Υστερα μια ενηλικίωση γυμνή από φωνές. Αμίλητη μέσα στα φύλλα που παίζουν με το φως. Το πήρε απόφαση η μιλιά και έφυγε έφιππη. Πάνω στο μαύρο άτι της ομίχλης. Και άφησε πίσω της μια παρατεταμένη καλοκαιρινή εφηβεία. Πονάει λίγο η αναχώρηση. Μα για λίγο. Μετά ξέρεις ότι τις γραμμές τις ορίζεις ο ίδιος. Σύμφωνα με την δικιά σου Αιωνία. Σύμφωνα με τη δικιά σου σιωπή. Γύρω τριγύρω, αδιάφορες παρουσίες.
Ο ήχος μιας απουσίας που έσβησε επιτέλους. Και σταμάτησε το αδιέξοδο να ρέει. Φάνηκε η θύρα η μυστική. Στα τείχη που φτιάχτηκαν για να κρατήσουν τους πειρατές. Τι γελοίο… Οι πειρατές είναι πάντα επί τα εντός. Ευτυχώς. Το βλέμμα στρέφεται στο τεχνητό φρέαρ της αυταπάτης που έχει στερέψει. Και στη θέση του αναβλύζει το παρόν. Μια πηγή που ρέει μέσα από το στόμα σαράντα λεόντων. Μαρμάρινων. Δροσερών. Θυμίζοντας τα σαράντα κύματα της αρχής του θέρους. Που τα μέτρησες και τα έβαλες σε μια διάφανη φιάλη. Και τη πήρες μαζί σου φυλακτό στο δρόμο του Άγραφου. Εκει που οι πειρατές είναι επι τα εντός. Ευτυχώς.