Κι όμως, η αθιβολή του χαδιού, έρχεται ξανά και ξανά. Μέσα από τα γενειοφόρα βάτα του σήμερα. Και είναι τ’ αγκάθια τους, πέπλο, που μέσα κρύβεται ο άλικος χυμός. Αυτό που μπορεί να γίνει. Ως εφηβική πληγή. Που δεν έκλεισε ακόμα. Και έχουν περάσει αιώνες από την αυγή σου. Και έχουν περάσει αιώνες από το ξεκίνημα. Κι όμως, εσύ δεν έχεις φτάσει πουθενά ακόμα. Αιώνιος ταξιδευτής του ακαθόριστου. Κι ένας Έρωντας με πέπλο μαύρο. Ως τα μαύρα πανιά του ιστιοφόρου που μπήκαν κατά λάθος. Με βιασύνη. Και έστειλαν λάθος μήνυμα σ’ αυτούς που περιμένουν. Έφερναν χαρά και νικητήριους παιάνες. Όμως έστειλαν μήνυμα θρήνου. Με αποτέλεσμα, ο θάνατος ο άρχων, να δώσει όνομα σ’ ένα πέλαγο γεμάτο ευχές. Γεμάτο ψυχές. Που παλεύουν να σπάσουν, από τότε, τις αλυσίδες. Τις δικές τους. Και των συντρόφων τους. Περίεργα όμορφη είναι η σιωπή. Καθώς χάνεται. Μέσα στους μύθους των πρωταγωνιστών της. Και μια ευριπιάδα εικόνα. Ενός παιδιού ντυμένου στα μαύρα. Μια πρόωρη επανάσταση λες. Ως άνθος τυλιγμένο σ’ ένα κοφτερό χιόνι. Κι ένα επικίνδυνα τρελό βήμα. Που ξαφνιάζει τη σκέψη. Κανείς δεν ξέρει όσα ξέχασες. Κανείς δεν ξέρει την απουσία σου. Ως προγραμματισμένη χαρά που δεν τη δέχεσαι. Γιατί ξέρεις ότι η πραγματική χαρά είναι πάντα απρογραμμάτιστη. Ένα σχεδόν πικρό ακαθόριστο μειδίαμα, έχει το μέσιασμα της μέρας. Θά ’θελες ν’ αργήσει το σκοτάδι να ’ρθει. Στην αιώνια επαναληψημότητά του. Στην κατά ριπάς εναλλαγή των εικόνων του νου. Που έρχονται απρόσκλητες μέσα στη νύχτα. Και τ’ αλλάζουν όλα. Ως ένα ακαθόριστο χάδι. Ως μιαν ακαθόριστη σκέψη. Που ξέρεις την αύρα της. Χωρίς ποτέ να μάθεις όμως το πραγματικό νόημά της. Ως μυστήριο κρυφό της έλευσης, μιας αέναης ευχής. Που, περιέργως πως, νιώθεις ότι πραγματόθηκε. Μα συνεχίζεις ν’ απλώνεις μαύρα πανιά. Εκεί που πνέουν ούριοι άνεμοι. Εκεί που θα ’πρεπε να υψώνεις το πολύχρωμο. Από μια βιαστική χαρά. Από ανυπομονησία. Ως μιαν άφιξη που παρέλειψες να δεις. Γιατί το άλικο τα ’χε καλύψει όλα. Μια φλόγα που σε ζέσταινε, σε καίει σιγά – σιγά, για να διατηρήσει τη λάμψη και τη ζεστασία της. Και ’συ χαίρεσαι γι’ αυτό. Χαίρεσαι που τώρα πια το άλικο είσαι εσύ. Εσύ και το ακαθόριστο. Και ο αιώνιος ταξιδευτής του, πάλι εσύ. Βιαστική χαρά. Με υψωμένα λάθος πανιά. Κι ένα πέλαγος που πήρε από μια λάθος απώλεια, τ’ όνομά του. Ως λάθος που βάφτισε μιαν αλήθεια. Σ’ ένα οξύμωρο σχήμα.