Σαν έγινε η Ένωση της Κρήτης με τη Μάνα (Ελλάδα)
και τη σημαία στου Φιρκά το φρούριο υψώσαν,
αφού οι μπάντες παίξανε της Νίκης τον παιάνα
απ’ τη χαρά και τα βουνά της Κρήτης εβουρκώσαν!
Η πρώτη μέρα πέρασε κι η δεύτερη βραδιάζει
κι ο Κονδυλάκης περπατά στου Λιμανιού την άκρη
και βλέπει γέρο Κρητικό, με τσι ώρες να κοιτάζει
την ένδοξη σημαία μας, χύνοντας:… «άσπρο δάκρυ!…».
— Σύντεκνε! δεν την χόρτασες εδά σαράντα ώρες,
που χθες ως τα μεσάνυχτα ετά ’σουνα στημένος
χωρίς ομπρέλα κι έφαγες μπάρεμου δέκα μπόρες;
Του λέει και τον χαιρετά κατασυγκινημένος.
— Τη χόρτασα χθές σύντεκνε, μα γιά τον απατό μου,
που έχυσα το αίμα μου επά, να τηνε στήσω.
Σήμερα όμως τη θωρώ για ένα σύντεκνό μου
απού σκοτώθηκε γι’ αυτήν και μου ’πε άνε ζήσω
και τηνε δώ, στον τάφο του να πάω δίχως βιάση,
να του φωνάξω: «Σύντεκνε! Την είδα και περίσια!»
— Θα με ακούσει σίγουρα, κι ο Άδης να χαλάσει,
με τον αέρα που περνά από τα κυπαρίσσια.