Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Ο έγκλειστος στο ψυχιατρείο

Έγερνε ο ρήγας τ’ ουρανού κατακόκκινος από το ημερήσιο ταξίδι του, στην ορθάνοιχτη και βελούδινη αγκαλιά της αγαπημένης του δύσης να ξεκουραστεί και να περάσει τη νύχτα του. Εκείνος καταμόνος του και χλωμός σαν το χαμομήλι, καθισμένος σ’ ένα ξύλινο παγκάκι κοντά στην πύλη του θεραπευτηρίου ψυχικών παθήσεων της πόλης μας, πότε γελούσε, πότε φώναζε και, τέλος πότε έκλαιγε. Όταν τον αντίκρισα, νόμιζα ότι ήταν κάποιος κοντά του και του μιλούσε. Δεν άργησα όμως να καταλάβω πως σε κάποιον αόρατο επισκέπτη μιλούσε, δημιούργημα της ταραγμένης φαντασίας του. «Πέρασε η μέρα και δεν ήρθαν κύριε» έλεγε. Και συνέχισε «έχεις να μου δώσεις ένα κατοστάρικο. Καλύτερα είμαι σήμερα»… Χειρονομούσε δε ασταμάτητα. Τι ήταν το καλύτερο να πράξω όταν τον άκουγα και τον είδα ειλικρινά για μια στιγμή δεν ήξερα. Διερωτήθηκα, να τον πλησιάσω και να του μιλήσω, δίνοντάς του την ευκαιρία να μιλήσει σε κάποιον; Ή να τον αφήσω ήσυχο στον κόσμο του; Αποφάσισα να πράξω το πρώτο. Τον πλησίασα, άπλωσα το χέρι μου να τον χαιρετήσω και με ένα πλατύ, όχι αληθινό χαμόγελο και καταλαβαίνετε το γιατί, τον καλησπέρισα. Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και είδα ότι χάρηκε που του μίλησα δράττοντας την ευκαιρία άρχισα να του κάνω διάφορες συνηθισμένες ερωτήσεις: Πως σε λένε, από πού είσαι, κ.λπ. Επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια λόγια, μη παραλείποντας συγχρόνως να μου ζητά χρήματα. Το τελευταίο δε, δηλαδή το να του δώσω χρήματα το έλεγε με κάποια επιφύλαξη εξηγώντας μου ότι το ξέρει ότι δεν είναι σωστό αυτό που κάνει και πως όλοι οι γιατροί και οι νοσοκόμες τους λένε να μην ζητιανεύουν. Δεν είναι σωστό να ζητιανεύει έλεγε αλλά έχει πολύ ανάγκη τα χρήματα και ήθελε να του ορκιστώ ότι αν του έδινα, δεν θα το έλεγα πουθενά. Εγώ τον καθησύχασα λέγοντας του συγχρόνως «εσύ να κάνεις ότι σου λένε οι γιατροί και οι νοσοκόμες ώστε να γίνεις γρήγορα καλά και να γυρίσεις στα αγαπημένα σου πρόσωπα». Όση ώρα μιλούσαμε εξακολουθούσε να κοιτάζει κλεφτά – κλεφτά την πύλη του ιδρύματος που τον φιλοξενούσε. Ανήσυχος τώρα πιο πολύ. Ήταν φανερό ότι ανυπομονούσε να δει κάποιο δικό του πρόσωπο. Αργούσε όμως να φανεί… Ο ρήγας του ουρανού κρύφτηκε πια στην αγκαλιά της αγαπημένης του δύσης, όπως στην αρχή αναφέρω και τότε πικρά δάκρια από τα μάτια του έτρεξαν και η ματιά του έμοιαζε τώρα σαν την ματιά του πληγωμένου ζαρκαδιού από τα φαρμακερά σκάγια του όπλου κάποιου κυνηγού. Φεύγοντας από κοντά του, πρόσεξα τα φτωχά και λερά ρούχα του και ένοιωσα ένα σφικτό πόνο στην καρδιά μου. Γιατί τον εγκατέλειψαν ασυναίσθητα, ρώτησα ποιόν, κανένα, ίσως τον ίδιο μου τον εαυτό. Γνωρίζω πόσο «δύσβατος» είναι ο δρόμος που οδηγεί σε τέτοια ιδρύματα και μάλιστα ξέροντας ότι δεν μπορείς όσο κι αν το επιθυμείς, να προσφέρεις, τίποτα στον άρρωστο σου. Επίσης γνωρίζω ότι ο άνθρωπος είναι σαν το μέλι γλυκός και βαρύς σαν το αλάτι όπως συνηθίζεται να λέγεται. Ακόμη γνωρίσω τι, φεύγοντας από τέτοιου είδους επισκέψεις πόση πίκρα παίρνεις μαζί σου νοιώθοντας το ασήκωτο βάρος της για πάρα πολλές μέρες μετέπειτα πάνω στις πλάτες σου. Όμως πάλι γνωρίζω πόση ανάγκη έχουν οι πονεμένοι συνάνθρωποί μας την παρουσία μας, έστω και μια φορά το μήνα. Δεν νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από τον πόνο της εγκατάλειψης. Έπειτα ύψωσα προς τον ουρανό τα κάθυγρα μάτια μου, δεν ξέρω γιατί, κι από τα χείλη έφυγαν σαν προσευχή τα παρακάτω λόγια: «Ω, ανοίξτε εσείς καταρράκτες τ’ ουρανού και χύστε ένα ποτάμι δάκρια να ξεπλύνετε την πίκρα της πονεμένης ψυχής του και ύστερα ελάτε εσείς, ω, άνθρωποι τυλίξτε την με το απαλό και λευκό πέπλο της στοργής και της συμπόνιας τρυφερά. Δεν σας στοιχίζει σχεδόν τίποτα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα