» Anna Burns (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Gutenberg)
Η μέρα που ο Τάδε ΜακΤάδε μου ‘χωσε το πιστόλι στο στήθος και με είπε παλιοκόριτσο και φοβέρισε ότι θα μου την ανάψει ήταν η ίδια μέρα που σκοτώθηκε ο γαλατάς.
Σε αυτό τον ανώνυμο τόπο των ανώνυμων ανθρώπων ζει η νεαρή αφηγήτρια της ιστορίας αυτής, κάπως παράξενη στα μάτια των άλλων, βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο του σχολιασμού και των κακόβουλων σχολίων τους, θύμα κι εκείνη της κλειστής κοινωνίας αλλά και της πολιτικής κατάστασης, καθώς η μάχη για την ανεξαρτησία από τον εχθρό μαίνεται, κάθε κίνηση θεωρείται ύποπτη, από τη μία ή από την άλλη πλευρά, πόσο μάλλον η συνήθεια κάποιας γυναίκας να διαβάζει λογοτεχνία περπατώντας στους δρόμους της πόλης, την ώρα μάλιστα που ένας εκ των πρωτεργατών του αγώνα για την ανεξαρτησία την ακολουθεί παντού. Είναι η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας που δεν νιώθει διαφορετική, που δεν επιζητά να βρίσκεται στο μάτι της προσοχής, που της αρέσει το διάβασμα και το τρέξιμο, που προσπαθεί να καταλάβει τα ίδια της τα συναισθήματα, που αναζητά τη θέση της στον κόσμο. Είναι η ιστορία μιας ακόμα νεαρής κοπέλας που δέχεται την καταπίεση και τη βία μιας κοινωνίας, μιας οποιασδήποτε κοπέλας σε μια οποιαδήποτε κοινωνία οποιασδήποτε εποχής.
Γι’ αυτό άλλωστε είναι λειτουργική η απόφαση της συγγραφέως να μην ονομάσει τον τόπο, παρότι δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως βρισκόμαστε στην Ιρλανδία στα χρόνια που η ένοπλη πάλη για την ανεξαρτησία βρίσκεται σε εξέλιξη, όμως δεν έχει και τόση σημασία αυτό για το πραγματικό νόημα της ιστορίας αυτής, είναι μόνο κάποιες λεπτομέρειες που τη διαφοροποιούν, είναι μια ιστορία οικουμενική, μια ιστορία που υπερβαίνει σύνορα και εποχές. Και είναι ένα από τα ζητούμενα της σπουδαίας λογοτεχνίας η οικουμενική διάσταση, ένας από τους λόγους που διαβάζουμε μεταφρασμένη λογοτεχνία, καθώς προσφέρει ένα ικανό εμβαδό ταύτισης και αναγνώρισης δικών μας βιωμάτων, δημιουργία αντιστοιχιών και την πικρά ανακουφιστική αίσθηση πως και κάπου αλλού δεν είναι καλύτερα τα πράγματα, πως και κάπου αλλού -αν όχι παντού- οι αδύναμοι αγωνίζονται ν’ αλλάξουν τα πράγματα.
Η Burns τοποθετεί στην ιστορία της νεαρής όλα τα συστατικά καταπίεσης μιας κοπέλας, τη σεξουαλική παρενόχληση, την οικογενειακή ασφυξία, την κοινωνική συντήρηση, την οικονομική ένδεια, την πολιτική ανωμαλία. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό, σε συνδυασμό με την τόσο ιδιαίτερη αφηγηματική φωνή, μπουκώνει την ιστορία ή αν τη βαραίνει συναισθηματικά, ακόμα και σήμερα, μέρες μετά το τέλος της ανάγνωσης δεν είμαι σίγουρος. Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο αυτό με ορμή, γοητευμένος από την ιδιαιτερότητα της αφήγησης, εκτιμώντας το υποδόριο χιούμορ και αναγνωρίζοντας την αλήθεια της αφηγήτριας, συνέχισα όμως πιο αργά μέχρι που μια μέρα άφησα το βιβλίο στα τρία πέμπτα, το άφησα με ένα αίσθημα ανακούφισης, σαν να έβγαζα το κεφάλι μου στην επιφάνεια της θάλασσας, εγκαταλείποντας έναν υπέροχο βυθό εξαιτίας της ανάγκης ν’ αναπνεύσω. Πέρασαν αρκετές μέρες. Το βιβλίο δεν έπαψα να το σκέφτομαι, η φωνή της κοπέλας ακουγόταν ακόμα. Τις τελευταίες διακόσιες σελίδες τις διάβασα σε δύο μέρες.
Θα είχε ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το χιούμορ η Burns, σχεδόν αδιόρατο, μοιάζει με παρελκόμενο της αφήγησης και όχι επί τούτου τοποθετημένο, και γι’ αυτό τον λόγο λειτουργικό, καθώς βοηθάει να σπάσει λίγο το μαύρο, ενώ ταυτόχρονα δίνει και μια αφέλεια στην πραγματικότητα που επικρατεί, την απαραίτητη αχίλλειο πτέρνα από την οποία θα βλαστήσει η ελπίδα πως η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Κατά την ανάγνωση προβληματίστηκα σχετικά με την πολιτική θέση που μοιάζει να παίρνει η συγγραφέας μέσω της αφηγήτριας της. Ήταν όμως κάτι που σκεφτόμουν αποκλειστικά στα διαλείμματα της ανάγνωσης και όχι κατά τη διάρκειά της, γεγονός που αποδεικνύει πως οι προβληματισμοί αυτοί δεν είναι οργανικό μέρος του μυθιστορήματος, καθώς δεν παρεκτρέπουν την ανάγνωση σε άλλα μονοπάτια ανάμεσα στις γραμμές.
Ο γαλατάς είναι αναμφισβήτητα ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, δικαίως πολυσυζητημένο ενώ δεν του λείπουν τα βραβεία και οι μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες. Δεν είναι ένα εύκολο συναισθηματικά βιβλίο όμως. Είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που, περισσότερο από άλλα, ανθίζουν αναγνωστικά στις κατάλληλες για τον καθένα συνθήκες, αλλιώς, σε μια άνυδρη περίοδο είναι πιθανόν να μην εκτιμηθούν. Κάποια στιγμή θα ήταν ενδιαφέρουσα μια συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες του αναγνώστη απέναντι στη λογοτεχνία. Κάποια άλλη στιγμή όμως.