Αντώνης Κυριαζής ήταν το πραγματικό όνομα του φλογερού πατριώτη και τραγουδιστή της ελευθερίας μας και κήρυκα της βαλκανικής ομοσπονδίας μα και εθνομάρτυρα Ρήγα Φεραίου.
Ο μικρός Αντώνης γεννήθηκε στα 1757, περίπου, στο Βελεστίνο, ένα χωριό της Θεσσαλίας που στην αρχαιότητα λεγόταν Φεραί. Αργότερα σαν μεγάλωσε υπέγραφε Ρήγας Βελεστινλής ή Θεσσαλός.
Ο πατέρας του ήταν από τους πλούσιους Ελληνες των Φερών, με πολλά κτήματα, εργοστάσια, βαφείο και βυρσοδεψείο. Τα πρώτα του γράμματα ο Ρήγας τα έμαθε από τον παπά του Βελεστίνου. Βλέποντας ο πατέρας του τη δίψα που είχε ο γιος του για γράμματα, τον έστειλε σε ένα ελληνικό σχολείο στα Αμπελάκια του Κισσάβου.
Αργότερα, για λίγο διάστημα, διετέλεσε δάσκαλος σ’ ένα χωριό του Πηλίου, τον Κισσό. Γυρίζοντας όμως μια μέρα στο Βελεστίνο για να επισκεφθεί τον πατέρα του, μπήκε σε ένα μικρό εκκλησάκι για να λειτουργηθεί. Βγαίνοντας από την εκκλησία, μαζί με άλλους χωρικούς, τους άρπαξαν οι Τούρκοι και τους έβαλαν σε αγγαρεία. Προσπάθησε ο Ρήγας να αποφύγει την αγγαρεία, αλλά δεν μπόρεσε. Σαν τελείωσε και ετοιμαζόταν να περάσει ένα ποτάμι τον έπιασε ένας άλλος Τούρκος, και βρίζοντάς τον και χτυπώντας τον, τον ανάγκασε να τον πάρει στη ράχη του για να τον περάσει στην απέναντι όχθη.
Ο Ρήγας φορτώθηκε στην πλάτη του τον Τούρκο, μα σαν έφτασαν στη μέση περίπου του ποταμού, ο Ρήγας με μια αστραπιαία κίνηση τον έριξε στο νερό και τον έπνιξε. Αυτό το γεγονός τον ανάγκασε να καταφύγει στον Ολυμπο, όπου κατετάγη στο σώμα του αρματολού Σπύρου Ζήρα και τέλος πήγε στο Αγιο Ορος, με κατάληξη την Κωνσταντινούπολη.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον προσέλαβε γραμματέα του στη Μολδαβία και τέλος έγινε ιδιαίτερος του ηγεμόνα της Βλαχίας Ν. Μαυρογένη στο Βουκουρέστι. Εκεί συνέλαβε και το Μεγάλο του Σχέδιο να σπείρει τον σπόρο της ελευθερίας στις καρδιές των σκλαβωμένων Ελλήνων και όχι μόνο. Ήθελε να ξεσηκώσει ολόκληρη την Βαλκανική εναντίον του τυράννου Τούρκου. Σαν πέθανε ο Μαυρογένης, ο Ρήγας διορίστηκε διερμηνέας στο Γαλλικό προξενείο στο Βουκουρέστι.
Η γαλλική Επανάσταση τον συναρπάζει και από τη νέα του θέση γνωρίστηκε με πάρα πολλούς σημαίνοντες ανθρώπους στους οποίους μιλά ανοιχτά και τους εξηγεί τα μεγαλόπνοα σχέδιά του για γενικό ξεσηκωμό όλων των σκλαβωμένων Βαλκανικών κρατών.
Στο σάλπισμά του ο Ρήγας τονίζει ιδιαιτέρως την ανεξιθρησκεία (ο καθένας ελεύθερος) και επιδιώκει την αφύπνιση των Ελλήνων, με απώτερο σκοπό την ανασύσταση ολόκληρου του Βυζαντινού Κράτους με πρωτεύουσα τη θρυλική Κωνσταντινούπολη.
Για τον σκοπό αυτό εργάζεται νυχθημερόν. Αλληλογραφεί με σπουδαία πρόσωπα, ακόμη και με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που του υπόσχεται να τον βοηθήσει στον αγώνα του. Εκδίδει βιβλία, χάρτες, επαναστατικές προκηρύξεις, ποιήματα. Το 1790 στη Βιέννη εξέδωσε και το περίφημο σάλπισμα στην Ελευθερία. «Ως πότε παλληκάρια να ζώμεν στα στενά, μονάχοι σαν λιοντάρια στις ράχες, στα βουνά».
Από τη Βιέννη κατέβηκε στην Τεργέστη. Εκεί τον περίμεναν οι Αυστριακοί που ήσαν φίλοι των Τούρκων. Εψαξαν τις αποσκευές του και βρήκαν τις επαναστατικές προκηρύξεις του, με τις οποίες τον συνέλαβαν και τον ξανάστειλαν πίσω στην Βιέννη. Η Αυστριακή κυβέρνηση, σύμμαχος της Τουρκίας, έστειλε τον Ρήγα με επτά συντρόφους του στον Πασά του Βελιγραδίου.
Η Υψηλή πύλη διέταξε τον εγκλεισμό του στις σκοτεινές φυλακές του φρουρίου. Και τον Ιούλιο του 1798 μια νύχτα «εν πλήρη μυστικότις», τον Εθνεγέρτη, Εθνομάρτυρα και Πατριδολάτρη σαλπιγκτή Ρήγα, τον έπνιξαν μαζί με τους επτά συντρόφους του και πέταξαν τα πτώματά τους στον Δούναβη.
Πεθαίνοντας όμως ο Ρήγας είπε τα αθάνατα, προφητικά του λόγια.
«Αρκετόν σπόρον έσπειρα. Σε λίγο η πατρίδα μου θα θερίσει τους καρπούς του».
Πράγματι, ο σπόρος που έσπειρε ο Ρήγας καρποφόρησε. Τα θούρια του Εθνομάρτυρα τραγουδιόταν σ’ όλη την σκλαβωμένη Ελλάδα και θέρμαιναν τις ψυχές των Ραγιάδων.