Η οικονοµία των ΗΠΑ το 2023 είχε ΑΕΠ $27 τρις και περίπου 81.000 κατά κεφαλή εισόδηµα. Ακόµα και αν ο ρυθµός του πληθωρισµού µειώθηκε κάτω από 3%, αυτό δεν εξαλείφει τον αντίκτυπο των επιταχυνόµενων αυξήσεων των τιµών µε την πάροδο του χρόνου.
Η σωρευτική αύξηση στο κόστος αγαθών και υπηρεσιών πριν από την πανδηµία µέχρι σήµερα είναι περίπου 20%. Το κόστος στέγασης, έχει αυξηθεί κατά 21% από τις αρχές του 2021. Από το 2019 έως το 2023, το κόστος των ειδών παντοπωλείου και της εστίασης αυξήθηκαν κατά 25%, δηλαδή 5% πάνω από τον πληθωρισµό. Η αύξηση των επιτοκίων για την αντιµετώπιση του πληθωρισµού, υπερδιπλασίασε τα επιτόκια για τη λήψη στεγαστικού δανείου από κάτω του 3%, στο 7% ετησίως.
Από την Καλιφόρνια την πέµπτη οικονοµία του κόσµου, οι άνθρωποι και οι εταιρίες φεύγουν προς άλλες πολιτείες, αναφέροντας ως αιτία τους υψηλούς φόρους, τα ακριβά ακίνητα, την εγκληµατικότητα, την έλλειψη στέγης, την αύξηση των αστέγων κατά 40% την τελευταία πενταετία και την υπερβολική ρυθµιστική νοµοθεσία, ως τους λόγους που αποφάσισαν να µετακοµίσουν σε άλλες πολιτείες. Όλα αυτά συµβαίνουν ενώ ο µέσος µισθός, αυξήθηκε, από $39,810 το 2019 σε $48,060 το 2023.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά στην οικονοµία των ΗΠΑ. Εάν προσθέσουµε και το δηµόσιο χρέος των $34 τρις µε κόστος ετήσιας εξυπηρέτησης µεγαλύτερου από τις αµυντικές δαπάνες των ΗΠΑ καταλαβαίνουµε ότι λείπει αυτό που χρειάζεται περισσότερο η χώρα, δηλαδή ένα σχέδιο για την αύξηση της παραγωγικότητας που θα διαχέει τα εισοδήµατα σε όλα τα νοικοκυριά ώστε να υπάρχει ευρεία συµµετοχή στην ευηµερία. Η παραγωγικότητα που παράγεται µε ισότιµη συµµετοχή από όλα τα νοικοκυριά αποτελεί τη βάση για µια κοινωνία µε ευηµερία χωρίς αποκλεισµούς και µε κοινωνική συνοχή.
∆υστυχώς, ούτε οι δηµοκρατικοί ούτε οι ρεπουµπλικάνοι διαθέτουν ένα ολοκληρωµένο σχέδιο για λύσουν τα παραπάνω προβλήµατα και να ενισχύσουν την παραγωγικότητα των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση της οικονοµίας. Ούτε καν αναφέρονται τα παραπάνω προβλήµατα στα προγράµµατα των κοµµάτων. Στην πραγµατικότητα, η µεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, νιώθουν εγκαταλειµµένοι και δεν µπορούν να βρουν τρόπους να συµµετέχουν στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία ενός κλίµατος αγανάκτησης και ανασφάλειας. Με τα δεδοµένα να δείχνουν ότι σχεδόν το 60% του αµερικανικού πληθυσµού έχει χαµηλό µορφωτικό επίπεδο, έχεις ως αποτέλεσµα να αισθάνονται θυµό για την κατεύθυνση στην οποία κινείται η κοινωνία. Και ο θυµός δεν είναι καλός σύµβουλος όταν κάποιος πηγαίνει να ψηφίσει.
∆εν αρκεί οι µεγάλες τεχνολογικές εταιρίες να αυξάνουν την παραγωγικότητα τους. Η ισότιµη συµµετοχή των νοικοκυριών στην παραγωγικότητα είναι θεµέλιο για την ελαχιστοποίηση των ανισοτήτων, και η παραµέλησή της διευρύνει τα χάσµατα πλούτου και ευκαιριών, φέρνοντας την κοινωνία όλο και πιο κοντά σε µια κατάσταση εσωτερικής σύγκρουσης.
Είναι απογοητευτικό ότι σπάνια αναφέρεται από πού θα προκύψουν οι πόροι που θα πρέπει να διατεθούν για να αυξηθεί η παραγωγικότητα για να στηρίξουν την οικονοµία και την κοινωνία. Οι ∆ηµοκρατικοί συνήθως επιδιώκουν να φορολογήσουν τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις, χωρίς όµως να προσδιορίζουν µε σαφήνεια το πώς θα επιτευχθεί αυτό µε αποτέλεσµα τελικά, να συνεχίζουν να αυξάνουν το δηµόσιο χρέος. Από την άλλη πλευρά, οι ρεπουµπλικάνοι ευνοούν τη µείωση της φορολογίας των πλουσίων και τις περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, χωρίς όµως να προσφέρουν µια ολοκληρωµένη λύση µε αποτέλεσµα και αυτοί να αυξάνουν το δηµόσιο χρέος. Αυτό οδηγεί σε ένα δυσοίωνο µέλλον γεµάτο ελλείµµατα, φόρους και µειώσεις στις παροχές, χωρίς κανένα από τα δύο κόµµατα να έχει το όραµα της ενίσχυσης της παραγωγικότητας που χρειάζεται η κοινωνία αλλά και ούτε να θέλουν να σταµατήσουν τον ξέφρενο δανεισµό που έχει οδηγήσει το δηµόσιο χρέος στα $34 τρις, δηλαδή περίπου στο 1/3 του παγκόσµιου ΑΕΠ.
Αυτή η σύγκρουση υπονοµεύει τη εσωτερική συνοχή του πληθυσµού σε µια περίοδο, όπου οι εξωτερικές απειλές για πρώτη φορά µετά από 70 χρόνια κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Επί πολλές δεκαετίες οι ΗΠΑ ήταν οι επιτηρητές των θαλασσίων εµπορευµατικών διαδρόµων εξασφαλίζοντας την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και µια πρωτοφανή παγκόσµια ανάπτυξη που δηµιούργησε η δυνατότητα να διεξάγεται ασφαλές το διεθνές εµπόριο ακόµα και από την πιο αδύναµη χώρα. Σήµερα δεν συµβαίνει πλέον αυτό, καθώς οι κάθε τύπου Χούθι, παρεµποδίζουν την ναυσιπλοΐα, και είναι πιο ορατό από ποτέ, ότι αυταρχικές χώρες µε αυτοκρατορικές κληρονοµιές (Κίνα, Ιράν, Τουρκία, Ρωσία, κλπ) βλέποντας την εσωτερική διχόνοια των ΗΠΑ, έχουν ήδη αρχίσει να εισβάλουν σε γειτονικές χώρες για να ξανά-αναστήσουν την αυτοκρατορική τους επιρροή, να «ελέγξουν» και να αποκόψουν ή να εκτρέπουν τους εµπορευµατικούς διαδρόµους. Οι χώρες δε αυτές στερώντας την ευηµερία από τους λαούς τους, έχουν τεράστιους στρατιωτικούς προϋπολογισµούς, συνεργάζονται µεταξύ τους για να υπονοµεύσουν τις δυτικές δηµοκρατίες τώρα που στις ΗΠΑ υπάρχει εσωτερική διαµάχη και διχόνοια. Οι εχθροί χτυπάνε πάντα την στιγµή που θα σε βρουν αδύναµο.
Σε αυτό το περιβάλλον, βλέπουµε µια άνοδο του λαϊκισµού στις ΗΠΑ και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσµατος, γεγονός που απειλεί τη σταθερότητα του πολιτικού συστήµατος, συµπεριλαµβανοµένων βασικών αρχών όπως το κράτος δικαίου, τα δικαιώµατα ιδιοκτησίας, την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, της ελευθερίας του τύπου κλπ..
Συχνά, οι άνθρωποι πέφτουν στην παγίδα της σύγκρισης µεταξύ κακών επιλογών και πιστεύουν ότι η λιγότερο κακή επιλογή είναι αρκετά καλή, χωρίς να εξετάζουν προσεκτικά τα δεδοµένα και τα ιστορικά γεγονότα. Όπως ο βάτραχος σταδιακά συνηθίζει στο βραστό νερό, οι πολίτες αποδέχονται αργά τις επιδεινούµενες συνθήκες, χωρίς να αντιλαµβάνονται τι ακριβώς βρίσκεται πίσω από αυτές και πώς θα µπορούσαν να αντιδράσουν.
Οι δικτατορίες κυβερνούν µε την δύναµη του φόβου και του τρόµου. Οι δηµοκρατίες όµως χρειάζονται συνεννόηση, πληροφόρηση, συζητήσεις, θεσµούς, πειθαρχηµένες κοινωνίες στις αποφάσεις της πλειοψηφίας και συνεχή ανατροφοδότηση για αλλαγές, προσαρµογές και βελτιστοποιήσεις. Αυτή η συνεννόηση στις ΗΠΑ, την µεγαλύτερη δηµοκρατία του κόσµου χάνεται. Η κοινωνία χωρίζεται ανάµεσα σε δύο άκρα. Ο καθένας είτε διαλέγει πλευρά, υποστηρίζοντας τη µια ή την άλλη, είτε κρατάει ουδέτερη στάση, παρατηρώντας αµήχανα τις εξελίξεις.
Όπως είχε προειδοποιήσει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία τον 5 αιώνα π.χ., η δηµοκρατία µπορεί να οδηγήσει σε κακή διακυβέρνηση και τελικά στην αποδυνάµωση του κράτους. Η προτεραιότητα στις ατοµικές ελευθερίες, εάν δεν συνοδεύεται από πειθαρχία και λογική, µπορεί να ανοίξει το δρόµο για ηγέτες που χειραγωγούν τα συναισθήµατα του λαού. Αυτό το είδος ηγεσίας συχνά καταλήγει στη δηµιουργία µιας «τυραννίας της πλειοψηφίας», όπου οι δηµαγωγοί εκµεταλλεύονται τη δηµόσια γνώµη για προσωπικά τους συµφέροντα. Οι ΗΠΑ, βρίσκονται σε ένα σηµείο όπου η κοινωνία χωρίζεται ανάµεσα σε δύο άκρα. Ο καθένας είτε διαλέγει πλευρά, υποστηρίζοντας τη µια ή την άλλη, είτε κρατάει ουδέτερη στάση, παρατηρώντας αµήχανα τις εξελίξεις.
Για να ξεπεράσουν οι ΗΠΑ αυτά τα εµπόδια, είναι απαραίτητη µια ισχυρή και διορατική ηγεσία που να µπορεί να συνενώσει λογικά σκεπτόµενα άτοµα από το µέσο του πολιτικού φάσµατος και να προωθήσει τις αναγκαίες µεταρρυθµίσεις που θα λύσουν τα πολύπλοκα προβλήµατα της οικονοµίας και της κοινωνίας.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται ένα στρατηγικό σχέδιο που θα προάγει ισοµερώς την αύξηση της παραγωγικότητας χωρίς αποκλεισµούς. Η τεχνητή νοηµοσύνη θα µπορεί να συµβάλει σε αυτήν την κατεύθυνση εάν αποφασιστούν οι κατάλληλες στρατηγικές, αλλιώς και αυτή θα οδηγήσει σε µεγαλύτερη ανισότητα. Αυτή η παραγωγικότητα δεν είναι απλώς οικονοµική, αλλά αποτελεί το κλειδί για µια βιώσιµη και συνεκτική κοινωνία, ικανή να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές επίπεδο ως θεµατοφύλακας της δηµοκρατίας και των επιτευγµάτων του δυτικού πολιτισµού. Η πρόκληση, συνεπώς, για το µέλλον είναι να δηµιουργηθεί ένα πολιτικό σύστηµα που θα αγκαλιάζει τις αναγκαίες µεταρρυθµίσεις, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη και την ευηµερία για όλους, ενώ θα προστατεύει και θα ενισχύει τις δηµοκρατικές αξίες της κοινωνίας. Μετά τις εκλογές η κοινωνία θα «πονέσει» από τις ακραίες επιλογές, εάν τελικά θα µπορέσουν να εφαρµοστούν. Μετά την 5η Νοέµβρη θα πρέπει να αναζητηθεί ο νέος ηγέτης των ΗΠΑ στις εκλογές του 2028 µε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ο οποίος θα ενώσει τον λαό και θα τον κατευθύνει προς την νέα εποχή.
*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι οικονοµολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης ∆εδοµένων και
Πρόβλεψης