Στη Χερσόνησο του Αθω, στη σκιά των μοναστηριών του Ορους, η γαστρονομία πατά σε πολλά “πόδια”, αντλεί έμπνευση και μυστήριο από τις μοναστηριακές κουζίνες, θυμάται πώς μαγειρευόταν το χταπόδι με φρούτα την εποχή του Αριστοτέλη, δοκιμάζει πικάντικες γεύσεις από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, δανείζεται μπαχαρικά από τις οθωμανικές κατσαρόλες και βουτάει στους ψαρότοπους του Αιγαίου για να συλλέξει εξαιρετικά θαλασσινά.
Μόνο που μέχρι 4,5 χρόνια πριν, αυτό το γνώριζαν πολλοί λίγοι! Ο ξένος επισκέπτης της περιοχής ήταν αρκετά πιθανόν να δοκιμάσει… ροκφόρ, αντί να γευτεί τις λαχταριστές λιχουδιές, που κάνουν τον γαστρονομικό χαρακτήρα της περιοχής τόσο ιδιαίτερο. Μέχρι που η “γόνιμη” κουζίνα της περιοχής -μέχρι πρότινος “άγονη” σε επίπεδο γαστρονομικού τουρισμού- άρχισε πλέον να αναδεικνύεται μέσα από το πρόγραμμα “Mount Athos Area Kouzina”. Το πρόγραμμα, που λειτουργεί σαν αιχμή του δόρατος για τη θετική προβολή της περιοχής κι αποτελεί πλέον τη μεγαλύτερη σε έκταση και ποιότητα γαστρονομική διοργάνωση σε Βόρεια Ελλάδα και Βαλκάνια, διοργανώθηκε από τον Οργανισμό Τουριστικής Ανάπτυξης προ του Άθω, υπό τη γαστρονομική επιμέλεια τής γνωστής σεφ Ντίνας Νικολάου, η οποία “τρέχει” και το εστιατόριο “EVI EVANE” (“Ευοί Ευάν”) στο νούμερο 10 της rue Guisarde, στο Καρτιέ Λατάν, στο Παρίσι.
“Ετσι τρέφονται οι μοναχοί!”
«Η περιοχή του Άθω διαθέτει ένα μοναδικό μωσαϊκό διάφορων κουζίνων, που όμως αν δεν προβληθεί… δεν υπάρχει. Κι εγώ η ίδια, παρότι ταξιδεύω σε όλη την Ελλάδα στο πλαίσιο της δουλειάς και των εκπομπών μου, γνώριζα λίγα πράγματα, όπως για παράδειγμα το μέλι Αρναίας, τα μανιτάρια, τα φρέσκα ψάρια- μέχρι εκεί. Όταν, όμως, πήγα για πρώτη φορά επιτόπου για να ετοιμάσω το φεστιβάλ, έμεινα άναυδη! […] Η περιοχή είναι πραγματικός θησαυρός. Σε πολύ λίγα μέρη, το θαλασσινό τοπίο συνδυάζεται τόσο αρμονικά με το ορεινό, χωρίς το ένα να υπερτερεί του άλλου. Και μέσα σε αυτό το τοπίο, υπάρχει και η μοναστηριακή κουζίνα, με την ψαροφαγία και τη χορτοφαγία της, όλη αυτή η ενέργεια, το μυστήριο, η ιδιαιτερότητα που συνεπάγεται το να μπορείς να πεις: έτσι τρέφονται οι μοναχοί!» λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η κα Νικολάου.
Χταπόδι με φρούτα από την εποχή του Αριστοτέλη εναντίον… ροκφόρ
Ταυτόχρονα, εκεί, στη γενέτειρα του Αριστοτέλη, υπάρχουν πολλές επιρροές από την αρχαιοελληνική κουζίνα, όπως το χταπόδι με φρούτα, έστω με μικρές παραλλαγές. Στην αρχαιότητα, λέει η Ελληνίδα σεφ, στην περιοχή υπήρχαν πολλά κόκκινα φρούτα, που πλέον δεν αφθονούν τόσο, οπότε σήμερα το χταπόδι μαγειρεύεται με σύκο. «Βέβαια, δεν συναντάμε αυτούσια την τόλμη της αρχαίας Ελλάδας γευστικώς, γιατί η περιοχή επηρεάστηκε κι από την οθωμανική κουζίνα» σημειώνει. Στη δε Ολυμπιάδα, η μαγειρική “ντύνεται” με την έμπνευση των Ποντίων και Μικρασιατών, με τα μπαχαρικά, τα φυλλωτά (είδος πίτας) και τα αμυγδαλωτά τους- συνταγές που άντεξαν στον χρόνο και οι νεότερες νοικοκυρές τις αναβίωσαν. “Πείστηκαν ότι η δύναμή τους είναι αυτό που έχουν οι ίδιοι, ότι γαστρονομικά δεν χρειάζεται να μιμηθούν κανέναν, ότι δεν μπορεί να έρχεται ο ξένος στην προ του Αθω περιοχή και να τρώει ροκφόρ!” λέει η Ντίνα Νικολάου.
Για να γίνει πραγματικότητα το πρόγραμμα Mount Athos Area Kouzina, εφαρμόστηκε ένα ιδιαίτερο μοντέλο, που θα μπορούσε να δώσει έμπνευση για την ανάπτυξη αντίστοιχων πρωτοβουλιών σε όλη την Ελλάδα. Ξενοδοχεία, εστιατόρια, ψαράδες, καλλιεργητές κι “αρχοντονοικοκυρές”, συνολικά εκατοντάδες εθελοντές, συνεργάστηκαν σε εθελοντική βάση για να “εξορύξουν” και να προβάλουν τους γαστρονομικούς θησαυρούς της περιοχής. Παράλληλα, 455 συνολικά εκπρόσωποι Τύπου στην Ευρώπη δείπνησαν στα τραπέζια του Mount Athos Area Kouzina, που διοργανώθηκαν στα μεγαλύτερα τουριστικά gala της “γηραιάς ηπείρου”, καθιερώνοντας στη συνείδηση τους την περιοχή ως έναν υψηλού επιπέδου γαστρονομικό προορισμό.
«Πολύ ωραία η Ελλάδα, αλλά από φαγητό… χάλια!»
Σύμφωνα με την κα Νικολάου, η εικόνα που έχουν τα τελευταία χρόνια οι ξένοι για την ελληνική κουζίνα είναι πολύ καλύτερη σε σχέση το παρελθόν. “Παλιότερα, τα δείγματα ελληνικής κουζίνας ήταν τουριστικού χαρακτήρα και απλά ‘γαργαλούσαν’ τη νοσταλγία των ξένων για τα ελληνικά νησιά. Υπήρχε μεν ο κυρ-Γιάννης στην ταβέρνα που τηγάνιζε ψάρια, κάτι που ήταν και αληθινό και αθώο, αλλά ταυτόχρονα η κουζίνα του μαζικού τουρισμού έκανε ζημιά. Οι ξένοι έτρωγαν αχαρακτήριστη ελληνική σαλάτα, με κακής ποιότητας ελαιόλαδο κι έναν μουσακά τουριστικό χάλι… Και επέστρεφαν, π.χ., στη Γαλλία και έλεγαν: «πολύ ωραία η Ελλάδα, αλλά από φαγητό …χάλια». Αυτό έπρεπε να το αντιστρέψουμε. Να δείξουμε την κουζίνα μας, μία από τις πιο αρχαίες κουζίνες του κόσμου, την κορωνίδα της μεσογειακής διατροφής” συμπληρώνει. Πριν από 15 χρόνια, προς αυτή την κατεύθυνση βοήθησε πολύ το “μπαμ” που έγινε με την κρητική διατροφή.
Ψάχνοντας σαν τρελός στο Παρίσι τη “φρουτάλια” της κυρά Παναγιώτας
Οι Γάλλοι είναι υποψιασμένοι καταναλωτές, λέει η κα Νικολάου. «Η προσήλωσή τους στη γεύση έχει πλάκα. Πάνε σε κάποιο νησί, δοκιμάζουν κάτι και όταν επιστρέφουν στη Γαλλία το ψάχνουν, το αναζητούν σαν τρελοί στο Παρίσι. Θα έρθουν στο ελληνικό εστιατόριο στο Παρίσι και θα ζητήσουν τη “φρουτάλια” της κυρά – Παναγιώτας, που έτρωγαν στην Ανδρο. Τούς φτιάχνεις τη “φρουτάλια” και θα σου πουν ότι κάτι της λείπει, θα τηλεφωνήσεις στην κυρία Παναγιώτα στην Ανδρο και θα σού πει πως βάζει ακριβώς τα ίδια υλικά. Το καλό και αληθινό προϊόν είναι αυτό που ζητούν οι Γάλλοι. Οι Έλληνες είμαστε λαός φιλόξενος και ευθύς. Αν βάλουμε τα δυνατά μας και στη γαστρονομία, πιστεύω ότι θα πάμε πολύ καλά στα επόμενα χρόνια” συμπληρώνει και τονίζει χαρακτηριστικά: “τα προϊόντα της Ελλάδας είναι πιο ακριβά, αλλά είναι και μονάκριβα”.
Πίνοντας “αγιωργίτικο” στο Παρίσι
Το καλό φαγητό “δένει” με το καλό κρασί. Και τα τελευταία χρόνια, τα ελληνικά κρασιά, έχουν φτάσει με αξιώσεις μέχρι τη “Μέκκα” του οίνου, τη Γαλλία. “Σήμερα, στο Evi Evane, το 80% των κρασιών που πουλάμε είναι ελληνικά και μόνο το 20% γαλλικά. Ξέρετε πόσες φιάλες κρασί κεράσαμε στην αρχή, αντιπροτείνοντάς το στους Γάλλους, που ζητούσαν γαλλικά κρασιά, σε συνδυασμό με το φαγητό τους;” σημειώνει η Ντίνα Νικολάου. Σιγά σιγά, όμως, χτίστηκε η αγορά και τώρα οι Γάλλοι παραγγέλνουν ελληνικό κρασί, αγιωργίτικο, ασύρτικο, μαλαγουζιά, αθήρι…
Πώς τα μύδια με κρίταμα και τσίπουρο “κέρδισαν” τον Σεμπαστιέν Ριπαρί
Πάντα είναι εντυπωσιακή η μεγάλη δύναμη των απλών γεύσεων, συμπληρώνει, “όταν βλέπεις ανθρώπους, που έχουν δοκιμάσει τα πάντα, να εντυπωσιάζονται από την απλότητα. Ανθρώπους όπως ο Σεμπαστιέν Ριπαρί (σ.σ. διάσημος Γάλλος food blogger και σύμβουλος γαστρονομίας), που έχουν φάει σε όλα τα τριάστερα (σ.σ. αστέρια Μισελέν) εστιατόρια του κόσμου, που έχουν γευτεί κάθε είδος φουά γκρα, ακόμη και εντόμου, ν’ αρέσκονται να απολαμβάνουν την απλότητα. Γευτήκαμε μύδια με ελαιόλαδο, με λίγη καυτερή, λίγη πάπρικα, κρίταμα που τα βγάλαμε από τον βράχο, σβησμένα με το τσίπουρο που πίναμε και μού είπε ο Ριπαρί: Ντίνα, αυτό είναι!”.
Οταν ο εθελοντισμός κάνει θαύματα
Στο να γίνει πράξη η προβολή της γαστρονομίας του Άθω συνέβαλαν καθοριστικά οι εθελοντές. “Αν ήταν να πληρωθούν όλα αυτά που ετοιμάστηκαν, με τον τρόπο που έγιναν, θα κόστιζαν εκατομμύρια!” λέει η Ελληνίδα σεφ.
Φυσικά, οι δράσεις του Οργανισμού Τουριστικής Ανάπτυξης προ του Άθω, δεν αφορούσαν μόνο τη γαστρονομία, αν και στηρίζονταν σημαντικά σε αυτή. Όπως σημειώνει η διευθύντρια Μάρκετινγκ του Οργανισμού, Μαρία Πάππα, “ειδικής μνείας χρήζουν οι 104 επιχειρήσεις-μέλη του Οργανισμού, με έδρα το Δήμο Αριστοτέλη, που έγιναν οι ‘συμπαίκτες’ μιας πολύ σπουδαίας ομάδας. Από το τέλος του 2008 μέχρι πέρυσι τέτοιο καιρό η αύξηση των προκρατήσεων στην περιοχή μας ξεπέρασε το 90%, ενώ φέτος, ύστερα από 4,5 χρόνια δυναμικής παρουσίας στον χώρο, το αντίστοιχο νούμερο ξεπέρασε το 60%!” προσθέτει.
Κατά την ίδια, το αξιοσημείωτο γεγονός σε αυτή τη θετική όσο και “πρωτοφανή” -όπως τη χαρακτηρίζει- κατάσταση για τα τουριστικά δεδομένα της περιοχής έχει να κάνει με τις χώρες προέλευσης των προκρατήσεων: Ολλανδία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ιταλία, Αγγλία, ΗΠΑ. “Αγορές που δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι μέχρι πρότινος δε γνώριζαν ούτε προς ποια μεριά του χάρτη της Ελλάδας πέφτει η Χαλκιδική. Το έμαθαν, όμως, χάρη στην απολαυστική φιλοξενία που παρείχαν οι συνεργάτες του οργανισμού και σύσσωμη η τοπική κοινωνία στους 400 και πλέον εκπροσώπους τουριστικών γραφείων και σε άλλους τόσους Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους” καταλήγει.