχταγκαλιάζοντάς τον και φιλώντας τον στα χείλη με όλη της την αγάπη.
Σαν έκλεισε πίσω του την πόρτα ο Διονύσης και ξεκίνησε για τη συνάντηση, προσευχήθηκε η Μαρία στην Παναγία να μην επαληθευτεί η ονειροφανταξιά. Αλλά… ένας οδηγός μιας BMW, από αυτούς τους νεόπλουτους μικροαστούς, που πάντα προσπαθούν να κάνουν καθετί για να πουλήσουν μούρη, έτρεχε μεθυσμένος, μιλώντας στο κινητό τηλέφωνο και χαϊδεύοντας την καλλίγραμμη συνεπιβάτισσά του λίγο μετά τις 3 το πρωί της Αρχιχρονιάς και συνέχισε ιλιγγιωδώς σαν να μη συνέβη τίποτα στη νυχτερινή εορταστική του βόλτα, αφού δεν κατάλαβε ποτέ ότι έβαλε κάτω από τις ρόδες του το Διονύση, ο οποίος αφού χαροπάλεψε μερικές ώρες θεομόναχος στην άσφαλτο ξεψύχησε σε ηλικία μόλις 18 ετών. Για την “Αλέγκρα” η Τροχαία απλώς ανέφερε ότι προσφερόταν εφεξής μόνο για παλιοσίδερα, αφού βρέθηκε σε κάκιστο χάλι καμιά εικοσαριά μέτρα από τον κύριό της.
Ο Διονύσης ήταν δεκαοχτώ χρόνων, η μάνα του κι η Μαρία -ανήμερα της Πρωτοχρονιάς- μαύρο δάκρυ, ο πατέρας βαριές κατάρες για τον ασυνείδητο οδηγό που ‘φαγε το μοναχογιό του, η Πολιτεία φόνο εξ αμελείας στο νεόπλουτο που ‘χε γερό «δόντι» και βγήκε με αναστολή. Α, ναι, στα δεκάχρονα μνημόσυνα του Διονύση θυμηθήκανε και καθιερώσανε από το υπουργείο τα αλκοτέστ… για τον Διονύση, όμως ή….;