«Είναι εξαιρετικά λυπηρό ότι οι αθλιότητες έγιναν επί πρωθυπουργίας μου». «Λυπάμαι». «Δεν γνωρίζω κάτι σχετικό για τις παράνομες πράξεις των κατηγορουμένων και τα όσα τους αποδίδονται. Η γνώση μου προκύπτει απ’ τις εφημερίδες και τα δικαστήρια». «Όπως αποδείχθηκε για την πρωτόδικη διαδικασία, στο Υπ. Εθνικής Άμυνας έγιναν τα μύρια όσα»!!
Αυτά εγράφησαν στον Τύπο ότι ακούστηκαν απ’ τον κ. Σημίτη, που κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας ενώπιον του επταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων στη δίκη Τσοχατζόπουλου σε δεύτερο βαθμό. Για πρώτη φορά κατέθεσε ως μάρτυρας ένας πρώην πρωθυπουργός, υπό την προεδρία του οποίου ελήφθησαν αποφάσεις στο ΚΥΣΕΑ για αγορά εξοπλιστικών στη 10ετία του ’90 για τα οποία κατηγορήθηκε για χρηματισμό και καταδικάστηκε υπουργός του.
Υπήρχε σκοπιμότητα να ’ρθουν Σημίτης και Βενιζέλος να καταθέσουν, να γίνει συζήτηση, να βγουν συμπεράσματα. Τον κ. Τσοχατζόπουλο δεν τον ένοιαξε και πολύ, που τον παρατήρησε δημοσίως ο κ. Σημίτης ότι έκανε «τα μύρια όσα» στο Υπουργείο του. Ο Ακης δεν ζήτησε να καταθέσουν για να τους εκθέσει, αλλά να τον υπερασπίσουν, να γίνουν πολιτικά σχόλια και να ομολογήσει ο πρώην πρ/γός ότι τα εξοπλιστικά χρειαζόντουσαν ως τα καλύτερα.
Δεν ήθελε ν’ αποσπάσει δήλωση σχετικά με δωροδοκίες. Χρησιμοποιήθηκαν αμφίσημες κουβέντες. Ο συνήγορος απετάνθη στον κ. Σημίτη ότι δεν αποδείχθηκε δωροδοκία για να εισπράξει την απάντηση: «Μα εγώ δεν είπα ότι απεδείχθη». Πάντως για τον κ. Τσοχατζόπουλο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα ό,τι κι αν ελέχθη, εφ’ όσον η υπόθεση έχει τελεσιδικήσει. Το σημαντικό για τον ιστορικό του μέλλοντος είναι ότι εγράφησαν στα πρακτικά δηλώσεις επ’ ακροατηρίω πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος δεν έχει κάνει ως τώρα αυτοκριτική και δεν έχει πει ότι έχει κάποια ευθύνη για όσα συνέβησαν εκείνη την εποχή.
Ολα αυτά έπρεπε να ’χαν συζητηθεί στο Μαξίμου. Δεν μπορεί ο κάθε πρωθυπουργός, που προεδρεύει στο ΚΥΣΕΑ για αγορά εξοπλιστικού, να μην γνωρίζει το κόστος της και να ’ρχεται να λέει ότι ήταν επωφελής για τη χώρα, έπρεπε να τα πάρουμε, να παραδέχεται ότι στο Υπουργείο γινόντουσαν σημεία και τέρατα και να καθαρίζει με ένα «λυπάμαι»! Δεν δικαιολογείται άγνοια. Γιατί, άραγε, όταν αντικατέστησε τον κ. Τσοχατζόπουλο απ’ το Αμυνας δεν τον έδιωξε και τον τοποθέτησε σε άλλο Υπουργείο;
Είναι αδιανόητο, όταν ένας αρχηγός παίρνει πολιτική απόφαση συλλογικά, να μην έχει και συλλογική πολιτική ευθύνη, για το αν οι εξοπλισμοί ήσαν αναγκαίοι και επεβάλλοντο. Αν ένας πρωθυπουργός δεν φροντίζει να ενημερωθεί απ’ τους συμβούλους του, ποιος απ’ την κυβέρνησή του βάζει ή όχι το χέρι στο μέλι, όταν του κάνουν μνεία περί σκανδάλων και αποστασιοποιείται, λέγοντας: «όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα», όταν η κοινή γνώμη βοά περί Τσουκάτου και αυτός επί δύο τετραετίες κωφεύει, όταν δεν ξεχωρίζει απ’ τους συνεργάτες του ποιος είναι ακέραιος και ποιος “λαμόγιο”, όταν στα ΚΥΣΕΑ απλώς προεδρεύει, τότε η ευθύνη δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά έχει και άλλη διάσταση και ο κόσμος έχει βγάλει τα συμπεράσματά του.
Το πώς λειτουργεί το ΚΥΣΕΑ είναι κάτι με πολλές προεκτάσεις, με παραμέτρους που καλύπτουν περίπλοκους τομείς. Δεν ομιλούν για προμηθευτές ή για τιμές. Επικεντρώνονται στην ανάγκη αγοράς συγκεκριμένων εξοπλιστικών συστημάτων και δεν καθορίζουν το περιεχόμενο των αντισταθμιστικών. Αυτή την αμαρτωλή επινόηση απ’ τη 10ετία του ’80, ένα σκαλοπάτι για τις σκανδαλώδεις μίζες.
Εδώ έγκειται και το επονείδιστο χρέος. Να καθίσουν να βρουν το τάδε εξοπλιστικό πόσο κόστισε σε άλλες χώρες και πόσο το πληρώσαμε εμείς. Να πληρώσουμε όσα πράγματι χρωστάμε, όχι και τις μίζες. Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν τα πάντα και πόσο είμαστε φτωχοί. Παρά ταύτα μας δάνειζαν, είμαστε οι καλύτεροι πελάτες τους και αγοράζουμε οπλικά συστήματα. Από μας ζούσε η βιομηχανία Γερμανών και Γάλλων. Είναι κι αυτό μια εξήγηση γιατί φθάσαμε ως εδώ!