Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Ο γελαδάρης

Έρμος στο καλυβάκι του τις πίκρες του μετρούσε μα δεν υπήρχε αριθμός να τις γράψει ο δόλιος κι όταν πια κουραζότανε κοιτούσε τις καλαμιές που σκέπαζαν το καλύβι του. Δεν ήθελε άλλο να κλάψει.

Eρημος είχε απομείνει πάνω σε τούτο τον κόσμο ο Σωτήρης. Μάνα, πατέρας και μια αδελφή, που ήταν όλη η οικογένειά του, τους έχασε στον εμφύλιο σπαραγμό. Τους δύο γονείς του τους είχαν σκοτώσει οι Μάηδες ενώ η αδελφή του η Αναστασία πρόλαβε κι έφυγε από το σπίτι και πήρε τα βουνά και τα πλάγια κατά το κοινώς λεγόμενο. Εφυγε δίχως να ξέρει που θα την έβγαζε ο άγνωστος δρόμος, που όπως χιλιάδες κι άλλες κοπέλες είχαν πάρει για να γλιτώσουν από την ξιφολόγχη, τίνων, των αδελφών τους των Ελλήνων.

Του Σωκράτη, οι αιμοχαρείς εθνικόφρονες του χάρισαν τη ζωή γιατί ήταν μικρός ακόμα – δεν είχε δρασκελίσει το κατώφλι των επτά χρόνων – κι έμεινε ο έρμος σαν το πουλί στο δάσος, δίχως φωλιά, όπως λέει και ο ποιητής. Δεν τον άφησαν όμως οι χωριανοί απροστάτευτο. Τον συμμάζεψε ένας γείτονάς του, καλός άνθρωπος και τον στέριωσε στο καλύβι του και σε κείνο ανδρώθηκε. Του ‘δεινε όμως και ό,τι ψωμί είχε, σιταρένιο, μπομπότα και κάθε βράδυ ένα κιούπι γάλα. Ο Σωτήρης ήταν ευχαριστημένος γιατί είχε μια γωνιά δική του που τα βράδια κοιμότανε και δεν τον έδερναν η βροχή και το χιόνι. Βέβαια δούλευε κάθε μέρα σκληρά στον ‘’αφέντη του’’ – έτσι τον αποκαλούσε τον σωτήρα του – και ο καιρός περνούσε κάπως καλά.

Τώρα, όταν ο Σωτήρης πέρασε το κατώφλι των δεκαεπτά χρονών, όλοι οι χωριανοί τον παρότρυναν να γίνει ο γελαδάρης του χωριού, να βγάζει δικά του λεφτά, γιατί η αλήθεια είναι ότι θα τον πλήρωναν πολύ καλά. Το ευτύχημα ήταν ότι, ενώ το αφεντικό του στεναχωρήθηκε πολύ, αυτή το φορά έδειξε τον καλό του εαυτό, δεν τον έδιωξε από το καλύβι του, τον άφησε να μείνει εκεί εξασφαλίζοντας μια κατοικία να στρεχιάζει ο δόλιος ο Σωτήρης.

Έτσι περνούσε ο καιρός, φυλάγοντας τα γελάδια του χωριού και βγάζοντας αρκετά χρήματα. Το όνειρό του ήταν να φτιάξει δικό του σπίτι και γι’ αυτό έκανε οικονομίες. Όταν όμως, συνήθως τα βράδια, συνειδητοποιούσε ότι έχει μείνει παντέρημος σε τούτο τον κόσμο, τραγουδούσε με πολύ παράπονο και καημό:

«Κι αν έρθει ο χάρος μια βραδιά και πάρει την ψυχή μου
ποια μάτια θα δακρύσουνε, για μένα ποιος θα κλάψει
και ποιος κερί στο μνήμα μου θα φέρει να τ’ ανάψει!»

Και μετά σώπαινε κι άφηνε τις βρύσες των ματιών του να τρέξουν όσα δάκρυα τους είχαν απομείνει, για να συνεχίσει έπειτα από λίγη ώρα πάλι με πίκρα και πόνο:

«Ορφάνια, όποιος δεν σ’ έζησε τον πόνο σου δεν ξέρει,
οι αναστεναγμοί σου μοιάζουνε με δίκοπο μαχαίρι
και μου τρυπάνε την καρδιά, σιγά κι αγάλι – αγάλι
και ξαποσταίνουν μια στιγμή κι ύστερα αρχίζουν πάλι»

Τέτοιους πονεμένους στίχους έγραφε και με πικρά τα χείλη και με πόνο στην ψυχή τους τραγουδούσε κι είναι αλήθεια όποιος τους άκουγε ανατρίχιαζε το κορμί του.

Μια μέρα που ο Σωτήρης έβοσκε τα γελάδια του χωριού, ακούει μια γυναικεία φωνή να τον καλεί και να του λέει ότι ήθελε κάτι να του πει και να κατέβει λίγο πιο κάτω από κει που ήτανε.

«Μπα…» είπε, «ποια να είναι αυτή η γυναίκα και τι με θέλει».

Κατηφόρισε και σβέλτος όπως ήταν δεν άργησε να βρεθεί κοντά της, λίγο προβληματισμένος. Η μέρα δε ήταν τόσο γλυκιά και λιόχαρη που σου μάγευε την ψυχή. Τα λογής – λογής λουλούδια διάσπαρτα έμοιαζαν με πλουμιστό χαλί στρωμένο πάνω στη γη και της έδιναν μια ξέχωρη ομορφιά. Τα βελάσματα των διάφορων ζώων που έβοσκαν γύρω – γύρω έμοιαζαν – θα έλεγε κανείς – με ουράνια απόκοσμη μουσική. Ήταν χαρά Θεού!

«Βρε Σωτήρη» του λέει η Λεμονιά, μια μεσόκοπη γυναίκα,

«Σήμερα είναι η μεγάλη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, μεγάλη η χάρη του και θέλησα να σου φέρω λίγο ζεστό ψωμί και λίγα ακόμα καλούδια να περάσεις κι εσύ όμορφα. Έκανα καλά που ήρθα;»

Ο Σωτήρης, πολύ συγκινημένος, απλώνοντας να πάρει τα καλούδια της φίλησε τα χέρια.

Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για κείνον. Δεν συγκρατήθηκε όμως και δάκρυσε από χαρά. Κι εφόσον ευχαρίστησε τη χωριανή του έφυγε ευχαριστημένος από κοντά της, πολύ συγκινημένος.

Έτσι περνούσαν οι μέρες του δόλιου του Σωτήρη, χαρούμενες λίγες φορές και οι περισσότερες γιομάτες πίκρα και πόνο. Προσεύχονταν ταχτικά στο Θεό και έκανε τάμα στον Άγιο Γεώργιο πως αν γύριζε η αδελφή του, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι Έλληνες γύρισαν στην πατρίδα, θα πήγαινε στην χάρη του μια λαμπάδα ίσα με το μπόι του. Ο καιρός περνούσε όμως κανένα νέο δεν ερχότανε για την αδελφή του την Αναστασία, μήτε γράμμα της είχε λάβει ποτέ.

«Μπα…» έλεγε απελπισμένος, «κάπου θα σκοτώθηκε..» και η απελπισία του μάτωνε την καρδιά.

Και να, το μεγάλο θαύμα έγινε κι ένα πρωινό πήγε κάποιος χωροφύλακας και του είπε το μεγάλο νέο. Η Αναστασία, την επόμενη μέρα θα πήγαινε στο χωριό. Χρειαζότανε να φτιάξει κάποια χαρτιά και μετά θα πήγαινε στο χωριό.

Δεν μπορούσε όμως να την περιμένει στο καλύβι του έπρεπε να πάει να βοσκήσει τα γελάδια. Εκείνα, αλλά και τα ζώα γενικότερα, δεν ξέρουν από μεγάλες χαρές. Να φάνε χόρτα θέλουν να κορέσουν την πείνα τους.

Πήγε όμως η Αναστασία και τον βρήκε. Για δύο λεπτά έμειναν άφωνοι. Έπειτα αγκαλιάστηκαν, έκλαψαν από χαρά και μαζί τους θάρρευε κανείς ότι και οι κουμαριές έκλαιγαν, ενώ τα μύρια πουλιά ξετύλιγαν τις ομορφότερες νότες γύρω τους!

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα