Πρέπει να ήταν η εποχή των ελιδιών. Ήταν βεντέμα και οι μύλοι του χωριού δούλευαν μέρα – νύχτα χωρίς σταματημό.
Eκείνη την εποχή, η Ασή Γωνιά διέθετε έξι μύλους που άλεθαν τις ελιές, και όπως είναι κατηφορικά κτισμένο το χωριό, τα νερόλαδα έτρεχαν ποτάμι στα κανάλια. Εκτός από τη δουλειά του “ειδικού” που κουταλομετρά και μάζευε το λάδι με ειδικό ημικυκλικό δοχείο από την επιφάνεια της δεξαμενής, που πάντα θυμάμαι την έκανε ο μπάρμπα Πέτρος ο Δράκος, στην φάμπρικά του, οι δουλειές στον μύλο ήσαν αρκετά δύσκολες και ήθελαν τεράστια μυική δύναμη.
Το σφίξιμο της τσίτας ή το ντορμπάδιασμα, απαιτούσε γερά μπράτσα. Δεν ήταν λοιπόν εύκολο πράγμα να είσαι μυλωνάς σε ένα μύλο εκείνης της εποχής. Όμως, με την μυλωνική εξασφάλιζες το λάδι της χρονιάς.
Μυλωνάς, λοιπόν σε ένα από τους μύλους της Μεσοχωριάς ήταν ο Νταλετζόπετρος.
Πλησίαζε το τέλος της βδομάδας και τα γαϊδουράκια κουβαλούσαν ασταμάτητα ελιές που τις αράδιαζαν απ’ έξω, περιμένοντας την σειρά τους ν’ αλεστούν.
Εκεί, κατά το μεσημεράκι, ο Πέτρος πλησίασε το Στελή, που ήταν υπεύθυνος στο μύλο.
– Στελή, κατέεις, αύριο έχω στραθιά και δε θα είμαι επά, του είπε ξερά.
– Μα, απούχωμενε τόσες ελιές ν’ αλέσωμενε! αντέδρασε ο Στελής.
– O,τι σου είπα. Αύριο μη με περιμένεις, κάμε εσύ ό,τι μπορείς!
Ο Στελής κατάλαβε αμέσως και επακριβώς την “στραθιά” του Πέτρο και δεν έδωσε συνέχεια. Ήξερε πως την Κυριακή παντρευόταν ο πρωτοξάδερφός του, ο Μπουλοντονικολής. Έπρεπε λοιπόν ο Πέτρος να “φέρει” μερικά οζά για το γάμο. Ήταν κάτι σαν το συνηθισμένο όταν γινόταν γάμος στην Ασή Γωνιά, να εξαφανίζονται κάμποσες δεκάδες οζά από τα γυρόχωρα.
Μόλις βράδιασε, λοιπόν, και σκοτείνιασε αρκετά, πήρε την κατσούνα και το τουφέκι του, και πήγε σε ένα κοντινό κατωμερίτικο χωριό, άρπαξε έξε οζά, τα έφερε κοντά στο χωριό και τα έριξε σε μια κλεφτότρυπα, που ήξερε μόνο αυτός. Τους πέταξε μερικά κλαδιά, να τρώνε να μην ψοφήσουν, και χωρίς να πάει καθόλου στο σπίτι του, έφυγε για την Πισκοπή, που ήταν παντρεμένη η αδελφή του η Μαρία.
Όταν ξημέρωνε, σχεδόν βρέθηκε έξω από το σπίτι και φωνάζει της αδελφής του:
– Μωρή Μαρία, πόρισε να σου πω. Ετοιμάσου να πάμενε στη Γωνιά. Κατέεις πως παντρεύεται ο ξάδερφός μας ο Μπουλόντας και κατένε πως είσαι κουλουροκάμουσα, και με πέψανε να σε φέρω να βοηθήσεις στο γάμο.
Η Μαρία ετοιμάστηκε γλήγορα και έφυγαν με το Πέτρο για την Ασή Γωνιά.
Αντί να πάνε όμως από τον κανονικό δρόμο, παρέκλιναν και πέρασαν από το χωριό που μερικές ώρες πιο πριν ο Πέτρος είχε αρπάξει τα οζά. Μάλιστα, πέρασε έξω από το σπίτι του παθόντα.
Εκείνη τη στιγμή που περνούσαν, τον είδε ν’ ανοίγει την πόρτα και να βγαίνει έξω στο δρόμο, να πάει στα οζά του.
– Γεια σου Πέτρο. Είντα αέρας σ’ έφερενε πρωί πρωί στο χωριό μας;
– Παντρεύεται ο ξάδερφός μου ο Μπουλόντας και πήγα στη Πισκοπή να φέρω τη Μαρία μας.
Ο Μανούσος, βέβαια, δεν είχε πάρει ακόμα χαμπάρι πως του λείπανε τα οζά και ο Πέτρος με την Μαρία συνέχισαν το δρόμο για το χωριό. Όταν το πήρε χαμπάρι ο Μανούσος πως του έλειπαν τα πρόβατα, έτρεξε να διαλαλήσει – ψάξει, στους συνήθως υπόπτους, στους Ασηγωνιώτες.
– Δε γατέω καημένε, μα ο μόνος απού μπορεί να σου τα ‘κλεψενε είναι ο Πέτρος ο Νταλετζόπετρος. Παντρεύεται ο ξάδερφός του την Κυριακή και θα τα καταλύσουνε στο γάμο, του είπε ένας “φίλος “ του που του είχε “δωσμένα” οζά πριν από καιρό.
Ο Μανούσος όμως ήταν εντελώς αντίθετος:
– Όϊ, αποκλείεται, να μου τα φάενε ο Νταλετζόπετρος. Είντα, εγώ τον απάντηξα αξημέρωτα κι ήρχεντονε απού τη Πισκοπή με την αδερφή ντου τη Μαρία με τα πόδια! επέμενε και ήταν βέβαιος ο Μανούσος. Δεν ήξερε όμως την σκηνοθεσία που είχε σκαρώσει ο Πέτρος!!
Την ιστορία, μου την είπε ο Μπικοβαγγέλης και με διαβεβαίωσε πως του την είπε αυτηνού ο ίδιος ο Νταλετζόπετρος, πριν μερικές δεκαετίες, όσο ακόμα ζούσε. Ο μπάρμπα Πέτρος, πέθανε πριν μια 20ετία περίπου. Πιο μπροστά, είχε δηλώσει πως «εγώ δεν μποθαίνω α δε γινώ εκατό χρονώ». Πράγματι πέθανε εκατοχρονίτης και ήταν και Γενάρης, όπως ακριβώς είχε πει!!
Για σου Σήφη με τα ωραία σου!!