Η αγροτική οικονομία αποτελεί μαζί με τον τουρισμό τις κύριες πηγές εισοδημάτων στην Κρήτη δημιουργώντας ταυτόχρονα πολλές θέσεις εργασίας για την απασχόληση του τοπικού πληθυσμού.
Oι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες του νησιού ευνοούν την καλλιέργεια πολλών ειδών και η άριστη ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων αποτελεί το διαβατήριο για την είσοδό τους σε πολλές αγορές. Εκτός από την καλλιέργεια της ελιάς, η καλλιέργεια των οπωροκηπευτικών (ντομάτας, αγγουριού, μελιτζάνας) σε θερμοκηπιακές μονάδες έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες τα προιόντα των οποίων καλύπτουν αφενός τις ανάγκες της Ελληνικής αγοράς και αφετέρου εξάγονται σε πολλές ξένες αγορές. Οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες της Κρήτης ιδίως τον χειμώνα ευνοούν τη λειτουργία των θερμοκηπίων για την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών που βρίσκονται σήμερα περίπου το 42 – 45 % των θερμοκηπίων της χώρας καθώς το νησί παρουσιάζει συγκριτικό πλεονέκτημα στον τομέα αυτό. Σήμερα λόγω της παρατεταμένης και πολυετούς οικονομικής κρίσης στη χώρα και της υψηλής ανεργίας των νέων παρατηρείται στροφή στην αγροτική οικονομία κάτι που δεν συνέβαινε λίγα χρόνια πριν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημιουργία μίας θέσης εργασίας στον αγροτικό τομέα απαιτεί λιγότερα κεφάλαια σε σχέση με τη δημιουργία μίας θέσης εργασίας στη βιοτεχνία ή τη βιομηχανία. Συνεπώς η περαιτέρω ανάπτυξη των θερμοκηπιακών καλλιεργειών στην Κρήτη αφενός θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας που απαραίτητα χρειάζονται λόγω της υψηλής ανεργίας και αφετέρου θα παράξει εξαγώγιμα προιόντα για τη χώρα τονώνοντας τις εξαγωγές της. Ομως η παραγωγικότητα των θερμοκηπίων της χώρας και βεβαίως της Κρήτης είναι σήμερα πολύ χαμηλή. Με αναφορά την παραγωγή τομάτας και αγγουριού η μέση παραγωγικότητά τους στην Κρήτη ανέρχεται σε περίπου 10 τόνους ανά στρέμμα ετησίως (σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής στατιστικής υπηρεσίας) και είναι ανώτερη από την παραγωγικότητα των αντίστοιχων θερμοκηπίων σε άλλα μέρη της χώρας. Η παραγωγικότητα αυτή θα πρέπει να συγκριθεί με την αντίστοιχη στην Αλμερία της Ισπανίας (περιφέρεια με κλίμα ανάλογο της Κρήτης και τεράστια παραγωγή οπωροκηπευτικών σε θερμοκήπια που καταλήγουν στις ευρωπαϊκές αγορές) που είναι 22 τόνοι ανά στρέμμα ετησίως και με της Ολλανδίας που είναι 60 τόνοι ανά στρέμμα ετησίως (όπου χρησιμοποιείται ευρέως η καλλιεργητική τεχνική της υδροπονίας). Η χαμηλή παραγωγικότητα των θερμοκηπίων καλλιέργειας οπωροκηπευτικών στην Κρήτη οφείλεται στην έλλειψη χρήσης των κατάλληλων καλλιεργητικών τεχνικών καθώς και στη χρήση απλών θερμοκηπιακών κατασκευών, οι οποίες δεν μπορούν να διασφαλίσουν την ανάπτυξη των φυτών σε ελεγχόμενες άριστες συνθήκες καλλιέργειας. Η επίτευξη υψηλών αποδόσεων απαιτεί τη χρήση σύγχρονων θερμοκηπίων έντασης κεφαλαίου και τον έλεγχο των συνθηκών καλλιέργειας εντός του θερμοκηπίου. Δεδομένου ότι στην Κρήτη καλλιεργούνται σήμερα περίπου 16.000 στρέμματα ντομάτας και αγγουριού συνολικά σε θερμοκήπια, η ετήσια παραγωγή τους ανέρχεται σε περίπου 160.000 τόνους. Ομως η χαμηλή μέση παραγωγικότητα των θερμοκηπίων της Κρήτης συνεπάγεται σημαντικά μειωμένη παραγωγή οπωροκηπευτικών (σε σχέση με αυτή που θα μπορούσε να είναι) και βεβαίως πολύ μικρότερα έσοδα για τους παραγωγούς. Εφόσον η μέση παραγωγικότητα των θερμοκηπίων καλλιέργειας οπωροκηπευτικών της Κρήτης θα προσέγγιζε την παραγωγικότητα των αντίστοιχων θερμοκηπίων της Αλγερίας στην Ισπανία, τότε η παραγωγή τους θα υπερδιπλασιαζόταν και τα ετήσια έσοδα θα αυξανόταν κατά αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Εφόσον δε ορισμένα από αυτά χρησιμοποιούσαν τις τεχνικές της υδροπονίας τότε η ετήσια παραγωγή και τα έσοδα θα αυξανόταν ακόμη περισσότερο σε σχέση με τα σημερινά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εκσυγχρονισμός των θερμοκηπίων της Κρήτης θα απαιτήσει την κατανάλωση μεγαλύτερων ποσών ενέργειας σε αυτά κυρίως για την κάλυψη των αναγκών τους σε ηλεκτρική ενέργεια και θερμότητα. Ομως όπως έχει τεκμηριωθεί σε διάφορες μελέτες υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας για τον σκοπό αυτό, ιδιαίτερα η ηλιακή ενέργεια και η βιομάζα, αξιοποιώντας το πλούσιο δυναμικό τους στην Κρήτη.
Ο εκσυγχρονισμός των θερμοκηπίων της Κρήτης είναι σήμερα εφικτός καθώς απαιτούνται:
Α) Κεφάλαια για τη βελτίωση των κατασκευών τα οποία μπορούν να προέλθουν από πόρους του Ε.Σ.Π.Α. αλλά και των καλλιεργητών.
Β) Εξειδικευμένοι επιστήμονες για την παροχή καλλιεργητικών συμβουλών και οι υπάρχοντες νέοι γεωπόνοι μπορούν σήμερα να συμβάλλουν σε αυτό.
Ενα μειονέκτημα βέβαια για τον εκσυγχρονισμό των θερμοκηπίων της Κρήτης είναι η αδυναμία των Ελληνικών τραπεζών να στηρίξουν τους παραγωγούς στις σημερινές δύσκολες συνθήκες με τα απαραίτητα κεφάλαια.
Τα οφέλη που θα προκύψουν από τον εκσυγχρονισμό των θερμοκηπίων της Κρήτης είναι πολλά όπως:
Α) Αύξηση των επενδύσεων σε έναν τομέα που η Κρήτη έχει συγκριτικό πλεονέκτημα,
Β) Αύξηση των εσόδων των επιχειρήσεων αυτών λόγω της αυξημένης παραγωγής οπωροκηπευτικών.
Γ) Αύξηση της απασχόλησης στον τομέα αυτό σε κυρίως μικρομεσαίες θερμοκηπιακές επιχειρήσεις.
Δ) Κάλυψη μέρους των αναγκών της ελληνικής αγοράς σε οπωροκηπευτικά και μείωση των εισαγωγών που γίνονται σήμερα.
Ε) Αύξηση των εξαγωγών οπωροκηπευτικών προιόντων στις ευρωπαϊκές αγορές.
Η παραγωγικότητα που έχει επιτευχθεί σήμερα σε θερμοκήπια παραγωγής οπωροκηπευτικών σε μεσογειακές περιοχές με τις ίδιες συνθήκες ηλιοφάνειας όπως της Κρήτης (Αλμερία, Ισπανία) καθώς και σε συνθήκες υδροπονικής καλλιέργειας (Ολλανδία) θα πρέπει να αποτελέσουν τον μελλοντικό στόχο των θερμοκηπίων της Κρήτης τα οποία θα μπορέσουν να επιτύχουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα και έσοδα σε σχέση με αυτά που επιτυγχάνουν σήμερα.
* ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει στο Τ.Ε.Ι. Κρήτης και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Μ.Α.Ι.Χ.