Ήρθε και πάλι στο επικοινωνιακό προσκήνιο, ο φόβος που προκαλεί η διαφάνεια. Ένας φόβος, που κατέχει όλους τους ανθρώπους και πάντα, όταν περνά ένα κοµµάτι της ζωής τους, από το σκοτάδι στο φως.
Με άλλα λόγια, όταν εκτίθενται δηµόσια, ατοµικές σκέψεις και πράξεις µας, ανείπωτες και ανοµολόγητες. Σκέψεις και πράξεις, που σχετίζονται µε τα θέλω µας βασικά, αλλά και µε τις ορµές και τα πάθη µας.
Αφορµή της εκδήλωσης αυτού του φόβου, είναι και πάλι οι ταυτότητες. Όχι οι ηλεκτρονικές του 2000, αλλά οι ψηφιακές αυτή την φορά.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κρατήσαµε ηλεκτρονική ταυτότητα στα χέρια µας, µετά τις µαζικές κινητοποιήσεις, του 2000. Στα χέρια µας κρατήσαµε όµως, κάθε µορφής ηλεκτρονικές κάρτες τραπεζών και επιχειρήσεων, όποιας ισχύος, αντικειµένου και στόχων. Τις αποκτήσαµε οικειοθελώς, προσφέροντας-άµεσα ή έµµεσα-στις εταιρείες που τις εξέδιδαν, όλα τα προσωπικά δεδοµένα µας, όλων των στιγµών της ζωής µας. Τις αποκτήσαµε-το σηµαντικότερο-µε όρους αγοράς και µάλιστα µε διαπραγµάτευση· εκείνη των ΄΄ψιλών γραµµάτων΄΄.
Και ύστερα ήρθε η νέα ψηφιακή εποχή, µε τις µεγάλες αλλαγές στους ρυθµούς και τις ταχύτητες της όποιας µορφής κινητικότητάς µας. Ιδιαίτερα εκείνης που σχετίζεται, µε την διακίνηση της πληροφορίας και τους ρυθµούς ανανέωσης της γνώσης.
Από τότε, το αντάµωµα των ανθρώπων του κόσµου όλου, στο ΄΄παράλληλο σύµπαν΄΄του διαδικτύου, είναι µια πραγµατικότητα πρωτόγνωρη, αν και εικονική. Μια εικονική πραγµατικότητα, που µετατρέπεται σε τρόπο και στάση ζωής-επίσης πρωτόγνωρο-µέσω του κινητού τηλεφώνου, που κρατάµε στα χέρια µας.
Στην εικονική πραγµατικότητα που ζούµε, καθίστανται όλο και πιο ανίσχυρες, οι επιλογές µας των πρέπει και δεν πρέπει. Ενώ ο ιδιωτικός ζωτικός µας χώρος, αυξάνεται υπέρµετρα, µε την βοήθεια της φαντασίας, που διαθέτει ο καθένας µας και τις δυνατότητες πρόσβασής µας, στα συνεχώς ανανεωµένα δεδοµένα, της παγκόσµιας εικονικής πραγµατικότητας.
∆εν µιλάµε πλέον, για τον-ερµητικά κλειστό και σχετικά στατικό-ιδιωτικό χώρο της κρεβατοκάµαράς µας, του σπιτιού µας µε τα παντζούρια του, ή της γειτονιάς µας, µε τους απροσδιόριστους θορύβους της. ∆εν µιλάµε, επίσης, για την ελεύθερη σκέψη και φαντασία µας, που µερικές φορές και σε κάποιες περιπτώσεις, είναι πολύ περιορισµένη. Μιλάµε για έναν διευρυµένο ιδιωτικό χώρο, ανοιχτό σε επικοινωνιακές επιθέσεις και συνεπώς µε πολλές εικονικές προσλαµβάνουσες. Εικονικές προσλαµβάνουσες, που εν δυνάµει µπορούν να µετατραπούν σε πραγµατικές, αν επιλέξουµε συνέργεια. Αν δηλαδή ανταποκριθούµε, σε κάποιους από τους ήχους και τις εικόνες, που περνούν σε ροή, από µπροστά µας.
Οι συγκεκριµένες αντιδράσεις µας, είναι εκείνες, που κινητοποιούν τις διαδικασίες ελέγχου µας, µε όρους και για λόγους αγοράς.
Το ίδιο περίπου θα συµβεί-για να επανέλθουµε στους φόβους µας-µε τις ψηφιακές ταυτότητες. Μόνο που στην περίπτωση των ψηφιακών ταυτοτήτων, ο έλεγχός µας, δε θα είναι διερευνητικός των θέλω των ορµών και των παθών µας, αλλά ερευνητικός των πράξεών µας.
Συνεπώς, αν οι ψηφιακές ταυτότητες βοηθούν στην όποια έρευνα για τον εντοπισµό παραβατικών πράξεων-µελών της κοινωνίας µας-δεν κρύβουν µέσα τους κανέναν διάβολο. Αντίθετα βοηθούν στο να εντοπίζονται, οι διάβολοι της κοινωνίας µας. Όλοι εκείνοι δηλαδή, που µας κλέβουν, µας ξεγελούν και µας σκοτώνουν, µια ζωή. Όλοι, οι ήδη γνωστοί µας και επιπλέον, όλοι εκείνοι οι ψηφιακοί διάβολοι του κόσµου, που µας επισκέπτονται τελευταία, όλο και πιο συχνά.
Ναι λοιπόν στις ψηφιακές ταυτότητες. Με µια προϋπόθεση. Την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια που θα φέρουν, θα αφορά σ’ όλους. Και πριν απ’ όλους, θα αφορά στους άρχοντες!