Την Ελευτερία είδα εγώ στα όρη και πορπάθιε.
Και ήτανε ξυπόλυτη και κακοπορεμένη.
Σπηλιάρι ‘χε γιά σπιτικό, δαφνόφυλλα γιά στρώμα.
Είχε τ’ αέρι πάπλωμα, προσκέφαλο το χώμα.
Χοχλιούς και αγριόχορτα είχε στη μαγερειά τζη.
Όμως:
Η περιφάνεια ήτονε στολίδι και πρεπιά τζη.
Και ρώτηξα την όμορφη, π’ απάντηξα μπροστά μου:
Πως γίνεται μι’ αρχόντισσα, στα όρη να πλανάται,
και να κακοπορεύγεται;
Κι εκείνη μ’ αποκρίθηκε με πόνο στην καρδιά τζη:
Η Ελευτερία είναι δεντρό, που πρέπει τσοί καρπούς του,
ούλοι να τσοί μοιραζουνται,
κι όϊ να τρώει μόν’ ο γείς, κι οι άλλοι να νηστεύγουν.
Δε νταγιαντίζω γιέ μου μπλιό την ξεπεσιά τ’ αθρώπου,
που με μεταχειρίζεται κατά πως θέλει όποιος,
στα χέρια ντου έχει δύναμη, ξένος είναι ή ντόπιος.
Και με τη δύναμή του αυτή πάει να αποχτήσει,
πλούτη που δεν τ’ ανήκουνε, κι εύκολα βρίσκει τρόπους,
να εκμεταλεύεται σκληρά, τσ’ επίλοιπους αθρώπους.
Γι αυτό.
Ήρθα να ζήσω στα βουνά, παρέα με τ’ αγρίμια.