Σαν έγινε η Ένωση της Κρήτης με τη Μάνα (Ελλάδα)
και τη σημαία στου Φιρκά το φρούριο υψώσαν,
αφού οι μπάντες παίξανε της Νίκης τον παιάνα!
απ’ τη χαρά! και τα βουνά της Κρήτης εβουρκώσαν!
Η πρώτη μέρα πέρασε κι η δεύτερη βραδιάζει
κι ο Κονδυλάκης περπατά στου Λιμανιού την άκρη
και βλέπει γέρο Κρητικό, στημένο να κοιτάζει
την ένδοξη σημαία μας, με ποταμό το δάκρυ!
– Σύντεκνε! δεν την χόρτασες εδά τριάντα ώρες,
που χθες ως τα μεσάνυχτα ετά ’σουνα στημένος
χωρίς ομπρέλα κι έφαγες μπάρεμου δέκα μπόρες;
του λέει και τον χαιρετά κατασυγκινημένος.
– Τη χόρτασα χθές σύντεκνε, μα για τον απατό μου
που έχυσα το αίμα μου επα! να τηνε στήσω
και σήμερα τηνε θωρώ για ένα σύντεκνό μου
απού σκοτώθηκε γι’ αυτήν! και μου ’πε: «Άνε ζήσω
και τηνε δώ! στον τάφο του να πάω δίχως βιάση,
να του φωνάξω: Σύντεκνε! την είδα και περίσια!
και θα μ’ ακούσει σίγουρα! κι ο Άδης να χαλάσει!
με τον αέρα που περνά από τα κυπαρίσσια».
*Εμπνευσμένο από το διήγημα “Ο νεκρός και η Σημαία” του Ρεθύμνιου δημοσιογράφου Ν. Ποριώτη, που γράφτηκε πριν εκατό περίπου χρόνια.