Ο υφασματέμπορος Πιέτρο Μπερναντόνε ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ασίσης. Πολυταξιδεμένος εξαιτίας του επαγγέλματός του, σε ένα μακρινό ταξίδι στην Προβηγκία, γνώρισε μια ωραία κοπέλα την Ντάμα Πίκα την οποία παντρεύτηκε και την πήρε μαζί του στην Ασίζη.
Το 1182 η Ντάμα Πίκα έφερε στον κόσμο τον πρώτο της γιο και του έδωσαν το όνομα Ιωάννης. Λίγα χρόνια αργότερα οι φίλοι του τον ονόμασαν Φραντζέσκο, γιατί η ομιλία του και όλη η συμπεριφορά του ήταν περισσότερο Γαλλική παρά Ιταλική.
Το παρατσούκλι αυτό του έμεινε.
Στην επαγγελματική ιεραρχία το επάγγελμα του υφασματέμπορου εθεωρείτο από τα πιο ευγενή και προσοδοφόρα. Ετσι το κατάστημα του Μπερναντόνε ήταν πάντα γεμάτο κόσμο. Σ’ αυτό συνέτεινε και ο Φραγκίσκος που ήταν ευγενικός, γλυκομίλητος, εξυπηρετικός, με μια θαυμαστή απλότητα ψυχής, διόλου απότομος, με μια λεπτότητα τρόπων που προσέλκυε διαρκώς νέους πελάτες.
Ηταν εύθυμος, ζωηρός, αγαπούσε με πάθος τις διασκεδάσεις και ξόδευε ασυλλόγιστα. Το χρώμα ήταν γι’ αυτόν ένα απλό μέσο για να χαίρεται τη ζωή και να προσφέρει χαρά και στους άλλους.
Ηταν ο αρχηγός της Χρυσής νεολαίας της Ασίζης. Σε ηλικία 23 ετών αρρώστησε βαριά και κινδύνεψε να πεθάνει. Τότε ένιωσε μέσα στην ψυχή του μεγάλη μεταστροφή, νόμισε ότι άκουγε φωνές από τον ουρανό, κατενόησε την ματαιότητα του κόσμου, και απαρνήθηκε όλα τα προνόμια και τα αγαθά της αστικής τάξης απ’ όπου προερχόταν. Εβγαλε τα πολυτελή ενδύματά του, απαρνήθηκε τους γονείς του και τους φίλος του και πήγε σε μια ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Δαμιανού έξω απ’ την Ασίζη να ζήσει.
Από εκείνη την ημέρα ένας φτωχοντυμένος ζητιάνος, που φορούσε ένα μανδύα χωρικού δεμένο στη μέση του με ένα σχοινί και κρατούσε στα χέρια του μια ξύλινη γαβάθα με την οποία ζητιάνευε την τροφή του περιήρχετο τους δρόμους και τα στενοσόκακα της Ασίζης κηρύττοντας το λόγο του Θεού.
Μια ημέρα ο Φραγκίσκος πήγε στην κεντρική αγορά της Ασίζης. Εκεί τον υποδέχθηκαν με σαρκασμούς και κτυπήματα. Δεν έδωσε όμως σημασία στις αποδοκιμασίες και συνέχισε να κηρύττει την θεία αγάπη επί πολλές ημέρες.
Γρήγορα άρχισαν να έρχονται προς το μέρος του οι πρώτοι μαθητές, στους οποίους επέβαλε ίδιο κανονισμό. Τρεις ήταν οι θεμελειώεις αρχές του Φραγκίσκου: Υπακοή, Παρθενία και Φτώχεια.
Αυτές οι αρχές ήταν και οι βάσεις του μελλοντικού Τάγματος των Φραγκισκανών μοναχών.
Ο Φραγκίσκος και οι μαθητές του (αδελφοί), δεν εκήρυτταν μόνο το Θείο λόγο αλλά ταυτόχρονα περιέθαλπταν τους αρρώστους. Δεν δίσταζαν να κάνουν καμιά εργασία, όσο κουραστική και ταπεινωτική και να ήταν και έδειχναν πως ήσαν πολύ ευτυχισμένοι.
Σαν πληρωμή ζητούσαν λίγο ψωμί, λίγο νερό και μια γαβάθα σούπα. Σε λίγο και άλλοι αδελφοί ήλθαν να προστεθούν στην μικρή αδελφότητα. Οταν έγιναν δώδεκα, όσι και οι απόστολοι, ο Επίσκοπος Γκουίντο τους συμβούλευσε να πάνε στην Ρώμη, να αναγνωριστούν από τον Πάπα.
Το καλοκαίρι του 1210 ο Πάπας είδε να παρουσιάζεται μπροστά του ένας μικρόσωμος νέος και αδύνατος άντρας, με κοντό γένι και φλογερά μάτια. Συνοδευόταν από 12 μαθητές που είχαν την ίδια άθλια εμφάνιση όπως και αυτός. Ομως όταν ο μικρόσωμος φτωχοντυμένος άνδρας άρχισε να μιλά με την γλυκιά αθώα φωνή του με λόγια αγάπης που πήγαιναν κατευθείαν στην καρδιά, ο πάπας Ιννοκέντιος ο Γ’ ενθουσιάστηκε και του έδωσε την άδεια να κηρύττει σ’ ολες τις εκκλησίες, παντού όπου ήθελε.
Ετσι ο Φραγκίσκος με την αναγνώριση και την υποστήριξη του πάπα ερχόταν τώρα να κηρύξει στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ρουφίνου στην Ασίζη. Οταν στο τέλος ο Φραγκίσκος φώναξε «Αγαπάτε αλλήλους, απαρνηθείτε τα πλούτη της γης» τα πλήθη που συνωστιζόταν τον σήκωσαν θριαμβευτικά στους ώμους ενώ ο φτωχούλης του Θεού διαρκώς επαναλάμβανε «Οχι εμένα, αλλά τον Θεό, όχι εμένα…»
Την νύχτα που ακολούθησε την εορτή των Βαΐων, στις 18 Μαρτίου του 1212 ο Φραγκίσκος και οι μαθητές του, περίμεναν τον ερχομό ενός νέου οπαδού. Δεν ήταν αδελφός, αλλά η πρώτη τους αδελφή. Ηταν η Κλάρα Σίφι, κόρη του κόμητος Σάσσο Ρόσσο, δέκα οκτώ ετών, ωραία, πλούσια, εγκατέλειψε τα πάντα για να τον ακολουθήσει.
Ο Φτωχούλης πήρε την Κλάρα από το χέρι και την οδήγησε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, φόρεσε ένα τραχύ χιτώνα, σκέπασε το κεφάλι της με ένα μαύρο μαντήλι και την ίδια νύχτα πήγε να κλειστεί στο μοναστήρι των Βενεδικτίνων του Αγίου Παύλου. Σε λίγο πολυάριθμες αδελφές συγκεντρώθηκαν γύρω της και εγκαταστάθηκαν σε δικό τους μοναστήρι, στον Αγιο Δαμιανό.
Ο Φτωχούλης του Θεού είχε την τέχνη να γίνεται αγαπητός σε όλα τα πλάσματα του Θεού. Οταν περπατούσε στην εξοχή τα πουλιά πετούσαν γύρω του και τραγουδούσαν μαζί του. Τα άγρια ζώα κάθονταν σιμά του και συνομιλούσε μαζί του. Αυτά είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Αγίων.
Ελεγε «εκεί που υπάρχει αγάπη και σοφία, δεν υπάρχει φόβος και θυμός. Εκεί όπου υπάρχει πενία και χαρά, δεν υπάρχει επθυμία και οδύνη. Εκεί όπου υπάρχει οίκτος και ευσπλαχνία δεν υπάρχει περιττός πλούρος και σκλήρυνση της καρδιάς».
Ο Φραγκίσκος είχε τόσο πολύ καταπονήσει το σώμα του με τις νηστείες, τις προσευχές, την εργασία και την σκληρή ζωή, ώστε ο οργανισμός του εξαντλήθηκε. Επιπλέον είχε προσβληθεί από μια ασθένεια στα μάτια που τον έκανε να υποφέρει πολύ και να είναι σχεδόν τυφλός.
Οταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος της επίγειας ζωής του είπε να τον μεταφέρουν μέσα σε μια καλύβα, στον κήπο του μοναστηριού της Αγίας Κλάρας. Εκεί περιτριγυρισμένος από τους αγαπημένους του μαθητές αλλά και πλήθος κόσμου παρέδωσε την Αγία ψυχή του στον Κύριο και Θεό που τόσο αγάπησε.
Ο Απόστολος της αγάπης
Ο γλυκύς τροβαδούρος του Θεού.
Ο πιο φτωχός από τους φτωχούς
Ο Φραγκίσκος της Ασίζης
Ο Φτωχούλης του Θεού.
Βοηθήματα
1. Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 22, Απρίλιος 1970, σελ. 81-92
2. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τόμος Τ-Ω, σελ. 682
3. Ο φτωχούλης του Θεού Ν. Καζαντζάκης