Η φετινή χρονιά, όπως είναι φυσικό, χαρακτηρίζεται από το έντονο πολιτικό και κομματικό κλίμα, καθώς κατά τη διάρκειά της θα διεξαχθούν εθνικές, δημοτικές και περιφερειακές εκλογικές αναμετρήσεις κατά τις οποίες οι πολίτες της χώρας μας θα επιλέξουν τους αντιπροσώπους τους.
Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα ο “κοντός ψαλμός αλληλούια” που ισχύει ενόψει της αναμενόμενης ανακοίνωσης από τα επίσημα πρωθυπουργικά χείλη για την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής των εθνικών εκλογών, έχει επηρεάσει ήδη την πολιτική ζωή της χώρας που κινείται σε προεκλογικούς ρυθμούς.
Ανάλογοι ρυθμοί παρατηρούνται και σε επίπεδο αυτοδιοικητικό, στους Δήμους και τις Περιφέρειες της χώρας μας, ενόψει της προετοιμασίας τους για τη διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών εκλογών τον Οκτώβριο.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΕΚΠΤΩΣΗΣ
Έτσι, αν και είναι σχετικά νωρίς, φάνηκαν δυστυχώς ήδη τα πρώτα επικίνδυνα σημάδια έκπτωσης και παρακμής στην ποιότητα του δημοσίου λόγου και διαλόγου, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε τοπικό με το δυσμενές αυτό πολιτικό κλίμα να έχει συμπαρασύρει και τα δρώμενα σε Δήμους του Νομού μας.
Παρατηρείται, δηλαδή αυτός ο ευτελισμός του Δημοσίου λόγου και των θεσμικών διαδικασιών όχι μόνο στην κεντρική πολιτική σκηνή και στη λειτουργία της Βουλής, αλλά και σε αυτή των Δημοτικών Συμβουλίων με την κατάσταση συχνά να εκτροχιάζεται επικίνδυνα με αγοραίο λόγο.
Ο δημόσιος λόγος που εξαντλείται σε προσωπικές υποθέσεις και αντιπαραθέσεις με κύριο χαρακτηριστικό την απουσία πολιτικής ευπρέπειας, φτάνει σε ανεξέλεγκτες υπερβολές που καταπατούν κάθε ίχνος πολιτικής δεοντολογίας.
Παράλληλα σε λεκτικό επίπεδο στο δημόσιο διάλογο παρατηρείται μια έκπτωση των λέξεων και των φράσεων που στο πλαίσιο της όποιας κομματικής αντιπαράθεσης διανθίζονται από ύβρεις , προσβολές, υπονοούμενα και ακραίες συμπεριφορές λεκτικής βίας. Αυτός μάλιστα ο ευτελισμός του πολιτικού λόγου αφορά και τη χρήση της Ελληνικής γλώσσας η οποία κακοποιείται πολλαπλά και βάναυσα καθημερινά. Και τούτο γιατί η συντομία και η ταχύτητα έχει συμπαρασύρει και τον πολιτικό λόγο που είναι πρόχειρος, συνθηματικός και αποτρεπτικός στην ανάπτυξη του επιχειρήματος. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι ακόμα και στο γραπτό λόγο τα κείμενα είναι προχειρογραμμένα, απέχοντας ελάχιστα από τον προφορικό λόγο.
Συνακόλουθα λείπουν οι ουσιαστικές προτάσεις, ενώ οι διαφορές ανάμεσα στις παρατάξεις τις περισσότερες φορές είναι δυσδιάκριτες και επί της ουσίας μικρές.
Ακόμα προκειμένου να εξυπηρετηθούν κομματικοί ανταγωνισμοί και ψηφοθηρικές πρακτικές αξιοποιείται το δημαγωγικό όπλο του λαϊκισμού και της διχαστικής ρητορείας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος της τακτικής αυτής που ενέχει τον κίνδυνο της πόλωσης και του φανατισμού των πολιτών, ειδικότερα στις μικρές τοπικές κοινωνίες.
Από την άλλη, συνήθης τακτική στη ρητορική του πολιτικού λόγου που απευθύνεται στο συναίσθημα του ψηφοφόρου είναι η κινδυνολογία για ποικίλους επερχόμενους κινδύνους στην περίπτωση που επιλέξει τον αντίπαλο. Ωστόσο δεν λείπουν και οι προσωπικές επιθέσεις στο ήθος του αντιπάλου με μειωτικούς επιθετικούς προσδιορισμούς για τον ίδιο και το περιβάλλον του.
ΤΑ Μ.Μ.Ε ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ
Τα φαινόμενα αυτά αποτυπώνονται σε όλη τους την έκταση και διάσταση από τα πολυπληθή μέσα και τους σύγχρονους τρόπους ενημέρωσης( έντυπος, ηλεκτρονικός τύπος, μέσα κοινωνικής δικτύωσης ). Όλα πλέον έχουν γίνει ένα θέαμα με τις αντιπαραθέσεις παρατάξεων και ηγεσιών να εξαντλούνται στο« φαίνεσθαι» και στο ποιος θα κλέψει τις εντυπώσεις χωρίς να υπεισέρχονται στα ουσιαστικά προβλήματα των πολιτών.
Ταυτόχρονα γινόμαστε μάρτυρες νέων πρακτικών διαδικτυακής πολιτικής ενημέρωσης μέσω του Facebook και του Twitter που προάγουν το ευτελές πολιτικό ύφος και ήθος, ενώ εκφυλίζουν καθημερινά ακόμα περισσότερο τον πολιτικό λόγο με αναρτήσεις και σχόλια από τα οποία πολλές φορές απουσιάζει κάθε ίχνος σοβαρότητας και κοσμιότητας.
Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται επίσης πρόχειρα στημένες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές με πολιτικές συζητήσεις που πλήττουν όχι μόνο τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας αλλά και κάθε έννοια διαλόγου στην κατεύθυνση της προσωπικής και κοινωνικής ευπρέπειας.
ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ: Ο ΥΓΙΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τα παραπάνω, όπως είναι φυσικό έχουν ως αποτέλεσμα ο κομματικός λόγος να κλονίζει την αξιοπιστία των πολιτών και η πολιτική να εμφανίζεται αναποτελεσματική και ανήμπορη να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας.
Απόρροια του γεγονότος αυτού, είναι μια μεγάλη μερίδα πολιτών και ειδικότερα νέων να αντιδρά στα πολιτικά δρώμενα, εθνικά αλλά και τοπικά με απαξίωση, αδιαφορία ή και αποχή.
Ωστόσο την ίδια στιγμή η πλειονότητα των πολιτών ταλανίζεται από σημαντικά προβλήματα, όπως είναι η ακρίβεια, η ενεργειακή κρίση, η πλημμελής λειτουργία της Παιδείας και του συστήματος υγείας , η γεωπολιτική αστάθεια, η ανεργία και η αβεβαιότητα στις εργασιακές σχέσεις.
Από την άλλη σε τοπικό επίπεδο οι πολίτες περιμένουν έργα τεχνικών και κοινωνικών υποδομών που θα βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους και θα επιλύσουν τα καθημερινά τους προβλήματα που άπτονται των υπηρεσιών της Αυτοδιοίκησης με διαφάνεια και αξιοκρατία μακριά από τη λογική των πελατειακών σχέσεων.
Μονόδρομος για να αλλάξει το τοξικό αυτό πολιτικό τοπίο, είναι η άρθρωση ενός υγιούς πολιτικού λόγου που θα στηρίζεται στην πειθώ και την ουσία των επιχειρημάτων με καινούριες ιδέες και πολιτικές προτάσεις που θα δώσουν απαντήσεις στην καθημερινότητα των πολιτών, αλλά και στα μεγάλα προβλήματα της χώρας μας.
Ενός υγιούς πολιτικού λόγου, όπου ο ρήτορας, όπως αναφέρει ο Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του « Περί Ρητορικής» επιβάλλεται με το δικό του ενάρετο ύφος και ήθος και όχι μέσω της μείωσης του αντιπάλου.
Ενός πολιτικού λόγου, όπου θα αξιοποιείται ο αποδεικτικός λόγος που περιέχει δυνατά επιχειρήματα και καθαρές αρχές και θέσεις ικανές να επιλύσουν τα σημαντικά και υπαρκτά προβλήματα του τόπου μας και των πολιτών του.
*Η Μαρία Μαράκη είναι φιλόλογος,
ΜΔΕ στην Εκπαίδευση Ενηλίκων