Στην καθημερινότητα του συμβολικού, δηλαδή στον κόσμο όπως μορφοποιείται από τη συμπεριφορά μας, η φωτογραφία είναι ένα νόμισμα. Νόμισμα με την ετυμολογική έννοια.
Στα αρχαία ελληνικά ‘νομίζω’ σημαίνει θεωρώ κάτι ως αληθές, καθιερωμένο. Κατ’ αυτήν την έννοια ένα νόμισμα έχει αξία επειδή όλοι συμφωνούμε ότι έχει. Αν κάποιος για κάποιο λόγο αρνηθεί να το παραλάβει, επειδή λόγου χάρη είναι σκισμένο, ή αντικαταστάθηκε από νέο ή νεότερη έκδοση, τότε αυτόματα χάνει την αξία του. Ταυτόχρονα όμως αυτή η αξία κρύβει κάτι το απατηλό, την ψευδαίσθηση ότι η αξία του έχει μια άμεση αντιστοιχία στον πραγματικό κόσμο, κάτι όμως που δεν ισχύει. Η πραγματικότητα της αξίας του είναι αυτή που του δίνουμε εμείς στο συμβολικό της συναλλαγής.
Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η φωτογραφία και μάλιστα με πολλαπλούς τρόπους.
Για αρχή, έχει μια απατηλή σχέση με την πραγματικότητα. Επειδή παγιδεύει φωτόνια από τον πραγματικό κόσμο θεωρούμε ότι είναι μια απεικόνιση της πραγματικότητας. Ο φακός όμως πάντα ψεύδεται. Η φωτογραφία, κάθε φωτογραφία απεικονίζει το φωτογράφο της και τη δική του πραγματικότητα.
Προχωρώντας, παρατηρούμε ότι σε μία ανάλογη σύμβαση με αυτή του νομίσματος, θεωρούμε σημαντικό ό,τι βρίσκεται μέσα στις πλευρές του φωτογραφικού κάδρου. Έχει αξία γιατι όλοι συμφωνούμε σε αυτό.
Η φωτογραφία λειτουργεί ακριβώς όπως η αρχαιολογία, με την οποία αναπτύχθηκε ταυτόχρονα. Αποσπά ένα εύρημα από το φυσικό του περιβάλλον και το τοποθετεί πάνω σε ένα βάθρο μέσα σε ένα νέο πλαίσιο και το αναδεικνύει ως σπουδαίο. Και ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι δύο αυτές πρακτικές προέκυψαν ταυτόχρονα στην ανθρώπινη ιστορία.
Κατ’ επέκτασην χρησιμοποιώντας αυτή τη σύμβαση μπορούμε να σημασιοδοτήσουμε και να αναβαθμίσουμε ασήμαντα πράγματα. Ας πούμε για παράδειγμα ότι η αρχική – φυσική παρόρμηση ενός φωτογράφου είναι να φωτογραφίσει κάτι ωραίο με ωραίο τρόπο. Αυτή η συμπεριφορά εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες. Από την άλλη πλευρά όμως ας εξετάσουμε το ενδεχόμενο μία φωτογραφική εργασία για να πραγματοποιηθεί, να απαιτεί να συμπεριληφθούν σε αυτή άσχημες εικόνες ωραίων πραγμάτων ή και άσχημων. Για να λειτουργήσει μια τέτοια εργασία είναι απαραίτητη η εφαρμογή της νομισματικής αξίας της φωτογραφίας. Η αποδοχή δηλαδή της αρχής ότι ό,τι βρίσκεται εντός του κάδρου είναι σημαντικό.
Η λειτουργία αυτή είναι τέτοιας σπουδαιότητας, ώστε πάνω της μπορούν να στηριχθούν μέχρι και εθνικές ταυτότητες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του βιβλίου του Timothy O’ Sallivan Framing the West στο οποίο ο τίτλος όχι μόνο υποδηλώνει την ανάδειξη του τοπίου των Δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών ως σημαντικού, αλλά και ότι ο περιορισμός του, η τιθάσευσή του (frame = περιορίζω) είναι ένα έργο αντάξιο ενός μεγάλου έθνους, όπως το αμερικανικό. Στη σπουδαιότητα των φωτογραφημένων βουνών βρήκε συνοχή ένα ετερόκλητο πλήθος τυχοδιωκτών.
Υ.Γ. Σας έχω ένα γρίφο: Ποιό είναι το πιο συχνά απεικονισμένο ελληνικό κτίριο;
Όχι, δεν είναι ο Παρθενώνας. Είναι το κεντρικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Αιόλου. Η εικόνα του βρίσκεται στις ταμπέλες όλων των υποκαταστημάτων, σε όλα της τα έγγραφα, σε όλες τις κάρτες.
1- αλλο η απεικονιση και αλλο η φωτογραφια.
2- στη περιπτωση του κτηριου της Αιολου, αναφερεστε σε ενα συμβολο πια με γραφιστικη απεικονιση και οχι σε φωτογραφια.
Δε θα διαφωνήσω σε τίποτα από τα δύο ουσιαστικά. Η φωτογραφία όμως παραμένει απεικόνιση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι συνόνυμα. Θα παρατηρήσετε επίσης ότι το κτίριο της Αιόλου δεν το χαρακτηρίζω φωτογραφημένο, αλλά απεικονισμένο. Το σχόλιο (που δεν είναι μέρος του κυρίως άρθρου, απλώς ένα teaser) έχει να κάνει με την κοινωνία της εικόνας, στην οποία το πώς παρήχθη η εικόνα έχει λίγη σημασία. Η φωτογραφία είναι μέρος αυτού του πράγματος, με ιδιαίτερη θέση και ρόλο βέβαια και απλά τυχαίνει με αυτόν τον τρόπο να παράγω προσωπικά εικόνες. Μελετώντας τη, οφείλω να μελετώ και το ευρύτερο φάσμα.