Βλέποντας αυτόν τον κανίβαλο στα Γιάννινα να σέρνει τον φουκαρά τον γαϊδουράκο με το αγροτικό στην άσφαλτο λες κι ήταν κάνα κούτσουρο κομμένο, θυμήθηκα τον δικό μας γάιδαρο πιτσιρικάς στο χωριό, και πόνεσε η ψυχή μου.
Θυμήθηκα πόσο καλά φιλαράκια είμαστε..μαζί με τον σκύλο και τον γάτη.
Μου τον είχαν υιοθετήσει αποκλειστικά οι δικοί μου να ασχολούμαι μαζί του, επειδή ήξεραν πως θα τον ποτίσω στην ώρα ντου, θα τον μεταδέσω στο χωράφι σε άλλο σημείο για αμάλαγα χόρτα, και δεν θα τον αφήσω δεμένο με τις ώρες να ψήνεται στον καυτό ήλιο..ήξεραν πως θα τον προσέχω.
Τον είχα μάθει πως θα πίνει νερό από το συγκλί σφυρίζοντας του, κι αυτός έπινε κοιτάζοντας με στα μάτια.Αν δεν ήταν καθαρό δεν έπινε.
Όλες οι μεταφορές μας τότε γινόταν με τον γάιδαρο..το πρωί να πάμε στο άρμεγμα των οζών να πάρουμε το γάλα, το απόγεμα στο περβόλι να κουβαλήσουμε τα τσουβάλια πατάτες, όταν τρυγούσαμε το αμπέλι να του φορτώνουμε 2 τρυγοκοφίνες γεμάτες σταφύλια, και να τον λαλώ να ξεφορτώνω στο πατητήρι και ξανά πίσω.
Επίσης τέτοια εποχή σηκωνόμαστε αξημέρωτα μαζί με τα ξαδέρφια, κι ανηφορίζαμε καβάλα από γιδόστρατα ψηλά στα όρη, καθένας με τον δικό του. να κόψουμε ξύλα με τη μανάρα..
Τον άφηνα ελεύθερο να βόσκει τα άγρια βότανα του βουνού, μαλοτύρα ματζοράναν , και μ΄ένα σφύριγμα κατά το μεσημέρι ερχόταν να τον φορτώσουμε ένα καλό γομάρι ξερούς κυπάρισους..και μετά πίσω αγάλια αγάλια στο χωριό…
Ήταν πολύ προσεχτικός στα κακοτράχαλα στρατάκια της μαδάρας μη παραπατήσει και κατρακυλήσει στον χαλασέ.
Θυμούμαι επίσης ένα Αύγουστο που τον πήραμε σαν ταξί με τον αδερφό μου τον Νίκο και μας πήγε από το Ασκύφου στους Αρμένους για να κάνουμε την βόλτα μας και να κόψουμε σύκα..μιλάμε για 30 χλμ δρόμος από άσφαλτο και κονταρίδες, και μας πήγε σχεδόν μόνος του ξέροντας καλιά τον δρόμο.
Εκεί κάναμε διακοπές τρεις μέρες, μας έκανε αυγά στραπατσάδα η θεία Φρόσω με ντομάτα, και για πρωινό φέτες με ζάχαρη, κάναμε και δυο μπανάκια στις Καλύβες με το γαιδουροταξί , κόψαμε αποβραδίς ένα καλάθι μαύρα σύκα από την χαλέπα μας, και πρωί πρωί πήραμε τον δρόμο για το οροπέδιο, με 2-3 στάσεις για να κρυώσει η μηχανή.
Ήταν πολύ δυνατός και πολύ ήρεμος κι όταν τον φορτώναμε στεκόταν σούζα, αλλά είχε κι ένα κακό χούι ο μπαγάσας, ήταν φαν γκομενιάρης..τσαμούρης που λέγαν τότε στο χωριό..όταν περνούσαμε από χωράφι που ήταν δεμένη καμιά γαιδουρίτσα και του αναμασούσε τα χείλια της τον έπιανε ντελίριο, άρχιζε να φυσά σαν το θεριό να γκανίζει και να μουντάρει κατά πάνω της σφαίρα , κι άντε κάντον καλά, θα σε σκότωνε αν τον εμπόδιζες..
Μια φορά θυμούμαι που καθόμουν τσι καπούλες και κουβαλούσα το γάλα στο σπίτι, όταν την είδε ξαφνικά να του κουνά τον ορά της, άρχισε τις σούζες σαν μηχανόβιος και τα γκανίσματα..τι να κάνω κι εγώ ξεβαλίκεψα μ΄ενα σάλτο μη με μισερώσει, και τον χάζευα να την κυνηγά φορτωμένος τις ντενεκέδες το γάλα, που έκαναν ντούκου ντούκου και γινόταν χαλασμός κυρίου, ευτυχώς που ήταν γερά δεμένες στο σομάρι και δεν το χύσαμε το γάλα.
Ένα βραδάκι πάλι που καθόμουν πάνω ξέγνοιαστος καβαλάρης πηγαίνοντας τον σπίτι, μόλις την είδε και προσπάθησα να τον σταματήσω τραβώντας δυνατά το χαλινάρι, σηκώνει ψηλά το μπροστινά του πόδια, με γκανιές και τσινές στον αέρα..και πριν προλάβω να σαλτάρω με πετά μέσα σ΄ένα βάτο ανάσκελα.
Πήδηξε μετά τον φράχτη σαν αθλητής μετ΄εμποδίων, και την κυνηγούσε γύρω γύρω στο αλώνι, αυτή του έπαιζε ελαφρές διπλοτσινιές στα μούτρα, αλλά τού κουνούσε και την ορά της τσαχπίνικα..ήταν Μάης μήνας η εποχή που ζευγαρώνουν.
Την επομένη ο μπάρμπα Γιάννης τ΄αφεντικό τσι γαιδούρας που είδε το σκηνικό ήρθε σπίτι κι έκανε παράπονα του πατέρα μου ότι του γ@στρώσαμε την γαιδούρα του και δεν θα μπορεί να κάνει τσι δουλειές του με την φουσκωτή κοιλιά..κι ότι ήθελε αποζημίωση.
-ίντα λες μπρε σύντεκνε-εμάνισε ο γεροντής μου ετσά που του τόπε απότομα-αντί να μου φέρεις μερικές μπάλες άχερα για τον κόπο του γαιδάρου μου που θα σου κάμει σερνικό, θέλεις κι αποζημίωση..δε σου δίνω πράμα και πχιένε να μου κάμεις μήνυση όπου θέλεις..ντα γω μωρέ τον έστειλα να την γ@@στρώσει, λες και δεν τα γύρευε κι η σουσουράδα η δική σου..
Τσατίστηκε τόσο πολύ ο αφέντης μου με τα καμώματα του, γιατί συνέχεια έλυνε και κυνηγούσε τσοι γαιδάρες του χωριού, οπότε ετοιμάστηκε μια μέρα να τον μουνουχίσει για να ησυχάσει, αλλά εγώ τον γλίτωσα την τελευταία στιγμή.
– Άστον μωρέ μπαμπά τον κακομοίρη μην του τα κόψεις..αμαρτία είναι να τον βασανίζεις έτσι, ψυχή έχει κι αυτός.κι έτσι την σκαπούλαρε.
Έζησε πολλά χρόνια ο φίλος μου ο μπουρίκος..αλλά πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι λένε.
Μέχρι τα βαθιά γεράματα ο γέρο μπερμπάντης σήκωνε ψηλά την μουσούδα του και χλιμίντριζε όταν έβλεπε θηλυκό..έτρωγε βέβαια πότε πότε κάτι ψιλές στα καπούλια από τον αφέντη μου μπας και στρώσει, αλλά σιγά τα λάχανα, σιγά μην φοβηθεί.
Έφυγε με το κεφάλι ψηλά..!!
Πολύ καλό το αφιέρωμα σας ! Μας θύμισε άλλες εποχές!!