Από τις πολύ μεγάλες μορφές της Παγκόσμιας Ιστορίας, ο Φραγκίσκος γεννήθηκε, ανδρώθηκε και έδρασε σε μία εποχή που η Χριστιανική Δύση σπαρασσόταν από κρίσεις, ανακατατάξεις κοινωνικές και αιρετικά κινήματα.
Σε κληρικούς και λαϊκούς που είχαν λησμονήσει τα ιδανικά της Ειρήνης, της Φτώχειας και της Αυταπάρνησης, ο “Φτωχούλης από την Ασσίζη” κήρυξε την αγάπη για τον Δημιουργό. Με τη βαθιά του πίστη, την απεριόριστη καλοσύνη και τον δυναμισμό του δικού του έργου και λόγου, ανακαίνισε ο Φραγκίσκος τον Χριστιανικό βίο και χάραξε ένα φωτεινό μονοπάτι που οδήγησε αμέτρητες ψυχές στό Θεό.
Από αυτόν τον ταπεινό άνδρα της περιοχής Ούμπρια της Ιταλίας, γράφει ο Ερμας Εσσε, «ανάβλυσε μία πηγή ανανέωσης κι αγάπης πάνω στη Γή κι ενα Φώς της Ζωής που μία αχτίνα του λάμπει ακόμη μέχρι τις μέρες μας».
Ο Φραγκίσκος διαβάζουμε στο Αθηναϊκό περιοδικό ιστορία εικονογραφημένη «Ασκησε επιρροή στη Χριστιανοσύνη με το παράδειγμά του, μεγαλύτερη, ίσως, από οποιοδήποτε άλλον Αγιο. Η ζωή του καθορίστηκε από την απεριόριστη Αγάπη για τους Ανθρώπους ανεξαρτήτως δόγματος».
Ηχηρά παραδείγματα της επιρροής αυτής, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και ο Νίκος Καζαντζάκης, που ενώ έγραφε τον “Φτωχούλη του Θεού” αφού είχε προηγουμένως μεταφράσει τον βίο του από τον J. Jorgensen, ανακάλυψε την μυστική διάσταση της Υπαρξής του.
Μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος έζησε με τους Φραγκισκανούς μοναχούς στο Ηράκλειο και κατόπιν στη Σχολή του Τίμιου Σταυρού στη Νάξο, οπου φοίτησε από το 1897 – 1899 πολλοί Νεοέλληνες συγγραφείς θαυμάζουν τον Φραγκίσκο για το φιλανθρωπικό έργο του. Αναμεσά τους ο ιστορικός της Εκκλησίας Β. Στεφανίδης κατά τον οποίον «Ουδείς άνθρωπος εγεννήθη με τόσο ευρεία καρδιά οσο ο Φραγκίσκος».
Ο Π. Κανελόπουλος για τον οποίον “το γλυκύτατον Εαρ” ο Φραγκίσκος, υπήρξε η «ανθρώπινα γλυκύτερη μορφή που έχει μέχρι σήμερα αναδείξει η Ευρώπη».
«Αν ο κάθε αιώνας έχει τον δικό του Φραγκίσκο, ο Κόσμος θα ήταν διαφορετικός», έγραφε ο Κάρλ Μαρξ.
Ο Φραγκίσκος ήταν γιος του Πιέτρο Μπερναντόνε και της Ντόνα Πίκα από τη Προβιγκία. Ο Φραγκίσκος γεννήθηκε στα 1182 στην Ασσίζη της Ιταλικής Ούμπρια.
Βαπτισμένος στο όνομα Ιωάννης, ο πατέρας του τον μετονόμασε “Φραντσέσκο” επειδή μιλούσε θαυμάσια τα Γαλλικά.
Το ανάστημα του Φραγκίσκου ήταν μέτριο, το προσωπό του μακρύ, η φυσιογνωμία του ευγενική. Ειχε σκούρα μαλλιά, χείλη λεπτά, γενειάδα μαύρη. Η φωνή του ήταν πολύ γλυκιά.
Εφηβος ένιωσε την επιθυμία για πράξεις ξεχωριστές. Για ευγενή και υψηλά ιδεώδη, για αγώνες, που όπως πίστευε, θα γέμιζαν την ανικανοποίητη ψυχή του.
Περιπετειώδης νέος σε μία εποχή που ανθούσαν ο ιπποτισμός και οι τροβαδούροι, ο γιος του Μπερναντόνε περνούσε τις μέρες του με έκδηλη τη συμπόνια για τους αναξιοπαθούντες. Iσχυρά ήταν και τα πατριωτικά του αισθήματα που τον ώθησαν το 1202 να οπλιστεί ενάντια στον Κορράδο τον Σουηδό, τοποτηρητή του αυτοκράτορα Φρειδερίκου στην περιοχή του Σπολέτο. Αιχμάλωτος στην Περούτζια, είχε ο Φραγκίσκος την ευκαιρία για μία πρώτη στροφή προς τον εσωτερικό κόσμο, προμήνυμα της εκλογής του για τον Θεό και τον άνθρωπο.
Φίλος της μοναξιάς περνούσε ώρες στη μελέτη, στην υπηρεσία των φτωχών και αρρώστων και στην επίσκεψη εγκαταλελειμμένων εξωκλησιών. Συχνά συναντούσε λεπρούς που τους αγκάλιαζε σε ένδειξη ευσπλαχνίας και αγάπης πρός τον άνθρωπο. Ο πατέρας του, όμως, ενοχλημένος από τις πράξεις του γιου του, που τον ήθελε έμπορο αντί καλόγερο, τον κάλεσε να λογοδοτήσει μπροστά στον επίσκοπο.
Ο Φραγκίσκος τότε,απευθυνόμενος προς τον πατέρα του είπε: «Δεν έχω πια τίποτε που να σου ανήκει εκτός από τα ρούχα που φορώ και σου τα επιστρέφω». Τότε γδύθηκε εντελώς στο μέσο της πλατείας που ήταν κατάμεστη από κόσμο. Οι γνωστοί του τότε έτρεξαν για να καλύψουν τη γύμνια του και του φόρεσαν ενα τσουβάλι καφέ χρώματος και το έδεσαν στη μέση με ενα σχοινί για να στηρίζεται. Αυτό ήταν και το Ιερό ένδυμα, το ράσο των Φραγκισκανών Μοναχών, που έμελλε να καθιερωθεί και να κατακτήσει την Ευρώπη και αργότερα τον κόσμο ολόκληρο. Οι τρεις “κόμποι” που καθιερώθηκε να υπάρχουν στην άκρη του σχοινιού συμβολίζουν τις τρεις βασικές αρχές – όρκους των Φραγκισκανών Μοναχών: ΥΠΑΚΟΗ – ΑΓΝΟΤΗΤΑ – ΦΤΩΧΕΙΑ.
Τρισευτυχισμένος για την ελευθερία του που κέρδισε ο Φραγκίσκος, πλανιόταν μακάριος μέσα στις κοιλάδες και τους πράσινους λόφους της Χώρας του. Τ’ ανθισμένα δένδρα, τα γάργαρα νερά, τα πουλιά, τα ζώα, όλα έγιναν φίλοι του και αγαπημένοι σύντροφοι.
«Για πρώτη φορά, είδε ο Φραγκίσκος με τα μάτια παρθένα τον Κόσμο», γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης.
Η γιορτή του Αγίου Ματθαίου, είναι ο δεύτερος μεγάλος σταθμός στην ζωή του Φραγκίσκου. Τότε κατά την παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας, αποφάσισε να ζήσει κατά γράμμα την “Αγια Φτώχεια”. Και όπως ο ίδιος ανήγγειλε χαριτολογώντας στους φίλους του: “Την εξόχου καλλονής νέα που διάλεξα για νύφη”.
Από την στιγμή εκείνη,γράφει ο κριτικός και Βιογράφος του P. Sabatiez, ο Φραγκίσκος ακολούθησε την οδό της Φτώχειας, της Αγάπης και της Ειρήνης. Η κλήση του δεν υπήρξε ρήξη προς το παρελθόν, αλλά υλοποίηση μίας αδιάψευστης και υψίστης πραγματικότητας.
Ετσι σχηματίστηκε εντός του 1209, η πρώτη ομάδα γύρω από τόν “Φτωχούλη της Ασσίζης”. Μέλη της ήταν, ο πρώην έμπορος Βερνάρδος, ο Πέτρος Κατάνι, ο ξυλοκόπος Αιγίδιος, ο θεραπευμένος λεπρός Μόρικος, ο Λέων, ο Αγγελος, ο Σαμπατίνος, ο Ρουφίνο.
Ολοι οι σύντροφοι μαζί περιποιούνται τους αρρώστους, τους λεπρούς και μελετούν το κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο. Μία φορά τον χρόνο, την ημέρα της Πεντηκοστής, οι αδελφοί συγκεντρώνονταν στο Ναό της Παναγίας της Πορτσιούνκολας για να προσευχηθούν και να ανοίξουν την καρδιά τους στον Φραγκίσκο.
Ηταν το πρώτο σπέρμα του “Κοινοτικού Βίου”, που έμελλε να αναπτυχθεί σε τεράστιο δένδρο με τους Κοινοβιακούς Αδελφούς των Ελασσόνων και αργότερα στα 1528 και 1619 των Φραγκισκανών.
Στα 1210 οι μαθητές ζήτησαν από τον δάσκαλο να συντάξει γι’ αυτούς σύντομο Κανονισμό, όπως είχε κάνει παλαιότερα για τους “Ερημίτες της Ασσίζης”. Την ημέρα που ενέκρινε τον Μοναχικό Κανόνα του Φραγκίσκου. ο Πάπας, οραματίστηκε τον “Φτωχούλη Νέο” από την Ασσίζη, να στηρίζει με τους ώμους του τη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού, Μητρόπολη της Ρώμης.
Στα 1212 στην Μητρόπολη του Αγίου Ρουφίνου, ο Φραγκίσκος γνώρισε την 18χρονη Κλάρα Σιφι, κόρη του Φαβοζίνο και της Ορτολάνης. Στην ψυχή της, ο ρακένδυτος με τα σπινθηροβόλα μάτια, ανακάλυψε Θησαυρό από χάριτες που την ανέδειξαν σε μεγάλη Αγία και Μητέρα των “Κυριών της Φτώχειας”, όπως αποκαλέστηκε το “Δεύτερο Φραγκισκανικό Τάγμα”, “Secondo Ordine di San Francesco”.
O Φραγκίσκος ήταν ο απόστολος της Ειρήνης. Χαρακτηριστικός είναι ο χαιρετισμός των Φραγκισκανών με το PACEM et BONUM δηλαδή ΕΙΡΗΝΗ και ΚΑΛΟ.
Το 1214 έχοντας την επιθυμία για τη σωτηρία των Αγαρηνών, επεχείρησε να επισκεφθεί την Αίγυπτο και τους Αγίους Τόπους, αλλά η καταιγίδα που εκδηλώθηκε στην Αδριατική ανάγκασε το πλοίο να αγκυροβολήσει στα Νότια παράλια της Κεφαλονιάς. Το αποτυχημένο σχέδιο του 1214 υλοποίησε ο Φραγκίσκος το 1219, πηγαίνοντας στην Aίγυπτο στους Σαρακηνούς την Αγάπη του Χριστού. Οταν επέστρεψε μετά από μήνες στην Ασσίζη, ο Φραγκίσκος διαπίστωσε παρεκκλίσεις στό μοναχικό βίο των Αδελφών. Τότε το 1221 αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει ένα γραπτό Κανονισμό στους Μοναχούς.
Και γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του ο “Φτωχούλης του Θεού” ο Ν. Καζαντζάκης: «Για μένα ο Αγιος Φραγκίσκος είναι το πρότυπο του στρατευόμενου ανθρώπου, που με ακατάπαυστο, σκληρότατο αγώνα κατορθώνει κι επιτελεί το ανώτατο χρέος του ανθρώπου, ανώτερο κι από την ηθική κι από την αλήθεια, κι από την ωραιότητα, να μετουσιώνει την ύλη που του εμπιστεύθηκε ο Θεός και να την κάνει Πνεύμα».
Την τελευταία περίοδο της ζωής του πέρασε ο Φραγκίσκος στα ερημητήρια Μόντε Αλβέρνο και Φόντε Κολόμπο. Ηταν η εποχή που ο εραστής της Φύσης εμπνεύστηκε την αναπαράσταση της Γέννησης του Χριστού στο σπήλαιο της Βηθλεέμ και που μέχρι σήμερα συνεχίζεται να γίνεται στις Καθολικές Εκκλησίες.
Την 1 Σεπτεμβρίου στα 1224 με κλονισμένη την υγεία του από την εξαντλητική ζωή που έκανε και ελαττωμένη την όραση, παρακαλεί τον εσταυρωμένο να του δώσει σημεία συγκατάβασης και ελπίδας για το μεγάλο έργο που εχει αρχίσει.
Ξαφνικά στα χέρια, στα πόδια και στα πλευρά του, παρουσιάζονται τα “Στίγματα” από τα καρφιά και τη λόγχη του Εσταυρωμένου, το γεγονός αυτό σχολιάζει με τον ακόλουθο τρόπο ο ιστορικός Β. Στεφανίδης: «Δύο έτη πρό του θανάτου του επί του όρους Αλβέρνο, μετά πολυήμερου αυστηρότατη νηστείαν και συνεχή προσευχήν, εβυθίσθη εις μυστικιστικήν ενωσιν και συνταύτισιν μετά του Εσταυρωμένου Χριστού. Η αυθυποβολή ότι και αυτός ήτο “Συνεσταυρωμένος”, έφθασε του σημείου ώστε εις τας παλάμας, τους πόδας και την πλευράν αυτού εσχηματίσθηκαν τα στίγματα του Εσταυρωμένου και έκτοτε έφερε αυτά. Ο ιδιος προσεπάθη να κρύψει αυτά τα στίγματα, αλλά στενώς συνδεόμενοι μετ’ αυτού οπαδοί, έλαβον γνώσιν αυτών. Το γεγονός αμφισβητήθηκε επανειλημμένως, αλλά σήμερον δεν αμφισβητείται πλέον, διότι επαρουσιάσθη εκτοτε και εις αλλα πρόσωπα».
Η αποτύπωση των “Ιερών Στιγμάτων’ επί του σώματος του Φραγκίσκου, υπήρξε ο ωραιότερος επίλογος της Ζωής Του.
Το καλοκαίρι του 1224 προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, ταξίδεψε έφιππος στό αγαπημένο του Μόντε Αλβέρνο. Στο περασμά του τόν καλωσόριζαν τα πουλιά, τα ζωάκια, όλη η Φύση που τόσο λάτρεψε και πάντα κήρυττε: « Αδέλφια πουλιά, αδελφέ Ηλιε, αδελφή Σελήνη, οφείλετε στο Θεό μεγάλη ευγνωμοσύνη, για τα εγχρωμα φτερά σας, τις όμορφες φωνές σας, τη λαμπρότητά σας».
Aυτή την θαυμαστή και εξαίσια τέχνη, ν’ ανανεώνεται καθημερινά από τη ζωή της φύσης και ν’ απορροφά συγχρόνως δυνάμεις από τη Γη, που τη συναντά κανείς μόνο σε ποιητές και σ’ άληθινά Μακάριους, την εξασκούσε αδιάκοπα σαν ένας ασύγκριτος καλλιτέχνης.
Ο πατέρας της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ αναγνωρίζει ότι: «ο Φραγκίσκος εμβάθυνε περισσότερο από κάθε άλλο την έκφραση της αγάπης, μιας αγάπης που είναι ικανή να δημιουργήσει επαφές με τα πιο διαφορετικά πλάσματα».
Στις 30 Σεπτεμβρίου στα 1224 εγκατέλειψε το αγαπημένο του ησυχαστήριο στο όρος Αλβερνο και ήρθε στην Πορτσιούνκολα για να παραστεί στη δεύτερη ετήσια σύναξη των Αδελφών. Με άρρωστο σώμα, με μαραμένα τα μαγουλά του, και σχεδόν τυφλός παρακολουθούσε τους αδελφούς μοναχούς. Αυτή την περίοδο του υποβλήθηκε μία εξαιρετικά επώδυνη εγχείρηση με πυρακτωμένο σίδερο. Τότε ο Φραγκίσκος στράφηκε προς την φωτιά λέγοντας: «Αδελφή φωτιά που είσαι τόσο χρήσιμη, σε παρακαλώ να είσαι καλή μαζί μου αυτή την ώρα».
Η εγχείρηση έγινε χωρίς, όμως, ο ασθενής να βρει τη χαμένη του υγεία. Τυφλό και με πληγές στο σώμα, ο αγαπημένος του αδελφός Φρά Λεόνε, τον μετέφερε στη Σιένα. Εκεί υπαγόρευσε την Πνευματική του Διαθήκη: «Να αλληλοαγαπιούνται, να τηρούν την “Αγία Φτώχεια” και να υπακούουν στην Αγία Μητέρα Εκκλησία».
Από τη Σιένα τον μετέφεραν στην Πορτσιούνκολα, όπου ζήτησε στους Αδελφούς να αφαιρέσουν τον χιτώνα του και να τόν ξαπλώσουν πάνω στη Γή.
Απεκοιμήθη τα ξημερώματα της 4ης Οκτωβρίου στα 1224.
Να πώς φαντάστηκε ο Νίκος Καζαντζάκης την Κοίμηση του Φραγκίσκου στο βιβλίο του “ο Φτωχούλης του Θεού”:
«Το πρόσωπό του λαμποκοπούσε, είχε ολάνοιχτα τα μάτια, στυλωμένα στον αέρα. Μια στιγμή κουνήθηκε, μάζεψε όλη του τη δύναμη, στράφηκε και μας εκοίταξε αργά ένα-ένα. Τα χείλη του σάλεψαν σα να ‘θελε κάποιο στερνόλογο να μας πει, ζύγωσα, αχνή πολύ, αδύνατη η φωνή Του, σα ν’ αρχόταν από πολύ μακριά, από τον άλλο όχτο, άκουσα: Φτώχεια-Ειρήνη-Αγάπη.
Κρατούσα ακόμα την ανάσα ν’ ακούσω, τίποτα άλλο. Και τότε πέσαμε όλοι απάνω του και τον φιλούσαμε και σηκώσαμε θρήνο”. Και συνεχίζει ο Καζαντζάκης:
«Την Αγία τούτη στιγμή, που σκυμμένος μέσα στο κελί μου, χάραζα τα στερνά ετούτα λόγια και μ’ έπαιρναν τα κλάματα που θυμήθηκα τον αγαπημένο μου γέροντα, ένα σπουργιτάκι ήρθε και χτύπησε το παραθύρι, ολόβρεχα ήταν τα φτερά του, κρύωνε, σηκώθηκα να του ανοίξω, κι ήσουν Εσύ πάτερ-Φραγκίσκο, ντυμένος σε σπουργιτάκι».