«Αγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,/ βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,/ το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί εμίλιε./ “Βασίλη, πούθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις;”/ “Από της μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω!”/ “Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.”/ “Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω.”/ Και σαν ηξέρεις γράμματα, πε μας την αλφαβήτα./ Και στο ραβδί του ακούμπησε, να πει την αλφαβήτα. Και το ραβδί ήτανε ξερό, χλωρά βλαστάρια επέτα/ κι απάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαηδούσαν»… Από τα κάλαντ(ρ)α του Αγιου – Βασίλη σε μέση παραλλαγή.
«Ηταν πάντα περίεργη η περίπτωση του Αγίου αυτού, που, παρ’ όλη την άξια και ανώτερη θέση του στην Ορθοδοξία, έμεινε στη λαϊκή αντίληψη ένας ανθρώπινος άγιος, καθόλου συναξαρικός, που περπατεί ανάμεσά μας, και ζει σαν ταξιδιάρης ή σαν γεωργός με το αλέτρι του, σαν επισκέπτης με καλό ποδαρικό, ή σαν μάντης και κουβαλητής της Τύχης. Λες και δεν πέθανε ποτέ, ή κι αν πέθανε ξανάρχεται από τον πέρα κόσμο, απαραίτητος πάντα για να βάλει σε κίνηση τον καινούργιο χρόνο […] Το μόνο που βρίσκεται σε συμφωνία με τη βιογραφία και τη φιλόπτωχη δράση του, είναι η φιλαλληλία των ανθρώπων, την ημέρα αυτή και τα δώρα που γίνονται στα παιδιά και στους εργαζόμενους για το νέο έτος. Oλα όμως είναι συμπτωματικά, κι είναι γεγονός ότι, αν ο Ιεράρχης Βασίλειος δεν πέθαινε την 1η Ιανουαρίου, (του 379) κάποιος άλλος άγιος θα είχε πάρει τη θέση του, που θ’ ακούοταν, όπως π.χ. ο άγιος Σίλβεστρος στους Καθολικούς». Δημ. Σ. Λουκάτος (από το βιβλίο του “Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών”, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1979).
«Οταν ο Αγιος Βασίλειος ήταν επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Επαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι εζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. “Σας προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμον έχει αντικείμενον”. Μάζεψαν πολλά δώρα, και βγήκαν μαζί με τον Δεσπότη τους οι Καισαρείς να προϋπαντήσουν τον Επαρχο. Ηταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μ. Βασιλείου, που ο Επαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος πήγε να τους ξαναδώσει τα τιμαλφή. Ο χωρισμός όμως ήτο δυσχερής, διότι πολλά όμοια είχον προσφέρει, δακτυλίους δηλαδή, νομίσματα κ.λπ. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργόν τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθώσι την εσπέρα του Σαββάτου πλακούντια (δηλ. μικρές πίτες) και εντός ενός εκάστου έθηκεν ανά εν αντικείμενον, την δ’ επομένην έδωκε ανά εν εις έκαστον Χριστιανόν. Ποίον θαύμα! Εντός του πλακουντίου του εύρεν έκαστος ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέγει η παράδοση, κάθε στη γιορτή του Αγ. Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα». Δημ. Σ. Λουκάτος (απ’ το παραπάνω βιβλίο του).
«Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. Ο Αγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα του ‘βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει. Ο Αγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του: “Βλογημένο να ‘ναι τούτο το καλύβι”. Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει το ‘να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά. Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι». Φώτης Κόντογλου (απ’ το διήγημά του “Ευλογημένο μαντρί”)
«Βρίσκουνε κεια το Βασιλειό απού κανε ζευγάρι/ “Καλώς τα κάνεις, Βασιλειό, καλό ζευγάρι κάνεις”. “Καλό το λέμενε κι εμείς, καλό και βλοημένο,/ απού το βλόησ’ ο Χριστός με το δεξόν του χέρι,/ με το δεξό, με το ζερβό, με το μαλαματένιο”/ Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε,/ ταγή και ρόβι δεκοχτώ, κι από νωρίς στο στάβλο”». Από τα Κρητικά Πρωτοχρονιάτικα κάλαντ(ρ)α (απ’ το βιβλίο του Σταμάτη Α. Αποστολάκη “Ριζίτικα” τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Χανιά 2010).
Καμπάνα κάνω την καρδιά και λέω της να παίξει/ τ’ Αγιού Βασίλη την ευχή σε όλους σας να μπέψει!