Η αντάρτισσα του εµφυλίου πολέµου Αργυρώ Κοκοβλή στο βιβλίο της ‘‘Άλλος δρόµος δεν υπήρχε’’ περιγράφει µια νύχτα κοντά στους… διαόλους της Σαµαριάς:
«Φτάνουµε στο εκκλησάκι του Αϊ-Νικόλα. Εδώ θα βρούµε στέγη, για ν’ αντιµετωπίσουµε την παγωµένη νύχτα. Σ’ αυτό τον τόπο µπορούµε ν’ ανάψουµε και φωτιά, να µιλήσουµε και να κινηθούµε. Βγάζουµε βέβαια τους σκοπούς και τα περίπολά µας, και το αίσθηµα της ασφάλειας δυναµώνει. Σκοποί και περίπολα πρέπει να βγούµε τη νύχτα όλοι µας. Σκέφτοµαι πότε θα ‘ρθει η δική µου σειρά. Μέχρι τώρα, όπου κι αν βγήκα περίπολο, ποτέ δεν φοβήθηκα. Τίποτα δεν σκέφτηκα, εξόν από τον αντίπαλο που θα µπορούσα να συναντήσω µπροστά µου, και πώς θα τον αντιµετώπιζα, για να διατηρήσω ανέπαφους τους συντρόφους µου. Τώρα, σ’ αυτό τον τόπο φοβούµαι. Στο µυαλό µου τριγυρίζουν κείνα που άκουα από µικρό παιδί: ‘‘Στο Φαράγγι, στο Γκίγκιλο διάουνε οι διάβολοι… Από κει ξεκινούν κι έρχονται και µας πιλατεύουν…’’. Εδώ λοιπόν. Σ’ αυτό τον άγριο τόπο ήθελε η παράδοση τους διαβόλους να έχουν την έδρα τους. Και η βλαστήµια ‘‘Ούλοι οι διάολοι να σε πάρουνε, να σε σηκώσουνε και να σε πάνε στο Φαράγγι της Σαµαριάς’’ ξεστοµίζονταν από µικρούς και µεγάλους. Έβριζαν και βλαστηµούσαν οι άνθρωποι τότες για κάθε τους αναποδιά. Βλαστηµούσαν τα ζώα τους, τα παιδιά τους. Με τη βλαστήµια λες κι αλάφρωναν από την κούραση, την κακοµοιριά, τη φτώχεια και την ανέχεια.
Κάποτε στις παραµονές του πολέµου -παιδί εγώ τότε- σε γειτονικό µας χωριό, στην Παναγιά, µερικές γυναίκες παρουσίασαν µια αρρώστια περίεργη. Όλη τη µέρα φώναζαν και χτυπιούνταν και όλη τη νύχτα εξαφανίζονταν. Το πρωί επέστρεφαν και ισχυρίζονταν ότι οι δαιµόνοι που έχουν µπει µέσα τους τις παίρνουν το βράδυ, τις ανεβάζουν στον αέρα και τις µεταφέρουν στα ληµέρια τους στο Γκίγκιλο, στη Σπηλιά των διαβόλων, το ‘‘∆αιµονόσπηλιο’’, µε τις µεγάλες σκοτεινές τρύπες. Ύστερα εκείνοι φεύγουν. Σουλατσάρουν όλη τη νύχτα και τις πρωινές ώρες προτού φέξει πάνε και τις παίρνουν και τις φέρνουν πάλι πίσω. Κι ό,τι τρελό κάνουν οι γυναίκες είναι -λένε- έργο των δαιµόνων και µόνο.
Κι οι άνθρωποι αυτές τις ιστορίες τις πίστευαν. Στα γύρω χωριά κουβέντιαζαν για τις ‘‘δαιµονισµένες της Παναγιάς’’! Παιδιά εµείς φοβούµαστε να βγούµε έξω από το κατώφλι του σπιτιού µας µη συναντήσουµε αυτές τις περίεργες γυναίκες, που στα σπλάχνα τους κρύβονταν οι δαιµόνοι.
Οι δικοί τους προσπαθούσαν µε τίµιους σταυρούς, διαβάσµατα και παπάδες να τους ξορκίσουν. Μα κείνες µπροστά από κάθε διάβασµα γίνονταν πιο ανήµερες. Κι αν πήγαινε το µυαλό κάποιου στα νευρικά, δεν τολµούσε να µιλήσει για γιατρούς και θεραπείες. Η βλαστήµια µόνο κόπηκε. Κανείς δεν τολµούσε πια να βλαστηµά. Φοβόντουσαν οι άνθρωποι.
Στη σκέψη µου στριφογυρίζουν τώρα όλα όσα έχω ακούσει κι έχω ζήσει. Η µάνα µου κι ο πατέρας µου ποτέ δεν κακολόγησαν, ποτέ δεν βλαστήµησαν. Ο πατέρας µου δεν πίστευε κιόλας ούτε σε καλά ούτε σε κακά πνεύµατα. Μα εγώ άκουγα εκείνα που έλεγαν οι γριούλες της γειτονιάς καθισµένες τις λιακάδες στα πεζούλια των σπιτιών τους. Τώρα βρίσκοµαι σ’ αυτό τον τόπο: Τον Γκίγκιλο… Εκεί όπου βρίσκεται η έδρα του διαβόλου… Θα ‘θελα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτές τις σκέψεις. Μα όσο κι αν προσπαθώ δεν µ’ αφήνουν. ∆εν µπορώ.
‘‘Θα βγείτε µε την Ηλέκτρα περίπολο µετά τα µεσάνυχτα’’, µας λέει ο Βιδάκης Παναγιώτης, ο υπεύθυνος του φυλακίου. Πόσο θα ‘θελα ν’ αποφύγω αυτή την αποστολή! ∆εν τολµώ όµως να πω τίποτα. Σηκώθηκα. Σηκώθηκε και η Ηλέκτρα. Γεµίσαµε τα όπλα µας, τα προτάξαµε, κι αρχίσαµε να προχωρούµε σιγά σιγά. Σκοτάδι πίσσα. Προχωρούµε ανάµεσα από γιγάντιες πέτρες, πυκνούς θάµνους, ψηλά κυπαρίσσια και πεύκα. Με τον Γκίγκιλο αριστερά και µπροστά, να φοβερίζει µες στην άγρια νύχτα. Η καρδιά µας σφίγγεται από φόβο και τα µάτια πολλαπλασιάζουν την οπτική δύναµή τους. Θαρρούσες πως όπου να ‘ναι θα συναντήσουµε το φοβερό κακό που δεν µπορούµε να το πολεµήσουµε. Άλλη ελπίδα δεν έχουµε, παρά µόνο το κουράγιο να τελειώσουµε την αποστολή µας. Κάποιες πέτρες ξεκολλούν από ψηλά, κατρακυλούν και µε πάταγο φτάνουν στον πάτο του Φαραγγιού. Ποιος τις ξεκολλά; Κάνουµε υποµονή για το χειρότερο: να δούµε τους δαιµόνους µπροστά µας. Να δούµε δύο πύρινα µάτια να µας κοιτάζουν… Αποµακρυνόµαστε. Προχωρούµε δυο-τρία χιλιόµετρα. Ψάχνουµε τον τόπο γύρω τριγύρω µήπως υπάρχουν αντίπαλοι. Κι ύστερα αρχίζουµε, ανακουφισµένες να επιστρέφουµε. Φτάνουµε στο φυλάκιο. Παίρνουµε µια βαθιά ανάσα. Όχι επειδή δεν συναντήσαµε τον εχθρό. Αλλά προπαντός γιατί δεν είδαµε διαβόλους να κατοικούν στο Γκίγκιλο.
Κι άλλες φορές βρέθηκα σ’ αυτόν το φοβερό τόπο. Πήρα µοναχικές αποστολές. Κι όπως σε τούτο το πρώτο περίπολο έτσι και µετά ποτέ δεν είδα κάτι που να επιβεβαιώνει όσα οι γριούλες του χωριού άκουα να λένε και να πιστεύουν για τους διαβόλους».
Ο αντάρτης και οι διαόλοι…
Στο βιβλίο του ‘‘35 χρόνια αντίστασης’’ ο Γιώργης Τζοµπανάκης στις σελίδες που αναφέρεται στις µάχες του εµφυλίου ασχολείται και µε τσοι διαόλους και γράφει
«Το φαράγγι της Σαµαριάς αποτελείται όχι από ένα αλλ’ από δυο, σαν βγήκαµε λοιπόν το πρώτο µπαίνουµε στο δεύτερο που ‘ταν κάπως µικρότερο, µ’ άγριο σαν το πρώτο. Λέγεται στην Κρήτη πως τα σαµαριώτικα φαράγγια κατοικούνται από τις λεγεώνες των διαόλων, γι’ αυτό και φοβούνται πολλοί να τα περάσουν. Τα βράδια σχεδόν κιανείς. Από το µικρό φαράγγι οδηγηθήκαµε προς τη θάλασσα, ακρογιαλιά ακρογιαλιά τραβήξαµε δυτικά και περπατούσαµε όλη νύχτα. Περάσαµε από την τρύπα που λέγεται κατά τα παραπάνω πως οι διάολοι περνούνε τους κολασµένους για την κόλαση.
Την τρύπα καθευατή δεν την ξέρουν ούλοι. Όσοι την ξέρουν δεν τολµούν να σιµώσουν όσα και να τους δώσεις και δεν τη δείχνουν. Φοβούνται πως θα τους πάρουν οι διάολοι ζωντανούς. ∆εν κατέει κιανείς ήντα συµβαίνει και πώς να το εξηγήσει κιανείς, µα ‘ναι πολλά πράµατα που µοιάζουν µε παραµύθια και δεν είναι».