Οι σκουροπράσινοι τοίχοι βουλιάζουν σ’ έναν βάλτο απ’ όπου τα βατράχια έχουν εξαφανιστεί και επιπλέουν μόνο τα παπούτσια μου. Σκέτη ειρωνεία. Τα είχα βγάλει για να μη μ’ ακούσουν αυτοί που συνεχώς άκουγαν Rammstein. Τώρα κυριαρχεί μια εκνευριστική ησυχία κι ο ύπνος έχει αφήσει στο στόμα μου τη στεγνή πίκρα της αποτυχίας.
Ένα πρωί, ένας υπερήλικας υποψήφιος πελάτης θα χτυπήσει την πόρτα του ιδιωτικού ντετέκτιβ Κρις Πάπας και θα του ζητήσει κάτι φαινομενικά απλό: να παρακολουθήσει για σαράντα οκτώ ώρες μία νεαρή γυναίκα. Εκείνος, ο φτηνότερος ντετέκτιβ του Αμβούργου, θα δεχτεί. Έτσι ξεκινάει η ιστορία αυτή. Αρχικά ο Κρις Πάπας θα πιστέψει πως πρόκειται για μια απλή, συνηθισμένη ερωτική ιστορία, μια ιστορία μοιχείας. Όμως τα φαινόμενα απατούν. Από το Αμβούργο το νήμα της ιστορίας θα τον οδηγήσει στο Αίγιο, στον τόπο καταγωγής του. Το παρελθόν ρίχνει ολοένα και πιο έντονα τη σκιά του στην ιστορία αυτή.
Η φύση του βιβλίου, το γεγονός πως ένα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης στηρίζεται στις ανατροπές και στα νήματα που διαρκώς ξεπηδούν, υποχρεώνει σε περιορισμένες και προσεκτικές αναφορές στην πλοκή. Και ήδη αυτό, το να προϊδεάσει δηλαδή κανείς τον αναγνώστη για την ύπαρξη ανατροπών, θα ήταν παραβίαση της υποχρέωσης αυτής, όμως η νουάρ λογοτεχνία ταυτίζεται εξ αρχής με την ύπαρξη ανατροπών.
Για τον Ευσταθιάδη το νουάρ περιτύλιγμα αποτελεί το αφηγηματικό όχημα, θα μπορούσε να έχει ποντάρει σε ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα για παράδειγμα, όμως εκείνος έριξε το βάρος της ιστορίας του στις πλάτες ενός ανυποψίαστου -αρχικά- ιδιωτικού ντετέκτιβ, φροντίζοντας σελίδα τη σελίδα να τον εμπλέξει ολοένα και περισσότερο σε αυτή, καθιστώντας τον υπεύθυνο να υποστηρίξει τη σημασία της διήγησης αυτής της ιστορίας. Ο Ευσταθιάδης επιλέγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ κρατάει για τον εαυτό του τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή, εκείνου που θα αποφασίσει το πώς και το πότε των αποκαλύψεων, ρόλο καθοριστικής σημασίας για την τελική αίσθηση του μυθιστορήματος.
Η χαμηλή αυτοπεποίθηση του Πάπας, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό, η αυτοϋποτίμηση της επαγγελματικής του ικανότητας, η σχεδόν παντελής απουσία αναφορών στην προσωπική του ζωή, ο αφελής, ξεροκέφαλος τρόπος με τον οποίο μπλέκεται στην ιστορία αυτή και η ποιητική/ψευδοφιλοσοφική διάθεση με την οποία παρατηρεί και σχολιάζει την πραγματικότητα μετριάζουν τη δυναμική της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, μην επιτρέποντας σε ένα εγώ τεράστιο και ακλόνητο να επικρατήσει εις βάρος της ίδιας της ιστορίας.
Διανθισμένος με διακειμενικές αναφορές και λειτουργικούς εγκιβωτισμούς, ως επιπλέον πινελιές στον νουάρ καμβά, Ο δύτης πετυχαίνει να σταθεί με αξιώσεις στη νουάρ λογοτεχνική σκηνή. Εκείνο που προσδίδει επιπλέον πόντους στο τελικό αποτέλεσμα είναι η ιστορία που η έρευνα του Πάπας φέρνει στο φως, άλλωστε εκεί βρίσκεται και ο πυρήνας της αρχικής σύλληψης του βιβλίου. Ιστορία που δικαιολογεί τις ανατροπές και τα μονοπάτια που οδηγούν στην αποκάλυψή της, και που σε άλλη περίπτωση όλα αυτά θα έστεκαν πιθανότατα κενά νοήματος, απλή επίδειξη ικανοτήτων του συγγραφέα εις βάρος του αναγνώστη.