Μόλις πληροφορήθηκα το θάνατο του Εμμ. Κριαρά, του σπουδαιότερου σύγχρονου Έλληνα Δασκάλου, αναζήτησα στη βιβλιοθήκη μου το έργο του, Μακράς ζωής Αγωνίσματα, έκδοση της Πολιτιστικής Εταιρείας: Οι Φίλοι του Περιοδικού «Αντί», Αθήνα 2009. Από αυτό το βιβλίο επέλεξα και παρουσιάζω όσες πληροφορίες διέσωσε ο ίδιος για τους δασκάλους του. Πιστεύω πως τα στοιχεία αυτά είναι ικανά να κρατήσουν ολοζώντανα πρότυπα κι εκείνο κι εκείνους, τουλάχιστον σε όσους εκπαιδευτικούς επιθυμούν και σήμερα να κάνουν τη διαφορά…
«Στο Δημοτικό Σχολείο του Τοπανά -στα Χανιά- γρήγορα συνδέθηκα με τους συμμαθητές μου: το Στέλιο Καψωμένο και τον Πολυχρόνη Πολυχρονίδη. Στην τάξη μου φοιτούσε και ο Νίκος Τωμαδάκης… Διευθυντής του Σχολείου μας ήταν ο Μιχαήλ Αρπακουλάκης, δάσκαλός μου αγαπητός, όπως και ο Παντελής Βαβουλές. Τα μαθήματά μου τα παρακολουθούσα με μεγάλη επιμέλεια, ώστε ο διευθυντής μου να εκφράζεται στον πατέρα μου με άκρα ικανοποίηση.
Το 1918 εγγράφομαι στην πρώτη τάξη του μοναδικού τότε Γυμνασίου Χανίων, που βρισκόταν πολύ κοντά στη Δημοτική Αγορά… Γνωρίστηκα και συνδέθηκα στενά και με άλλα παιδιά που έρχονταν από άλλα Δημοτικά Σχολεία… Ανάμεσα στις νέες μου γνωριμίες στο Γυμνάσιο ξεχωρίζει ο γιος του Γυμνασιάρχη μου: ο Γιάννης Γενεράλις. Ήταν και αυτός από τους πρώτους μαθητές της τάξης μας, όπως και οι άλλοι μου φίλοι…
Στο Γυμνάσιο παρακολούθησα όλα τα μαθήματα με πολύ ενδιαφέρον. Όμως η προτίμησή μου στρεφόταν στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών. Είχα την καλή τύχη να έχω, σε ορισμένες τουλάχιστον τάξεις, εκλεκτούς δασκάλους. Στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου είχα καθηγητή στα Αρχαία Ελληνικά το Χαρίλαο Γκιτάκο. Στην επόμενη τάξη στο ίδιο μάθημα ευτύχησα να έχω δάσκαλο τον Εμμανουήλ Γενεράλι… Είχε συντάξει Ομηρική Γραμματική και άλλα χρήσιμα σχολικά εγχειρίδια. Ήταν αυστηρός στα μαθήματά του και πιστός στο καθήκον του. Προσπαθούσε μάλιστα να εμφυσήσει και σ’ εμάς αυστηρότητα για τον εαυτό μας. Του οφείλω ότι με μύησε ενωρίς σε πολλά μυστικά του αρχαίου ελληνικού λόγου και των αρχαίων γραμμάτων. Ο Γυμνασιάρχης μου, μολονότι καθαρευουσιάνος, δε δίσταζε, διδάσκοντά μας Αντιγόνη του Σοφοκλή, να μας διαβάζει εκλεκτά κομμάτια από τη μετάφραση του έργου από τον Κωνσταντίνο Μάνο. Όταν μετά δύο χρόνια το Γυμνάσιο Χανίων χωρίστηκε σε πρώτο και δεύτερο, η διεύθυνση του δεύτερου ανατέθηκε στον Εμμανουήλ Γενεράλι. Οι καλύτεροι από τους μαθητές του προτιμήσαμε να μετεγγραφούμε στο δεύτερο Γυμνάσιο. Εγκαταλείπαμε ευπρεπές γυμνασιακό κτήριο και «μετακομίζαμε» σε άθλιο παλαιό τουρκικό σχολικό κτήριο στη συνοικία Καστέλι των Χανίων. Αλλά ας μείνω ακόμη στο πρώτο Γυμνάσιο. Δε με συγκινούσαν ιδιαίτερα τα μαθηματικά, όμως δεν υστερούσα στη βαθμολογία. Ανάμεσα στους μαθηματικούς που γνώρισα ξεχώρισε ο Ανδρέας Κνιθάκης. Ήταν ιδιαίτερα αυστηρός, λαμπρά καταρτισμένος στον κλάδο του. Δε με ικανοποιούσε καθόλου ο τρόπος με τον οποίο διδασκόταν το μάθημα της γεωγραφίας. Στους καλούς μου δασκάλους καταλέγω και τον καθηγητή μας των φυσικών Κωνσταντίνο Σαμιωτάκη, αυστηρό θα τον έλεγα κι αυτόν, όμως ικανό δάσκαλο. Για τα τεχνικά μαθήματα (ιχνογραφία, καλλιγραφία, ωδική) δεν είχα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αλλά και δεν είχαμε για τα μαθήματα αυτά δασκάλους που να μας ικανοποιούν. Ξεχώριζα ιδιαίτερα και στο μάθημα των γαλλικών. Με ενδιέφεραν οι ξένες γλώσσες. Παρακολουθούσα και ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικής έξω από το χώρο του σχολείου. Δεν μπορώ να πω ότι είχαμε πάντα επαρκείς δασκάλους στο μάθημα της γαλλικής γλώσσας. Γι’ αυτό και δεν ήταν περίεργη η γενική αδιαφορία των συμμαθητών μου για το μάθημα τούτο. Στοιχειωδώς διδασκόμασταν το μάθημα της γυμναστικής. Δύο μόνο χρονιές έτυχε να έχομε αξιόλογο καθηγητή στο μάθημα αυτό, που διοργάνωνε μάλιστα και σχολικούς αγώνες! Τα ενδιαφέροντά μου ενίσχυαν τη στροφή μου σε μελλοντικές σπουδές στο χώρο της ελληνικής γραμματείας και γλώσσας, δηλαδή προς τη Φιλοσοφική Σχολή, όχι σε άλλες.
Από την πέμπτη τάξη αποκτούσα έναν ακόμη καλό δάσκαλο, τον φιλόλογο Ιωάννη Μοσχόπουλο, ο οποίος με τη μικρασιατική καταστροφή είχε έρθει πρόσφυγας με την οικογένειά του στα Χανιά. Ήταν κατατοπισμένος σε κοινωνιολογικά θέματα, καθώς και στο γλωσσικό μας ζήτημα, και μας άνοιγε πνευματικούς ορίζοντες πέρα από τα μαθήματα του σχολείου. Έδινε ιδιαίτερη σημασία και στην παρέκβαση κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Μας μιλούσε τότε και για σύγχρονη λογοτεχνία και για σύγχρονους λογοτέχνες, που βέβαια δεν διδάσκονταν στο Γυμνάσιο. Θυμάμαι το δάσκαλό μας να υπογραμμίζει το πόσο δύσκολο είναι να καταλάβομε την αρχαία ποίηση, αν δεν έχομε εξοικειωθεί με τη δική μας, τη νεοελληνική, που βέβαια μας είναι και γλωσσικά προσιτότερη. Ο Μοσχόπουλος δεν παρέλειπε και θέματα κοινωνικά να θίγει και πολιτικά ακόμη, που διαφώτιζαν εμάς τους ανώριμους. Είναι βέβαιο ότι ο δημοτικισμός μερικών από μας τους μαθητές του οφείλεται, σε μεγάλη μοίρα, στη διδασκαλία του. Αισθάνομαι την υποχρέωση να επιμείνω στη σκιαγράφηση του δασκάλου μου Ιωάννη Μοσχόπουλου. Αυτή τη στιγμή αναπολώ τη μορφή του -σοβαρή μορφή δασκάλου. Σαν να τον ακούω να μας απαγγέλλει το Τραγούδι των προσφύγων του Κωστή Παλαμά και να κόβεται η φωνή του από τα δάκρυα. Άλλοτε μας διάβαζε τους Λύκους του ίδιου ποιητή (επίθεση κατά των «μπολσεβίκων») διαφωτίζοντάς μας και σε θέματα φιλοσοφικών και κοινωνικών θεωριών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, ξεκόβοντας από τις γραμματικές και συντακτικές παρατηρήσεις (δεν τις περιφρονούσε μολαταύτα καθόλου), έβρισκε τον τρόπο να μας μιλά για σύγχρονα ποικίλα ζητήματα από τον ταραγμένο κοινωνικό και πολιτικό βίο της εποχής. Και δεν ήταν μόνο το σχολείο που ο καλός μας δάσκαλος φώτιζε τους μαθητές του. Οι πιο αγαπημένοι του -λιγοστοί πάντα, δύο-τρεις- τον ακολουθούσαμε στο σπίτι, όπου συνέχιζε με τον απλούστερο τρόπο τη μύησή μας στα λογοτεχνικά και τα πνευματικά θέματα. Παρακινημένος απ’ αυτόν διάβαζα λογοτεχνικά και ποικίλα κοινωνικά και πολιτικά βιβλία, που έπαιζαν το ρόλο τους στην πρώτη πνευματική μου διαμόρφωση. Ο Μοσχόπουλος επαινούσε τις εκθέσεις μου. Κάποτε μάλιστα μου ζήτησε να διαβάσω στην τάξη μια έκθεσή μου½ ο δάσκαλός μου με επαίνεσε λέγοντάς μου: «Κατέχεις πολύ καλά τη γλώσσα». Όταν αργότερα έμαθε ότι γράφω και… διηγήματα, στη δημοτική πια, ζήτησε να του τα δώσω να τα κοιτάξει. Δεν το τόλμησα…
Στην πέμπτη τάξη είχα και έναν άλλο καθηγητή, που κι αυτός είχε έρθει από τη Σμύρνη. Ήταν ο Μιχαήλ Αλεξανδρόπουλος, καταγόμενος από την Ήπειρο. Μας δίδασκε Ψυχολογία με επάρκεια. Ήταν κι αυτός ικανοποιητικά συγκροτημένος½ μάλιστα καθώς ακούγαμε ήταν και «ποιητής»… Σύχναζα και στα μαθήματα των Ιταλικών και Αγγλικών που δίδασκαν δύο δάσκαλοι, ένας Ιταλός και ένας Ουαλός.
Ίσως έχει κάποια σημασία (για μένα έχει), να σημειώσω και τούτο: Στο ξεκίνημα ενός πρωινού μαθήματος στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου δεν ξέρω πώς μου ήρθε η «έμπνευση» να γράψω κάτι στο τετράδιό μου. Το πράγμα κίνησε το ενδιαφέρον του καθηγητή μου (ήταν ο καθηγητής των φυσικών), πήρε το τετράδιό μου στα χέρια του για να δει τι έχω γράψει. Του έκαμε το πράγμα εντύπωση και χωρίς να το σχολιάσει διάβασε ό,τι είχα γράψει. Αυτό ήταν επί λέξει τούτο: «στα πολιτικά ριζοσπαστικός, στα θρησκευτικά σκεπτικιστής, στα κοινωνικά φεμινιστής, στα γλωσσικά μαλλιαρός».Το θέμα δεν είχε ιδιαίτερη συνέχεια (τουλάχιστον τη στιγμή εκείνη).
Τα αθλητικά ούτε τα γνώρισα, ως μαθητής, ούτε και αργότερα τα συμπάθησα. Κάποτε που είχαμε στο Γυμνάσιο καλό γυμναστή, ήρθα πρώτος στη σκοποβολή! -κατά λάθος, φαίνεται! Μου σύστησε τότε ο δάσκαλός μου να επιδοθώ στο άθλημα αυτό (νόμιζε ότι θα πετύχαινα), όμως αδιαφόρησα για τη σύσταση. Όργανο μουσικό δεν έμαθα, όμως τη μουσική την αγάπησα.
Στο Γυμνάσιο ούτε τον απόηχο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917-1920 δεχτήκαμε. Η ιδεολογία του κινήματος έρχεται σ’ εμάς από άλλους δρόμους: από κάποια διδάγματα δασκάλων, από κάποια διαβάσματα δικά μας… Αργότερα άρχισα να διαβάζω Ψυχάρη, Πάλλη και άλλους αγωνιστές δημοτικιστές. Αλησμόνητο μου μένει κάποιο «επεισόδιο» στο μάθημα του γυμνασιάρχη μας. Ο Καψωμένος σε ένα διάλειμμα γράφει στον πίνακα τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του Βηλαρά Ρομέηκη Γλόσα. Μπαίνοντας στην τάξη σε λίγο ο γυμνασιάρχης μας ο Γενεράλις το βλέπει και επεμβαίνει ελεγκτικά… Κι όμως ο Εμμ. Γενεράλις ήξερε να γίνεται διαλλακτικός στο ζήτημα της γλώσσας, όταν έπρεπε, όσο κι αν ο δημοτικισμός μας, που δεν έμενε κρυφός, στενοχωρούσε τον καλό μας δάσκαλο. Δεν ήθελε να το χωνέψει να μείνω εγώ «δια βίου» Δημοτικιστής. Σε ένα ευχετήριό του γράμμα, αργότερα, όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα, μου ευχόταν (θυμούμαι τη φράση του) «διασκέδασιν της γλωσσικής αχλύος, ή τις αμαυροί τον καλόν Κριαράν». Ευτυχώς η «αχλύς» αυτή είχε δια παντός «αμαυρώσει» τον τότε φοιτητή, ο οποίος πριν αναχωρήσει από τα Χανιά είδε τον άλλο δάσκαλό του, το Μοσχόπουλο, κατά την υποδοχή του Ψυχάρη, να σκύβει και να φιλεί το χέρι του, λέγοντάς του: «Επιτρέψετέ μου, δάσκαλε, να φιλήσω το χέρι εκείνου που τόσο δούλεψε για την προκοπή του ελληνισμού». Λαμπρό μάθημα σ’ εμάς τους νέους τότε, και ιδεολογικό και ανθρώπινο. Τονωνόταν έτσι ο δημοτικισμός μας, αλλά και η ανθρώπινη συμπεριφορά μας».
Για την αντιγραφή
Μιχάλης Τρούλης